Ένα από τα πράγματα που απέδειξε περίτρανα μια δεκαετία (και κάτι) με τα social media στις ζωές μας, είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα, όσο περίεργο, αλλόκοτο ή ντροπιαστικό και αν είναι, που να είναι μοναδικό. Ό,τι μπορείς να σκεφτείς, μα ό,τι μπορείς να σκεφτείς, κάπου κάπως υπάρχουν άνθρωποι που το κάνουν, και δεν ξέρουμε αν πρόσεξες τον πληθυντικό στο «άνθρωποι» πάντως τυχαίος δεν ήταν. Κι αυτή η ιδιαίτερα διαδεδομένη θεωρία πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, και λέει ότι όχι μόνο δεν πρέπει να αυταπατάσαι (ή να ανησυχείς) ότι είσαι μοναδικός/η, αλλά ότι υπάρχουν ορισμένες συμπεριφορές στα social media που είναι κοινός τόπος για όλους μας, άλλο αν δεν τις συζητάει κανείς. Να, όπως οι παρακάτω.
Γινόμαστε stalkers σε προφίλ πρώην με τους οποίους έχουμε να μιλήσουμε από πρόπερσι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θέλουμε και να ξέρουμε τι κάνουν στη ζωή τους. Αφού η πληροφορία είναι εκεί, προσβάσιμη σε όλους, χωρίς να χρειαστεί να ρίξουμε τα μούτρα μας και να ρωτήσουμε «τι κάνεις;», γιατί να μην την εκμεταλλευτούμε;
Ξαναδιαβάζουμε το ποστ μας κάθε φορά που κάποιος κάνει like, και σκεφτόμαστε «μωρέ ωραία τα είπα». Οι πιο προχωρημένες περιπτώσεις, ξαναδιαβάζουμε το ποστ μας όπως θα το διάβαζε αυτός/η που έκανε μόλις like.
Σταματάμε να τσεκάρουμε ποιοι είδαν το story μας αφότου το δει αυτός/η που θέλαμε να το δει.
Διαβάζουμε ορισμένα μηνύματα στο inbox από το preview του κινητού, για να μην φανεί ότι τα διαβάσαμε και δεν απαντήσαμε, ή για να πάρουμε τον χρόνο μας να σκεφτούμε μια καλή απάντηση.
Ερμηνεύουμε τις καρδούλες (και τα λοιπά reaction στα ποστ μας, αλλά κυρίως τις καρδούλες) όπως μας βολεύει –κατά κανόνα, ως πέσιμο. Οι πιο προχωρημένες περιπτώσεις, το ανακοινώνουμε κιόλας, «ο τάδε μου καρδούλωσε το ποστ» φέρνοντας σε αμηχανία τους φίλους μας, που από τη μία θέλουν να μας πουν πως αυτό δεν σημαίνει τίποτα, αλλά από την άλλη αντιλαμβάνονται πως όταν τον γουστάρεις τον τάδε, τα πάντα σημαίνουν κάτι.
Μισοκλείνουμε τα μάτια και παίρνουμε βλέμμα μύωπα, για να δούμε story από το preview του Facebook, χωρίς να το ανοίξουμε και φανεί ότι το είδαμε.
Υιοθετούμε μια περσόνα που είναι όσο αστεία/ ετοιμόλογη/ πνευματώδης θα θέλαμε να ήμασταν στην πραγματική ζωή.
Κάνουμε ποστ με υπονοούμενα που απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο άτομο και αφήνουμε τους άλλους να αναρωτιούνται όσο περιμένουμε την δική του/ της αντίδραση –η οποία, εννιά φορές στις δέκα, δεν έρχεται ποτέ.
Στέλνουμε inbox σε δικό μας άνθρωπο, να σχολιάσει το ποστ που ανεβάσαμε και δεν φαίνεται να το έχει δει κανείς, μπας και το σπρώξει ο αλγόριθμος. Οι πιο προχωρημένες περιπτώσεις, σχολιάζουμε μόνοι μας σε ποστ που ανεβάσαμε για να το σπρώξει ο αλγόριθμος, και δεν έχουμε ανάγκη κανέναν.
Αλλάζουμε την φωτογραφία προφίλ με κάποια που είχαμε παλιότερα, είτε επειδή α. είχε πολλά like, πράγμα που βοηθά να ανέβουμε όταν είμαστε σε κακή μέρα, είτε επειδή β. είχε λίγα like, επειδή τότε είχαμε λιγότερους φίλους, και πιστεύουμε πως της άξιζαν περισσότερα.
Αγνοούμε το 90% των ειδοποιήσεων για γενέθλια, και δεν μας νοιάζει καν πλέον.
Βάζουμε στη λίστα των «στενών φίλων» του Instagram το γκομενάκι που θέλουμε να ψήσουμε, για να βλέπει τα stories που δεν θέλουμε να δει όλος ο κόσμος. Έξτρα μπόνους πόντοι, σε όσους έχουν μόνο έναν «στενό φίλο», το γκομενάκι που θέλουν να ψήσουν, και ποστάρουν story που βλέπει μόνο αυτός/η (που φυσικά δεν το ξέρει, γιατί δεν υπάρχει τρόπος να δεις τη λίστα των «στενών φίλων» κάποιου άλλου).