Η στροφή των οίκων μόδας στην τεχνητή γούνα απειλεί την ελληνική γουνοποιία

Στις 24 Σεπτεμβρίου ο διεθνής όμιλος μόδας Kering, ανακοίνωσε πως δυο οίκοι του ο Yves Saint Laurent και ο Brioni, θα σταματήσουν να χρησιμοποιούν φυσική γούνα, κάτι που έχουν κάνει τα τελευταία χρόνια τα brands Gucci, Balenciaga, Bottega Veneta και Alexander McQueen, που ανήκουν επίσης στον ίδιο όμιλο.

της Αλεξάνδρας Γκίτση

Της απόφασης αυτής, είχε προηγηθεί τον περασμένο Φεβρουάριο “επίθεση” της PETA, μέσω του Twitter, στο διάσημο μοντέλο Κέιτ Μος και στον οίκο μόδας YSL, ενώ στις 10 Μαρτίου οι ακτιβιστές της PETA συγκεντρώθηκαν έξω από κατάστημα του YSL στο Παρίσι με αφίσες καλώντας τον οίκο να σταματήσει τη χρήση γούνας.

Εκτός από τον όμιλο Kering, η Prada, όπως και άλλες μάρκες του ιταλικού οίκου μόδας, συμπεριλαμβανομένων των Miu Miu, Church’s και Car Shoe, έχει σταματήσει να χρησιμοποιεί φυσική γούνα.

Η αλλαγή στάσης, γνωστών οίκων μόδας, σε ότι αφορά τη χρήση της φυσικής γούνας, συμπίπτει με την αλλαγή του καταναλωτικού μοντέλου. Όλο και λιγότεροι πελάτες τους, κυρίως από τον Δυτικό κόσμο, ενδιαφέρονται να αποκτήσουν φυσική γούνα, με τις νεότερες ηλικίες, που εμφανίζονται περισσότερο ευαισθητοποιημένες για την κλιματική αλλαγή και την προστασία των ζώων, να καθορίζουν πλέον τις τάσεις της μόδας και τους τζίρους των οίκων μόδας.

“Αυτό που προστατεύουν οι διεθνείς οίκοι είναι τους τζίρους τους και το όνομα τους και όχι τα ζώα”, λέει στο Capital εκτροφέας μινκ. Στην Ελλάδα εκτρέφονται σήμερα 1,5 εκατομμύρια μινκ, κατατάσσοντας τη χώρα ως τη δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγό μετά την Πολωνία όπου εκτρέφονται 5 εκατ. μινκ. Στην τρίτη θέση βρίσκεται η Φινλανδία.

Η Δανία, που ήταν από τους βασικούς παγκόσμιους παίκτες στη συγκεκριμένη αγορά, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και του γεγονότος ότι προχώρησε πέρυσι στη θανάτωση σημαντικού αριθμού μινκ έχει “εξαφανιστεί από τον χάρτη” υποστηρίζει Έλληνας εκτροφέας μινκ στο Capital.

Ο ίδιος εκτιμά πως είναι αβέβαιο εάν οι Δανέζικες φάρμες βιζόν θα επανέλθουν στα προ covid επίπεδα -απαιτούνται τουλάχιστον 5 χρόνια. Την ίδια στιγμή πάντως πληθαίνουν οι φωνές εντός της Δανίας που υποστηρίζουν πως η χώρα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας, και να απαγορεύσει την παραγωγή βιζόν.

Πάντως η Επιτροπή Γεωργίας και Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως λέει στο capital.gr ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικής Γούνας Απόστολος Τσούκας, καταψήφισε δύο τροπολογίες που αφορούν τη γενική απαγόρευση του εμπορίου της γούνας στην ΕΕ. και την απαγόρευση της εκτροφής γουνοφόρων ζώων στην ΕΕ.

Η κρυφή χρήση του mink oil

Στην Ελλάδα, στη βιομηχανία της γούνας, δραστηριοποιούνται περί τις 1.200 επιχειρήσεις και απασχολούνται 5.000 εργαζόμενοι. Η χώρα εισπράττει από τις εξαγωγές μη κατεργασμένου προϊόντος περί τα 45 εκατ. ευρώ ετησίως ενώ τα έσοδα της από το μεταποιημένο προϊόν μέχρι και το 2019, δηλαδή προ της πανδημίας, ήταν πολλαπλάσια.

Όπως λέει στο Capital ο κ. Απόστολος Τσούκας, το 2014, πριν την επιβολή του εμπάργκο στη Ρωσία που έπληξε τον κλάδο, οι εξαγωγές είχαν αγγίξει τα 600 εκατ. δολ., ενώ πέρυσι, λόγω της πανδημίας, υποχώρησαν στα 30 εκατ. δολ. από 200 εκατ. δολ. που ήταν το 2019.

Πώς επηρεάζει την ελληνική βιομηχανία η απόφαση γνωστών οίκων να αποκλείσουν τη φυσική γούνα από τις συλλογές τους; Ο κ. Τσούκας εμφανίζεται καθησυχαστικός. “Φεύγει ο ένας έρχεται ο άλλος”, λέει.

Ως παράδειγμα φέρνει την περίπτωση της Bass Bro που ανακοίνωσε ότι θα χρησιμοποιεί φυσική γούνα. Η ανακοίνωση της  Bass Bro ήρθε λίγες ημέρες μετά την απόφαση της Canada Goose να σταματήσει τη χρήση φυσικής γούνας για τους γιακάδες των προϊόντων της.

Τι γίνεται όμως με το αποτύπωμα της βιομηχανίας γούνας στο περιβάλλον; “Είμαστε η μοναδική βιομηχανία που προστατεύουμε το περιβάλλον και εκπέμπουμε μηδέν ρύπους άνθρακα”, υποστηρίζει ο κ. Τσούκας ο οποίος αναφερόμενος στα βυρσοδεψία λέει πως υπόκεινται σε έλεγχο κάθε εβδομάδα από την Περιφέρεια.

Παρά την αισιοδοξία του κ. Τσούκα για το μέλλον του κλάδου, την τελευταία τριετία έκλεισαν 200 επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στον κλάδο, η τιμή του προϊόντος έχει ακραίες διακυμάνσεις από έτος σε έτος και η διεθνής ζήτηση υποχωρεί.

Όχι ότι έχει εξαφανιστεί το αγοραστικό ενδιαφέρον. Οίκοι μόδας όπως η Fendi, συνεχίζει να επενδύει στα γούνινα προϊόντα. Για τον λόγο αυτό άλλωστε η LVMH, ο μεγαλύτερος οίκος πολυτελείας που πουλά μέσω της Fendi γούνινα παλτό προς 30.000 δολάρια, αφήνει τους οίκους της να εφαρμόσουν την πολιτική παραγωγής προϊόντων από γούνα εφόσον η πελατεία τους τα επιθυμεί, υπό τον όρο της καλής μεταχείρισης των ζώων κατά το δυνατό και με στόχο την πλήρη ιχνηλασιμότητα αυτών (100%) μέχρι το 2026, αλλά όχι προϊόντων γούνας με προέλευση ζώων που κινδυνεύουν με εξαφάνιση.

Capital