Παιδική Επιθετικότητα: Πώς να την αναγνωρίσουμε και να την διαχειριστούμε

Ποια είναι η συχνότητα και η ένταση του φαινομένου στην Ελλάδα και ποιες οι διάφορες ανάμεσα στην σύγκρουση και στην επιθετικότητα; Μπορούν οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς να διαχειριστούν το φαινόμενο αυτό;

της Άννας Πανουσάκου – MSc Συμβουλευτική Ψυχολόγος

Καθημερινά γονείς, εκπαιδευτικοί αλλά και μαθητές γίνονται θεατές σε περιστατικά βίας στο σχολικό περιβάλλον αλλά και έξω από αυτό. Η βίαιη αυτή συμπεριφορά άλλοτε στρέφεται από μαθητές σε συμμαθητές τους, άλλοτε σε κτίρια και αντικείμενα και άλλοτε στους εκπαιδευτικούς και άλλοτε στον ίδιο τον εαυτό. Ποια είναι η συχνότητα και η ένταση του φαινομένου στην Ελλάδα και ποιες οι διάφορες ανάμεσα στην σύγκρουση και στην επιθετικότητα; Μπορούν οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς να διαχειριστούν το φαινόμενο αυτό;

Τα κρούσματα βίαιης συμπεριφοράς στο ελληνικό σχολείο είναι σαφώς ηπιότερα ως προς την συχνότητα και την ένταση σε σύγκριση με τα άλλα περιστατικά στα σχολεία της Βόρειας Αμερικής και της κεντρικής Ευρώπης ωστόσο αυτό δε σημαίνει πως είναι μια ασήμαντη κατάσταση που μπορούμε να αγνοήσουμε πρώτου πάρουν εκρηκτικές διαστάσεις. Η επανάσταση στην προσέγγιση του φαινομένου ξεκίνησε στις Σκανδιναβικές χώρες με το έργο του Dan Olweus ο οποίος μέσα από συστηματικές έρευνες του φαινομένου απέδειξε πως με επιστημονικά σχεδιασμένες παρεμβάσεις η μείωση των περιστατικών βίας μπορεί να φτάσει το 50% (Π. Χηνάς, Κ. Χρυσαφίδης, 2000).

Πολύ σημαντικό είναι να γίνει κατανοητό πως είναι άλλο η σύγκρουση, άλλο η επιθετικότητα και άλλο η βία.Η σύγκρουση είναι κάτι φυσιολογικό. Η ολοκληρωτική απουσία της μπορεί να δηλώνει αδιαφορία, αποξένωση, καταπίεση. Η επιθετικότητα είναι επίσης ένα φυσιολογικό φαινόμενο χαρακτηριστικό του ανθρώπου και της κοινωνικής ζωής και βασικό στη διαδικασία ανάπτυξης και ενηλικίωσης του ατόμου. Παρόλα αυτά στην κοινωνία η γενική αντίληψη είναι ότι και τα δύο είναι αρνητικά και είναι μία ανεπιθύμητη κατάσταση που πρέπει να αποφεύγουμε. Όσον αφορά την επιθετικότητα στο χώρο του σχολείου αυτή αναφέρεται σε βία και εκφοβισμό με σωματικά βίαια μέσα, είναι ωστόσο λάθος η επιθετικότητα να ταυτίζεται μόνο με μη αποδεκτές καταστάσεις/βία και αυτό έχει αρνητικές συνέπειες στην συνολική αντιμετώπιση του φαινομένου.

Μια άλλη μορφή βίας που εμφανίζεται συχνά στο σχολικό περιβάλλον είναι ο εκφοβισμός (bullying) ή θυματοποίηση (victimization), μια κατάσταση στην οποία ο μαθητής εκτίθεται επανειλημμένα για κάποιο χρονικό διάστημα σε αρνητικές πράξεις ενός η πολλών μαθητών που εκδηλώνεται ως μορφή επιθετική συμπεριφοράς. Αυτή η σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στο «θύτη» και στο «θύμα» είναι μία σχέση ανισορροπίας όπου το θύμα δεν μπορεί να αμυνθεί και η ανισότητα εντείνεται καθώς το θύμα αναστατώνεται και εκδηλώνει εσωτερικές ψυχικές εντάσεις (κλάμα πόνο η θυμό) ενώ ο θύτης παραμένει ψυχρός δεν εκδηλώνει τα συναισθήματά του και αδιαφορεί για το θύμα. Εδώ η πηγή των συγκρούσεων είναι συνήθως η χαμηλή αυτοεκτίμηση στο σχολείο ή σε άλλους χώρους όπου συχνάζουν οι νέοι και είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε πως αυτά τα παιδιά κατανοούν την σύγκρουση και την βιώνουν μόνον ως μία πάλη που καταλήγει σε ένα κερδισμένο και σε έναν χαμένο και πως η ταπείνωση του άλλου αποτελεί το μόνο μέσο που έχουν οι μαθητές για να αναπληρώσουν την αυτοεκτίμησή τους και να αποκτήσουν κύρος μεταξύ των συνομιλήκων τους.

Η αντιμετώπιση των συγκρούσεων με εναλλακτικούς τρόπους παρέμβασης και όχι με αυταρχικές μεθόδους (τιμωρίες με μείωση βαθμού, αποβολή από την τάξη, κράτηση στην τάξη στο διάλειμμα, διαγραφή απ’ το σχολείο) είναι η μόνη λύση για μάθηση και προσαρμογή σε θετικότερες συμπεριφορές καθώς οι άλλοι τρόποι οδηγούν μονάχα σε ανυπακοή, κλιμάκωση της βίαιης συμπεριφοράς, μίμηση βίαιης συμπεριφοράς από τα άλλα παιδιά και σε καμία περίπτωση δεν βοηθούν σε περιπτώσεις παιδιών που μεγαλώνουν σε περιβάλλον βίας.

Θα μπορούσαμε να ορίσουμε έξι βήματα μέσα από τα οποία ο εκπαιδευτικός ή ο γονέας ή ενήλικας μπορεί να εμπλακεί με έναν εποικοδομητικό τρόπο όταν γίνει μάρτυρας μιας βίαιης σύγκρουσης σύμφωνα με τους Π. Χηνά  και Κ. Χρυσαφίδη:

  • Προσδιορισμός του προβλήματος και του επιπέδου επίλυσης του.
  • Αποστασιοποίηση των ατόμων από το πρόβλημα και διάκριση των πραγματικών ζητημάτων αντιπαράθεσης από τα ζητήματα διαπροσωπικών σχέσεων.
  • Διατύπωση διαδικαστικών κανόνων και κανόνων του παιχνιδιού επίλυσης προβλήματος.
  • Εντοπισμός διαφορετικών απόψεων. Ακρόαση των απόψεων από τη σκοπιά του καθενός από τους εμπλεκόμενους.
  • Εντοπισμός κινήτρων, αναγκών και συμφερόντων που οδηγούν στη σύγκρουση.
  • Αναζήτηση εναλλακτικών επιλογών που να αποτελούν λύσεις και ικανοποιούν τα συμφέροντα όλων.
  • Αξιολόγηση των εναλλακτικών επιλογών με βάση αντικειμενικά κριτήρια τα οποία ορίζονται από τις επιθυμίες της κάθε πλευράς. Αναζήτηση συμφωνίας που να ικανοποιεί καθένα από τους εμπλεκόμενους.

Τρία στοιχεία είναι άκρως σημαντικά στην επεξήγηση των ανωτέρω οδηγιών. Το πρώτο αφορά στην αποστασιοποίηση των παιδιών από την βίαιη σύγκρουση και με φυσικό τρόπο εάν η συμπεριφορά έχει εκτραχυνθεί δηλαδή η απομάκρυνση από την «εστία έντασης»που μπορεί να είναι η σχολική τάξη η οποιοδήποτε δωμάτιο/χώρος στον οποίο έλαβε χώρα το βίαιο περιστατικό. Αυτό οφείλει να γίνεται ωστόσο όχι τιμωρητικά αλλά με την υπόδειξη πως θα ήταν καλό για το ίδιο να μείνει εάν θέλει σε κάποιο άλλο χώρο για να ηρεμήσει (π.χ στο γραφείο των καθηγητών ή σε μια δημιουργική αίθουσα εάν υπάρχει τέτοιος χώρος στο σχολείο). Το δεύτερο έχει να κάνει με την σωστή κρίση στο πότε έχει νόημα να παρέμβουμε καθώς όπως προαναφέραμε η σύγκρουση και η επιθετικότητα είναι στοιχεία σύμφυτα με την ομαλή ανάπτυξη των παιδιών /εφήβων οπότε και μιλάμε για την παρέμβαση σε περιστατικά βίαιης επιθετικότητας και σχολικού εκφοβισμού. Το τρίτο έχει να κάνει με το πνεύμα συνεργατικότητας που οφείλει να συνυπάρχει στις ανωτέρω διαδικασίες καθώς δεν μιλάμε για επιβολή και εξαναγκασμό αλλά για μια διαδικασία στην οποία τα εμπλεκόμενα μέρη μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματα τους (π.χ. θυμό, απογοήτευση) ελεύθερα, να αποδέχονται τα συναισθήματα του άλλου και να μάθουν να αντέχουν και να αντιδρούν ήρεμα στην κριτική.

Προγράμματα πρόληψης στο σχολικό περιβάλλον καθώς και η συνεργασία εκπαιδευτικών, γονέων, ειδικών παιδαγωγών και ψυχολόγων είναι αδιαμφισβήτητα τα κυριότερα μέσα που οφείλουν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων και σε επόμενο άρθρο μπορούμε να εκθέσουμε μερικές δημιουργικές δραστηριότητες που ενισχύουν τα αποτελέσματα επίλυσης συγκρούσεων χωρίς βία.

Κατά περίπτωση λοιπόν και ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο του κάθε παιδιού οφείλουμε είτε ως εκπαιδευτικοί είτε ως γονείς είτε ως ειδικοί να συνεργαστούμε ώστε να δώσουμε στα παιδιά γνώση για το πως να διαχειρίζονται τις εσωτερικές και τις εξωτερικές συγκρούσεις που βιώνουν με άλλον τρόπο πέραν της βίας χωρίς να καταπιέζουμε τα φυσικά χαρακτηριστικά τους δημιουργώντας τις βάσεις για μια καλύτερη κοινωνία.