Σύνταγμα, 3 Ιουλίου 2015 – Τρία χρόνια μετά τη μεγάλη συγκέντρωση υπέρ του «Οχι»

Τρία χρόνια μετά τη μεγάλη συγκέντρωση υπέρ του «Οχι» μπορούμε πλέον να ρωτήσουμε τους συμμετέχοντες τι ακριβώς περίμεναν ότι θα συμβεί. Αλλά και να σταθούμε με δέος μπροστά στη σαγήνη του λαϊκισμού

του Κώστα Γιαννακίδη

Αν έβαζες δύο γαλόνια στο κοστούμι, θα θύμιζε στολή. Θα της άρεσε. Η Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων βγήκε στο προαύλιο, πάνω από τον Αγνωστο Στρατιώτη, σήκωσε την αριστερή γροθιά και κάτι φώναξε. Δεν ξέρουμε τι βγήκε από το στόμα της, ο αντίλαλος, όμως, αντηχούσε παντού. Ήταν 3 Ιουλίου του 2015 και μία χώρα βρισκόταν σε παράκρουση. Ευτυχώς, όχι ολόκληρη.

Κάτω από την Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, η πλατεία ήταν γεμάτη. Μόνο που ο Σαββόπουλος δεν θα τους έκανε ποτέ τη χάρη να το τραγουδήσει εκεί. Ήταν άλλοι. Ο Βασίλης, ο Σωκράτης, ο Αλκίνοος, ο Θάνος. Και έψαλαν τα λόγια του ποιητή, πάνω στις νότες του Μίκη. «Της Δικαιοσύνης, ήλιε νοητέ». Το πλήθος ρίγησε και τραγούδησε. Αν το δεις σήμερα, το πιθανότερο είναι να βάλεις τα γέλια. Ειδικά όταν η φωνή που σηκώνεται πιο ψηλά από όλες τραγουδάει με τιμολόγια Βουλγαρίας. Να, δείτε το.

Α, ναι, η συγκέντρωση υπέρ του «Οχι» ήταν στα αλήθεια μεγαλειώδης και φορτισμένη συγκινησιακά. «Όλη η Ευρώπη έχει στραμμένα τα μάτια της σε σας, τώρα που παίρνουμε τις τύχες της πατρίδας μας στα χέρια μας» είπε ο Αλέξης Τσίπρας. Κατά τη δική του εκδοχή, εκείνη τη στιγμή ήταν θύμα αυταπάτης. Η άλλη εκδοχή λέει ότι, απλώς, κορόιδευε τον κόσμο. Θυμηθείτε τον.

Τώρα που έχουν περάσει τρία χρόνια η συζήτηση μπορεί να γίνει με νηφαλιότητα. Όμως το ερώτημα παραμένει το ίδιο μεγάλο, όσο ήταν και τότε: τι πίστευαν όλοι αυτοί κάτω από την εξέδρα; Πίστευαν, αλήθεια, ότι η Μέρκελ και ο Σόιμπλε θα κάνουν πίσω, χρηματοδοτώντας με γερμανικά ευρώ το σχέδιο του Γιάνη και του Αλέξη για μία ριζοσπαστική αλλαγή στην Ευρώπη; Ειλικρινά, δεν μιλάμε για μία θεωρητική άσκηση πολιτικού ρεαλισμού, αλλά για ένα στοιχειώδες τεστ νοημοσύνης. Kαι δυστυχώς η επίδοση δεν ήταν σπουδαία.

Εκείνο το βράδυ, ο κάθε ένας από τους συγκεντρωμένους είχε το δικαίωμα να πιστεύει αυτό που γουστάρει. Χαμένοι σε μία επαναστατική ευφορία, με κλειστές τράπεζες και ελεύθερα μέσα μεταφοράς, οι πολίτες, τόλμησαν να βάλουν δίπλα στη πραγματικότητα τα πάντα: επαναστατικές φαντασιώσεις, ανοησίες του καφενείου, φρούδες ελπίδες και ανεδαφικές προσδοκίες. Αυτό ήταν λογικό, όσο και αν επρόκειτο για προϊόν παραλογισμού. Όταν είδαν τις μπαρούφες της πλατείας και τα τερατώδη ψέματα που φύτρωναν στου Παπαδάκη να γίνονται επίσημος, κυβερνητικός λόγος, σκέφτηκαν ότι, ναι ρε γαμώτο, ένα δημοψήφισμα και μία συγκέντρωση αξιοπρέπειας μπορούν να αλλάξουν τα πάντα. Σήμερα, φυσικά, οι ίδιοι άνθρωποι θα σου πουν εντελώς διαφορετικά πράγματα. Δεν είναι μόνο η ανίκητη πραγματικότητα. Είναι και που δεν ακούγονται τα τερατώδη εκείνων των καιρών.

Όμως βλέποντας το πλήθος και ανατρέχοντας στο κλίμα των ημερών, στέκεσαι με δέος μπροστά στην προκλητική σαγήνη του λαϊκισμού. Και τρομάζεις όταν λογίζεσαι πόσο εύκολο είναι να γητεύσεις ένα λαό, να φυτέψεις παράλογα πράγματα στα μυαλά λογικών ανθρώπων. Άλλωστε η εξαπάτηση κάθεται στην ίδια καρέκλα με την πειθώ.

Αυτό το πλήθος, λοιπόν, μαζί με το 62% του εκλογικού σώματος, ουσιαστικά εξουσιοδότησε τον Αλέξη Τσίπρα να πάρει τη χώρα από την Ευρώπη. Τι θα είχε συμβεί, άραγε, τη Δευτέρα που ξημέρωσε μετά το δημοψήφισμα, αν ο Πρωθυπουργός έλεγε ότι θα σεβαστεί τη βούληση του ελληνικού λαού, απορρίπτοντας τα σχέδια των δανειστών; Ο καημένος ο Τσίπρας δεν μπορεί ούτε για την υστεροφημία του να επικαλεστεί τη σύνεση και τον φόβο της τελευταίας στιγμής.

Μπορούσε, βέβαια, να επικαλεστεί τη λαϊκή βούληση ή τις νεανικές του φαντασιώσεις. Πιθανότατα ο Καμμένος θα εξασφάλιζε, όπως είχε εγγυηθεί, την εσωτερική ασφάλεια, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης θα έμπαινε στο Νομισματοκοπείο και, ναι, η Ζωή Κωνσταντοπούλου θα έραβε γαλόνια στο κοστούμι της. Kαι κάθε 5η Ιουλίου η Μπέτυ θα έκλαιγε μόνο από υπερηφάνεια.

protagon