Ο εθισμός στις σειρές είναι ένα σχετικά πρόσφατο φαινόμενο. Και αν και πριν εθιζόμασταν σε σειρές, ανυπομονώντας για το επόμενο, τώρα τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Υπάρχουν πια προγράμματα on-demand μέσω των οποίων μπορούμε να δούμε ολόκληρες τηλεοπτικές σειρές με όλα τα επεισόδια και σε μια τεράστια ποικιλία. Αλλά μια πρόσφατη μελέτη δημοσιευμένη στην Journal of Clinical Sleep Medicine συμπέρανε ότι αυτό που πλέον ονομάζεται συμπεριφορά binge-watching μπορεί να έχει μεγαλύτερη αρνητική επίδραση απ’ όσο φανταζόμαστε.
Η έρευνα περιελάμβανε 423 συμμετέχοντες ηλικίας 18 – 25, οι οποίοι συμπλήρωσαν μια διαδικτυακή έρευνα για τις συνήθειες που αφορούσαν στην τηλεόραση, για την ποιότητα ύπνου, την κόπωση, την αϋπνία και την αίσθηση εγρήγορσης πριν τον ύπνο. Το binge-watching ορίστηκε ως «η παρακολούθηση πολλαπλών συνεχόμενων επεισοδίων της ίδιας τηλεοπτικής σειράς μπροστά από μια οθόνη, είτε αυτή είναι η τηλεόραση, το λάπτοπ, ο υπολογιστής ή το tablet».
8 στους 10 συμμετέχοντες αυτοπροσδιορίστηκαν ως εθισμένοι στο binge-watching με το 20% της συνήθειας να λαμβάνει χώρα μέσα στην εβδομάδα. Πάνω από τους μισούς (52%) παραδέχτηκαν ότι έβλεπαν συνεχόμενα τρία με τέσσερα επεισόδια καθημερινά με μέσο όρο τις 3 ώρες και 8 λεπτά. Το ποσοστό αυτό των εθισμένων ανέφερε περισσότερη κόπωση, συμπτώματα αϋπνίας, κακή ποιότητα ύπνου και περισσότερη εγρήγορση πριν τον ύπνο. Συνολικά, το 98% είχε περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσει κακή ποιότητα ύπνου.
Αυτές οι τηλεοπτικές σειρές συχνά διαθέτουν μια περίπλοκη αφηγηματική δομή που κάνει τους θεατές να βυθίζονται απόλυτα μέσα στην ιστορία. Αυτή η έντονη εμπλοκή στο περιεχόμενο απαιτεί μια μεγαλύτερη περίοδο χαλάρωσης/αποσύνδεσης πριν τον ύπνο. Όμως, σύμφωνα με το Sleep to Live Institute, τα προβλήματα που προκαλούνται από το binge-watching μπορούν να εντοπιστούν και πέρα από την αυξημένη εγρήγορση ή αφύπνιση.
Ο Oexman, κύριος ερευνητής της μελέτης, επεσήμανε ότι η ηλικιακή ομάδα την οποία ερεύνησε έχει συνήθως πολύ καλά μοτίβα ύπνου, οπότε αν αυτοί αντιμετωπίζουν πρόβλημα, τότε τα πράγματα είναι σοβαρά. Η παρακολούθηση φωτεινών οθονών, ειδικά τη νύχτα μπορεί να διαταράξει κατά πολύ τη βιολογία μας, επειδή απορρυθμίζει τον κιρκάδιο ρυθμό μας. Όταν νυχτώνει, το σώμα μας αρχίζει να ετοιμάζεται για ύπνο, αλλά τα έντονα φώτα κάνουν τον εγκέφαλό μας να νομίζει ότι είναι ακόμα μέρα. Αυτές οι ώρες παρακολούθησης μειώνουν την ικανότητά μας να εκκρίνουμε μελατονίνη.
Το πρόβλημα δεν σχετίζεται μόνο με τον ύπνο
Μπορεί να πιστεύετε ότι θα αντιστρέψετε τις επιδράσεις της υπνηλίας το επόμενο πρωί με λίγο παραπάνω καφέ, αλλά ο Oexman λέει ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Για την ακρίβεια, μπορούμε να παρατηρήσουμε αρνητικά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα ακόμα και μετά από δύο εβδομάδες. Μετά από δύο εβδομάδες κακής ποιότητας ύπνου, βλέπουμε μια γενική μείωση στην εγρήγορση, δεν λειτουργούμε στο επίπεδο που θα θέλαμε, όπως να διατηρήσουμε την εγρήγορση στο γραφείο ή τα καλά αντανακλαστικά στο τιμόνι.
Η επίδοσή μας αρχίζει να μειώνεται, βλέπουμε αλλαγές στο ανοσοποιητικό μας σύστημα, δεν μπορούμε εύκολα να καταπολεμήσουμε κρυολογήματα και ιούς. Παρατηρούμε αλλαγές στη γνωστική σκέψη, όπου δεν μπορούμε να επεξεργαστούμε πληροφορίες και δεν μπορούμε να μάθουμε νέες. Οι επιστήμονες αρχίζουν να παρατηρούν μάλιστα αυξημένο μακροχρόνιο κίνδυνο εμφάνισης παχυσαρκίας λόγω αλλαγών στη λεπτίνη και στη γκρελίνη, αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, εγκεφαλικού, καρκίνου. Συνολικά λοιπόν, η επίδραση του φαινομένου είναι σίγουρα βλαβερή.
Ο Oexman προσθέτει πως οι άνθρωποι συχνά αγνοούν συμπτώματα όπως αϋπνία και συσχετίζουν τα προβλήματα υγείας τους με κάτι – οτιδήποτε – άλλο εκτός από την ποιότητα του ύπνου. Για παράδειγμα, αν αρχίζουμε να αρρωσταίνουμε συχνότερα, το πιθανότερο είναι να θεωρήσουμε ότι οφείλεται στο αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα, στην κληρονομικότητα, στη διατροφή ή στην έλλειψη άσκησης.
Η λύση
Δεν θα σταματήσουμε προφανώς να παρακολουθούμε τηλεοπτικές σειρές, άρα το ερώτημα είναι στο πώς αρχίζουμε να καταπολεμούμε αυτό τον εθισμό στο binge-watching; Ο Oexman υποστηρίζει ότι ο καλύτερος τρόπος για να το καταφέρουμε είναι να το προσπαθήσουμε το σαββατοκύριακο και νωρίς μέσα στην ημέρα αντί για το απόγευμα.
Μία από τις εξυπνότερες παρεμβάσεις, υποστηρίζουν οι ερευνητές, είναι να περιορίσουμε τα επεισόδια σε 2 με 3 κάθε βράδυ. Το πρόβλημα όμως με αυτό είναι πως έχουμε ένα προβληματικό κουμπί: το pause. Οπότε ακόμα κι αν περιορίσουμε τον αριθμό των επεισοδίων, αυτό δεν σημαίνει ότι θα μειώσουμε και τις συνολικές ώρες παρακολούθησης. Μπορεί οι ώρες να γίνουν 5 ή 6, επειδή θα κάνουμε διάλειμμα για να φάμε, να μιλήσουμε στο τηλέφωνο, να μαγειρέψουμε ή οτιδήποτε άλλο.
Αντιθέτως, ο κύριος ερευνητής τονίζει ότι οι ιδανικές ώρες για να αφεθούμε στο binge-watching είναι πριν τις 6 p.m. το απόγευμα. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, υποστηρίζει ότι πρέπει να σταματήσουμε τουλάχιστον μία ώρα πριν ετοιμαστούμε για ύπνο.
Σύμφωνα με τον Oexman, αν επιλέξουμε να το κάνουμε κατά την διάρκεια της εβδομάδας, καλό θα ήταν να κλείνουμε την τηλεόραση μια ώρα νωρίτερα από την συνηθισμένη, διότι ενδεχομένως να χρειαστεί να πραγματοποιήσουμε μερικές τεχνικές χαλάρωσης καθότι δεν θα ήταν καλό να καταφύγουμε στην λύση των υπνωτικών χαπιών. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ιδιαίτερα καλό για την υγεία μας.
Το χάσμα γενεών δεν είναι τόσο μεγάλο όσο πιστεύουμε
Μπορεί το binge-watching να θεωρείται ένα φαινόμενο που κυρίως εντοπίζεται στους νέους, αφού αυτοί είναι που υιοθετούν όλους τους νέους τρόπους χρήσης των media. Εντούτοις, ο Oexman επισημαίνει ότι είναι μια συνήθεια που εκτείνεται σε περισσότερες ηλικιακές ομάδες. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι οι νέοι έχουν την ικανότητα να αποσυνδεθούν ευκολότερα, όπως και στις συνήθειες του ύπνου.
jcsm.aasm.org