Από κεφάλαιο στήριξης, σε κεφάλαιο κίνησης θέλει να μετατρέψει τα χρήματα της Επιστρεπτέας Προκαταβολής 7 το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας θα γίνει μέσα στο πρώτο 10ήμερο του Απριλίου.
Ως εκ τούτου από την κυβέρνηση επιθυμούν η χρηματοδότηση από τον 7ο κύκλο της Επιστρεπτέας, που θα φτάσει το 1 δις ευρώ, να εκταμιευθούν με διαδικασίες εξπρές και να δώσουν την απαραίτητη ρευστότητα στις επιχειρήσεις.
Οι αρμόδιες υπηρεσίες επισπεύδουν τις διαδικασίες προκειμένου η υπουργική Απόφαση να εκδοθεί την επόμενη εβδομάδα και αμέσως να ξεκινήσουν οι διαδικασίες υποβολής αιτήσεων.
Προτεραιότητα θα έχουν οι επιχειρήσεις από το λιανεμπόριο, την εστίαση και τον τουρισμό που εδώ και τόσο καιρό βρίσκονται σε αναστολή λειτουργίας ή υπολειτουργούν, με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια της κρίσης να έχουν σημειώσει τεράστιες απώλειες.
Στόχος του υπουργείου Οικονομικών είναι από την «Επιστρεπτέα 7» να επωφεληθεί ο τεράστιος αριθμός επαγγελματιών και επιχειρήσεων οι οποίοι αποκλείστηκαν από τον προηγούμενο κύκλο, εξαιτίας των αυστηρών κριτηρίων που επέβαλε ο χαμηλός προϋπολογισμός της ( 500 εκατ. ευρώ).
Δυνατότητα συμμετοχής όμως θα έχουν και νέοι επαγγελματίες οι οποίοι ανοίξουν δικής τους επιχείρηση κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών.
Αναλυτικότερα, τα βασικά χαρακτηριστικά της επιστρεπτέας προκαταβολής 7 είναι τα εξής:
- Το 50% της ενίσχυσης δεν επιστρέφεται, υπό τον όρο διατήρησης του αριθμού των εργαζομένων έως το τέλος Αυγούστου 2021, ενώ το υπόλοιπο 50% θα επιστραφεί σε 60 δόσεις από το 2022.
- Ο Επιστρεπτέα 7 θα δοθεί με βάση το τζίρο του πρώτου τριμήνου του 2020. Θα συνυπολογιστεί, επομένως, και πάλι ο Ιανουάριος, με βάση τον οποίο δόθηκε η Επιστρεπτέα 6, αντισταθμίζοντας στον μαθηματικό τύπο το αντίστοιχο ποσό για όσους έλαβαν ενίσχυση για τον Ιανουάριο.
Δικαίωμα συμμετοχής έχουν όλες οι επιχειρήσεις, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
Παρουσιάζουν μείωση τζίρου 20% την περίοδο Ιανουάριος-Μάρτιος 2021, σε σχέση με την περίοδο αναφοράς.
Η περίοδος αναφοράς θα είναι το πρώτο τρίμηνο του 2020 με την κατάλληλη προσαρμογή, ώστε να ληφθεί υπόψη ότι μέρος του μηνός Μαρτίου 2020 υπήρχαν περιοριστικά μέτρα.
Έχουν ελάχιστο τζίρο αναφοράς 600 ευρώ (που αντιστοιχεί σε 3 μήνες).
Οι επιχειρήσεις που έχουν κάνει έναρξη πριν την 1η Ιανουαρίου 2018 και δεν άνοιξαν υποκατάστημα από την 1η Οκτωβρίου 2019 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, θα πρέπει να μην έχουν αύξηση τζίρου το 2020 σε σχέση με το 2019.
Ο συγκεκριμένος όρος, που εισήχθη για πρώτη φορά στην Επιστρεπτέα 6, είναι απαραίτητος, ώστε να διανεμηθούν οι πεπερασμένοι πόροι δίκαια και στοχευμένα σε όσους πλήττονται περισσότερο και για μεγαλύτερη διάρκεια.
Ωστόσο, ο συγκεκριμένος όρος δεν θα ισχύσει για τις επιχειρήσεις στις οποίες έχουν υποβληθεί περιοριστικά μέτρα και πλήττονται άμεσα, βάσει ΚΑΔ (σε αυτές συμπεριλαμβάνεται το λιανεμπόριο, η εστίαση, ο τουρισμός, ο αθλητισμός, ο πολιτισμός, οι μεταφορές, τα γυμναστήρια, τα κομμωτήρια, τα καταστήματα ΟΠΑΠ, οι σχολές οδηγών και λοιποί κλάδοι για τους οποίους ισχύουν περιοριστικά μέτρα σήμερα).
Το μέτρο της Επιστρεπτέες διευρύνεται, ώστε να συμπεριληφθούν οι νέες επιχειρήσεις στους άμεσα πληττόμενους κλάδους που έκαναν έναρξη εργασιών από τον Δεκέμβριο 2019 έως και τον Ιανουάριο 2021 και οι οποίες έχουν αποκλειστεί σε κάποιον από τους δύο προηγούμενους κύκλους της Επιστρεπτέας.
Αυτές οι επιχειρήσεις θα είναι επιλέξιμες, ανεξαρτήτως τζίρου.
Το ύψος της ενίσχυσης για τις ατομικές επιχειρήσεις χωρίς εργαζόμενους και χωρίς ταμειακή που πληρούν τα κριτήρια θα είναι ίσο με 1.000 ευρώ.
Το ύψος ενίσχυσης για τα νομικά πρόσωπα και τις λοιπές ατομικές επιχειρήσεις, θα είναι κατ’ ελάχιστο 1.000 ευρώ και μπορεί να φτάσει έως τις 100.000 ευρώ, ανάλογα με το ποσό που προκύπτει από τον μαθηματικό τύπο.
Θα υπάρχουν αυξημένα κατώτατα όρια για επιχειρήσεις στις οποίες έχουν επιβληθεί περιοριστικά μέτρα και πλήττονται άμεσα (οι οποίες αναφέρθηκαν ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένου του λιανεμπορίου), 1.000 ευρώ χωρίς εργαζομένους, 2.000 ευρώ με έως 5 εργαζόμενους, 4.000 ευρώ με έως 20 εργαζόμενους και 8.000 ευρώ για άνω των 20 εργαζομένων.