Μπάρμπεκιου για ντόπιους και πρόσφυγες στην Κοτύλη Καστοριάς

Το γύρο του διαδικτύου κάνει η ανάρτηση μιας γυναίκας, που μεταφέρει την εμπειρία της από τη συμβίωση ντόπιων και προσφύγων σε ένα μικρό απομονωμένο χωριό στον Γράμμο.

«Οι Αλεξανδρήδες, οι Τσάρτηδες και οι Τσιμτσιλήδες από την μια και οι παππούδες της Κοτύλης από την άλλη», όπως επισημαίνει στις αναρτήσεις της η Βασιλική Γκαρσία.

Οι ηλικιωμένοι κάτοικοι του ορεινού χωριού στον Γράμμο δίδαξαν σεβασμό και αλληλεγγύη, προσφέροντας σουβλάκι κοτόπουλο, αντί για χοιρινό, και αναψυκτικά, αντί για κρασί, στους 50 πρόσφυγες που φιλοξενούσαν τον περασμένο χειμώνα

Απόκριες 2019 στη χιονισμένη πλατεία του ορεινού χωριού Κοτύλη του Δήμου Νεστορίου Καστοριάς, στον Γράμμο:

Ο Πολιτιστικός Σύλλογος έχει την καθιερωμένη του εκδήλωση-έθιμο, με τους κατοίκους, συγκεντρωμένους γύρω από τη μεγάλη φωτιά («μπουμπούνα»), να γιορτάζουν με μουσική, χορό, ψητό χοιρινό κρέας και άφθονο κρασί, όπως κάθε χρόνο.

Η φετινή εκδήλωση διέφερε από τις προηγούμενες. Μαζί με τους ηλικιωμένους μόνιμους κατοίκους -12 όλοι και όλοι τον χειμώνα- και δεκάδες άλλους που κατάγονται από την Κοτύλη, καλεσμένοι στη γιορτή ήταν και οι 50 πρόσφυγες -29 παιδιά και οι γονείς τους- που φιλοξενήθηκαν για μερικούς μήνες σε ξενώνα του χωριού.

Οι άνθρωποι του Συλλόγου είχαν φροντίσει και γι’ αυτούς, σεβόμενοι τις δικές τους συνήθειες. Σουβλάκια κοτόπουλου, που ψήθηκαν πριν από τα χοιρινά, μοιράστηκαν στους καλεσμένους, μαζί με αναψυκτικά και όλοι έγιναν μια παρέα.

Η σύγκριση με το «μπάρμπεκιου πάρτι» που διοργάνωσαν την Κυριακή οι «Ενωμένοι Μακεδόνες» στα Διαβατά Θεσσαλονίκης είναι αναπόφευκτη. Η σχετική ανάρτηση στο Twitter της Βασιλικής Γκαρσία, προέδρου της Πολιτιστικής Επιχείρησης του Δήμου Νεστορίου, έγινε viral μέσα σε λίγες ώρες, προκαλώντας αίσθηση, συζητήσεις και διαμάχες για την Ελλάδα της ανεκτικότητας και αυτήν της ξενοφοβίας. «Δεν χρειάζεται πολλά για να συνυπάρξουμε και να γίνουμε ένα. Μόνο αγάπη, αλληλεγγύη και σεβασμός στις συνήθειες του άλλου», λέει στο ethnos.gr η κυρία Γκαρσία, η οποία ήταν μεταξύ αυτών που επιμελήθηκαν την εκδήλωση.

Η ίδια ανέβαινε τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα στην Κοτύλη, από το Νεστόριο, όπου διαμένει και εργάζεται, προκειμένου να βλέπει τα παιδιά και να δίνει ένα χέρι βοήθειας, όποτε χρειαζόταν. Τα 29 παιδιά ήταν ηλικίας από ενός ως 11 ετών.

«Την πρώτη φορά που πήγα είδα την 11χρονη Μπράσκα, από οικογένεια Κούρδων του Ιράκ. Ήταν η μεγαλύτερη από τα παιδιά και μιλούσε ελληνικά γιατί είχε πάει δύο χρόνια στο σχολείο στη Σάμο. Το πρώτο που με ρώτησε ήταν αν υπάρχει σχολείο στο δικό μου χωριό, ώστε να έρθει μαζί μου και να πηγαίνει. Ζητούσε βιβλία, όπως και άλλα παιδιά. Κάναμε τότε μια μεγάλη καμπάνια μέσω Twitter και συγκεντρώσαμε βιβλία. Η χαρά τους ήταν μεγάλη όταν τα παρέλαβαν» θυμάται και προσθέτει: «Όταν πήγα την άνοιξη για να ανοίξω το παλιό ερειπωμένο σχολείο της Κοτύλης για να γίνει Εκλογικό Τμήμα για τις δημοτικές εκλογές, τα παιδιά πανηγύριζαν και άρχισαν να χορεύουν, γιατί νόμιζαν ότι θα λειτουργούσε».

Οι 50 πρόσφυγες έμειναν για διάστημα έξι μηνών στον παραδοσιακό πέτρινο ξενώνα «1.450» (σ.σ. πήρε το όνομά του από το υψόμετρο, στο οποίο είναι χτισμένο το χωριό) και πέρασαν βαρύ χειμώνα, με το χιόνι να ξεπερνά κατά διαστήματα και τα δύο μέτρα. Ήταν ένα σοκ για τα παιδιά, που δεν είχαν ξαναζήσει σε τέτοιες συνθήκες. Ο Δήμος Νεστορίου βοήθησε με όποιον τρόπο μπορούσε, οργάνωσε ξεναγήσεις και κοινές εκδηλώσεις, ενώ στο χωριό αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερα ζεστή σχέση μεταξύ των προσφυγικών οικογενειών και των ηλικιωμένων ντόπιων. Μαζεύονταν στο καφενείο και συνεννοούνταν με όποιον τρόπο μπορούσαν. Οι ηλικιωμένοι μάθαιναν στα παιδιά ελληνικές λέξεις και εκείνα τους απαντούσαν μεταφράζοντάς τες στη δική τους γλώσσα. Το «σ’ αγαπώ» ήταν από τα πρώτα ελληνικά που έμαθαν και το πρόφεραν συνέχεια.

«Ο ένας βοηθούσε τον άλλο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια εικόνα που μου έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη: Σε ένα από τα σπίτια του χωριού δύο παιδάκια ήταν κουρνιασμένα στην αγκαλιά μιας γιαγιάς και την κοιτούσαν στα μάτια καθώς τους διάβαζε παραμύθια, την ώρα που ο μπαμπάς τους βοηθούσε τη γυναίκα, κουβαλώντας τα καυσόξυλα», λέει η κυρία Γκαρσία.

Η αποκριάτικη γιορτή ήταν το επιστέγασμα μιας αρμονικής συμβίωσης, που έληξε το καλοκαίρι, όταν οι πρόσφυγες αποχώρησαν από την Κοτύλη. «Περάσαμε πολύ καλά, όλοι μαζί. Εμείς τρώγαμε τα χοιρινά και εκείνοι τα κοτόπουλα. Εμείς πίναμε κρασί και εκείνοι αναψυκτικά. Τα παιδιά το χάρηκαν», είπε στο ethnos.gr ο πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου Κοτύλης, Δημήτρης Κοσμάς, και πρόσθεσε: «Σε όλη τη διάρκεια της παραμονής τους εδώ δεν είχαμε το παραμικρό πρόβλημα μαζί τους, ούτε αυτοί μαζί μας».

Ο ίδιος διατηρεί ακόμα επαφή με 2-3 οικογένειες, που ζουν σήμερα στην πόλη της Καστοριάς, ενώ οι περισσότεροι έχουν μετεγκατασταθεί σε χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, όπου έχουν συγγενείς

Έθνος