Η φετινή στρεμματική απόδοση δεν ξεπερνά τα 200 γραμμάρια ανά στρέμμα, όταν τις προηγούμενες χρονιές έφτανε τα 500 με 600 γραμμάρια.
Σημαντικά μειωμένη είναι η φετινή παραγωγή του διάσημου Κρόκου Κοζάνης καθώς φαίνεται να μην ξεπερνά τον ένα τόνο, όταν υπό κανονικές συνθήκες κάθε χρόνο από μια έκταση 5,5 χιλιάδων στρεμμάτων συγκομίζονται 2,5 τόνοι.
Η χρονιά φάνηκε ότι θα ήταν κακή από την περίοδο της ανθοφορίας, όπου υπήρχε το φαινόμενο της ακαρπίας με την καταστροφή να ολοκληρώνεται από τις υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της συγκομιδής, η οποία ξεκίνησε από τις 20 Οκτωβρίου και ολοκληρώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα.
Ο Πρόεδρος του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης, Βασίλης Μητσόπουλος, κάνει λόγο στη Voria.gr για τη χειρότερη χρονιά στην παραγωγή από το 1986. «Τα άνθη δεν καταστράφηκαν από ένα παγετό, μια καταιγίδα ή χαλάζι, απλά δεν βγήκαν πέρα από το έδαφος, ενώ κατά τη διάρκεια της συγκομιδής σημειώθηκαν ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες για την εποχή», ανέφερε.
Όπως επισημαίνει ο κ. Μητσόπουλος, η καταστροφή ήρθε σε μια χρονιά όπου το κόστος παραγωγής για τους κροκοπαραγωγούς, εκτινάχθηκε καθώς το πετρέλαιο έχει φτάσει στα 2 ευρώ το λίτρο, εγείροντας, ζήτημα επιβίωσης για τους ίδιους και τις οικογένειες τους.
«Με μια μέση στρεμματική απόδοση για φέτος να μην ξεπερνά τα 200 γραμμάρια το στρέμμα όταν περιμέναμε περίπου 500-600 γρ, είναι αμφίβολο κατά πόσο θα μπορέσουν οι παραγωγοί να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες και να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους», αναφέρει.
Το θετικό είναι ότι η τιμή του παραγωγού θα είναι στα περσινά επίπεδα περίπου στα 1.500 ευρώ ανά κιλό για τον βιολογικό κρόκο και 1350 ευρώ για τη συμβατική καλλιέργεια.
Στις καλές χρονιές σημαντικό κομμάτι της παραγωγής εξάγεται σε χώρες της Ευρώπης, όπως Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Ελβετία, αλλά και στην Ασία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και στις ΗΠΑ με σημαντικά οφέλη για τους παραγωγούς.
Ωστόσο, φέτος λόγω της καταστροφής δεν θα μπορέσει να καλυφθεί η ζήτηση, με επακόλουθο τη μεγάλη απώλεια εισοδήματος για ολόκληρη την περιοχή.
Ο Πρόεδρος του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού υπογραμμίζει ότι γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια από τον Συνεταιρισμό να υποστηρίξει τα 800 μέλη του, έχοντας ήδη ξεκινήσει συζητήσεις με τον ΕΛΓΑ.
«Το κύριο μέλημά μας είναι να αναπληρώσουμε ένα μέρος του εισοδήματος των παραγωγών που χάθηκε. Καλούμε τον ΕΛΓΑ να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, είμαστε μια καλλιέργεια που συνήθως δεν ενισχύεται. Όπως εμείς πληρώνουμε κάθε χρονιά τις εισφορές μας, φέτος θέλουμε στήριξη, περιμένουμε από την πολιτεία να δείξει την αλληλεγγύη της», δήλωσε.
Αυτό όμως που προβληματίζει και ανησυχεί τους παραγωγούς, ίσως περισσότερο, είναι ότι το φυτό δείχνει να επηρεάζεται από την αύξηση της θερμοκρασίας.
Ο Πρόεδρος του Συνεταιρισμού αναφέρει χαρακτηριστικά: «Μας προβληματίζει πάρα πολύ το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Παρατηρούμε τη στρεμματική απόδοση να είναι μέτρια από το 2016 και έπειτα. Οι τελευταίες ικανοποιητικές παραγωγές που είχαμε στην περιοχή ήταν το 2014, 2015, 2016. Από εκεί και μετά βλέπουμε κάθε χρόνο η απόδοση ανά στρέμμα να βαίνει μειούμενη, σε μικρό ποσοστό αλλά είναι μειούμενη με αποκορύφωμα φέτος, που έγινε αυτή η καταστροφή».
Ο κρόκος καλλιεργείται εδώ και χρόνια σε περιοχές της Κοζάνης, όπως Κρόκος, Άνω και Κάτω Κώμη, Καρυδίτσα, Αγία Παρασκευή, Αιανή, Βαθύλακος, Κερασιά, Λευκοπηγή κ.α.
Η Ιστορία του Κρόκου
Η λέξη «κρόκος» αυτούσια ή σε παράγωγό της με την έννοια του φυτού, του άνθους της χρωστικής ουσίας, του μύρου ή του βοτάνου – φαρμάκου, μας είναι γνωστή από τα πρώτα ακόμα κείμενα του κόσμου.
Σαν μύρο και άνθος τη συναντάμε αυτούσια στο βιβλίο παροιμιών και του άσματος Γ’ της Παλαιάς Διαθήκης.
Αυτούσια επίσης, με την σημασία του φυτού ή του χρωματισμού, τη βρίσκουμε στους Όμηρο, Σοφοκλή, Θεόφραστο, Αισχύλο, Αριστοφάνη και Στράβωνα.
Τα παράγωγά της, κρόκινος, κροκόβαπτος, κροκόεσσα, κροκόχρως και κροκωτός, με την έννοια του χρωματισμού αλλά και του βαμμένου υφάσματος (χιτώνα), τα συναντάμε πάλι στον Αισχύλο, τον Θεόφραστο, τον Πίνδαρο, τον Νικήτα Ευγενειακό και τον Αριστοφάνη, το δε ρήμα κροκίζω το χρησιμοποιούν ο Πλούταρχος και ο Διοσκορίδης. Ο Όμηρος πάλι στον Ύμνο προς την Δήμητρα 178, μιλά για κροκήιο άνθος, ο Θεόφραστος αναφέρει ότι από τα άνθη του φυτού έπαιρναν το κρόκινο μύρο, ενώ ο Στράβων ότι κοντά στο Κωρύκιο άντρο φύτρωνε κρόκος άριστης ποιότητας.
Τέλος στον Ιπποκράτη, Ασκληπιό, Διοσκορίδη, Γαληνό και σε άλλους γιατρούς της αρχαιότητας, συναντάμε τη λέξη με την έννοια του φαρμάκου ή θεραπευτικού βοτάνου.
Παράλληλα με τις παραπάνω έννοιες, η ίδια λέξη χρησιμοποιήθηκε από μερικούς κλασικούς μας ποιητές, που τους μιμήθηκαν αργότερα και ορισμένοι νεώτεροι για τη λογοτεχνική περιγραφή ή παρομοίωση κάποιου αντικειμένου, ειδικότερα δε της αυγής.
Η ίδια λέξη, με τις παραπάνω έννοιες, ήταν γνωστή και σε άλλους αρχαίους λαούς, όπως τους Αιγύπτιους, τους Εβραίους και τους Ρωμαίους (Βιργίλιο, Πλίνιο, Οβίντιο, κ.α.).
Οπωσδήποτε όμως διατήρησε αδιαφιλονίκητα την ελληνικότητά της αφού ετυμολογικά προέρχεται από την επίσης ελληνική λέξη “κρόκη” (νήμα – υφάδι που με την σαΐτα πλέκεται στο στημόνι).
Η χρήση του κρόκου
Χρησιμοποιείται στην φαρμακευτική, ζαχαροπλαστική, μαγειρική, τυροκομία, μακαρονοποιία, ποτοποιία ακόμα δε και στη ζωγραφική.
Στη λαϊκή ιατρική χρησιμοποιείται ως τέλειο εμμηναγωγό, άριστο στομαχικό, σαν αντισπασμωδικό και διεγερτικό. Από πολλούς ειδικούς υποστηρίζεται ότι καταπραΰνει τους πόνους των νεφρών, σε μικρές δόσεις, διεγείρει την όρεξη και κυρίως διευκολύνει την πέψη. Ακόμη περιορίζει τις γαστραλγίες, τον υστερισμό, τους σπασμούς, τον κοκκύτη και τους νευρικούς κωλικούς. Εξωτερικά χρησιμοποιείται στο γιάτρεμα σπυριών, φλεγμονών και στις παθήσεις κυρίως του στήθους.
Γεγονός είναι ότι από την αρχαιότητα ακόμη δινόταν στον κρόκο αφροδισιακές ιδιότητες. Πολλοί συγγραφείς, η μυθολογία μας αλλά και η Παλαιά Διαθήκη, συνδέουν τον κρόκο με τον έρωτα και την γονιμότητα.
Σήμερα σε όλες τις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες και ιδιαίτερα της Ευρώπης, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σε μεγάλη έκταση ως άρτυμα (μπαχαρικό) στα διάφορα φαγητά.
Στην Ινδία χρησιμοποιείται εκτεταμένα και ως θυμίαμα στις θρησκευτικές τελετές, καθώς και για βάψιμο των μανδυών των ιερέων, συνήθεια που την είχαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι και Ρωμαίοι.
voria