Η φοδραρίστρια
Χρόνια ολόκληρα με το κεφάλι σκυφτό. Δεν ήταν η μόνη∙ άλλες τρεις, σε κανονικές συνθήκες. Όταν οι παραγγελίες πολλαπλασιάζονταν, προστίθεντο δύο επιπλέον μηχανές στον ελάχιστο χώρο του εργαστηρίου μαζί και φοδραρίστριες και δεν έμενε ούτε ένα τετραγωνικό κενό για να ανασάνεις. Ήταν η πιο παλιά στο μαγαζί και η πιο σιωπηλή. Οι τρεις τακτικές φοδραρίστριες, όλες από το ίδιο χωριό, δεν έβαζαν γλώσσα μέσα. Ή θα μιλούσαν για τις καθημερινές τους ασχολίες,-μαγείρεμα, πλύσιμο, παιδιά- ή θα ασχολούνταν με τα νέα του χωριού. Πότε με γέλια τρανταχτά πότε με κραυγές αποδοκιμασίας και οίκτου. Τις μέρες δε που προσέρχονταν και οι έκτακτες, γινόταν σωστό πανηγύρι.
Η μόνη που δεν άνοιγε σχεδόν ποτέ το στόμα της, παρά μόνο για να καλημερίσει ή να αποχαιρετήσει τις άλλες, ήταν αυτή. Πάντοτε, ωστόσο με το χαμόγελο στα χείλη. Λες και το είχε κεντήσει με ειδική βελονιά. Του κάκου προσπαθούσαν οι άλλες να της αποσπάσουν κάποιο σχόλιο, κάποια πληροφορία. «Ω», έλεγε, «τι να σας πω; Σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι…». Και συνέχιζε να φοδράρει γούνινα παλτά και ζακέτες με πολλή προσοχή και σχολαστικότητα. Ποτέ δεν της είχε επιστραφεί κομμάτι για διόρθωμα και βοηθούσε όποια από τις συναδέλφισσες σκόνταφτε κάπου στο ταίριασμα της φόδρας. Φυσικό να την προσέχουν τα αφεντικά σαν τα μάτια τους. Και να μην την ενοχλούν κατά την ώρα της δουλειάς. Άλλωστε, η ίδια έλεγχε όλα τα κομμάτια στο τέλος της ημέρας. Προωθούσε τα καλοραμμένα, άφηνε στην άκρη για διόρθωμα όσα είχαν έστω και την παραμικρή ατέλεια στο φινίρισμα. Πελάτες, το ήξερε εδώ και χρόνια, ήταν οι μεγαλύτεροι οίκοι γουναρικών σε Αμερική και Ευρώπη.
Ιδιωτική ζωή; Μόνη έμενε στο πατρικό της σπίτι, στο χωριό. Με τοπικό λεωφορείο ερχόταν το πρωί, με το ίδιο επέστρεφε αργά το απόγευμα. Το μεσημέρι, όταν οι άλλες έπαιρναν το κολατσιό τους στην αυλή με καλοκαιρία, στο υπόστεγο δίπλα στην είσοδο τις κρύες μέρες, φρόντιζε να πεταχτεί στο κοντινότερο μπακάλικο για να κάνει τα ψώνια της. Πάντοτε από το ίδιο και πάντα με το τεφτέρι στο χέρι. Το Σάββατο τα μεσημέρι, όταν εισέπραττε το βδομαδιάτικο, πλήρωνε τον λογαριασμό και έσβηνε τα χρωστούμενα.
Δεν ήταν μεγάλη, όχι όμως και μικρή. Μεγαλοκοπέλα. Οι γονείς είχαν σκοτωθεί σε τροχαίο στη Γερμανία, όπου είχαν πάει να επισκεφτούν τα μεγαλύτερα αδέλφια της, Γκασταρμπάιτερ, εγκατεστημένα εδώ και χρόνια και με δικές τους οικογένειες. Ο μεγάλος αδελφός είχε τραυματιστεί σοβαρά κατά το δυστύχημα. Ήρθε ο μικρός, έθαψαν τους γονείς και ξανάφυγε. Πρόσκληση, πάντως, για να πάει να μείνει και να εργαστεί μαζί τους, δεν πήρε ποτέ. Γι’ αυτό και η βουβαμάρα της…
Καθώς περνούσε τις φόδρες στα πανάκριβα παλτά, άφηνε το μυαλό της να ταξιδεύει στα μέρη όπου θα κατέληγαν τα γουναρικά ή σ’ εκείνα από όπου είχαν έλθει τα δέρματα. Ιδιαίτερη αδυναμία είχε στις ρενάρ ζακέτες. Χάιδευε τότε το τρίχωμα και μεταφερόταν στο μέρος όπου ζούσε η αλεπού. Της άρεσε να ονειροπολεί πως τρέχει στο δάσος μαζί με το ζώο, να χώνεται στην τρύπα, εκεί, ανάμεσα στο φύλλωμα για να μην τη βρουν οι κυνηγοί, να φέρνει τροφή στα μικρά αλεπουδάκια, να φλερτάρει με ωραία αρσενικά της φυλής της…Αλεπού σωστή! Και, όταν η ζακέτα ήταν φτιαγμένη από εκείνη την ασημόχρωμη αλεπού,-της είχε εξηγήσει κάποιος έμπορος ότι οφειλόταν στην περισσότερη μελανίνη που είχε ο οργανισμός της, δεν έπαυε να περιποιείται το ένδυμα σαν να κρατούσε στα χέρια μωρό παιδί. Όλη την ώρα το ακουμπούσε στο μάγουλό της με περισσή τρυφεράδα. Είχε βρει μία λογική εξήγηση και για τη δική της μαυριδερή επιδερμίδα: σίγουρα είχε πολλή μελανίνη, σχεδόν σαν τους Αφρικανούς. Γι’ αυτό και την απέφευγαν όλοι στο χωριό αν και ποτέ κανείς δεν την είχε προσβάλει κατάμουτρα. Το χαμόγελο, πάντως, από κανέναν δεν το στερούσε.
Πέρασε καιρός, η μεγαλοκοπέλα έφτασε στα χρόνια συνταξιοδότησης. Της χάρισαν τότε τα αφεντικά μία ζακέτα από ασημόχρωμη ρενάρ, ανταμοιβή για την εργατικότητα και την αφοσίωση στη δουλειά της. Τη δέχτηκε με το γνωστό, αφοπλιστικό χαμόγελο και ένα μεγάλο ευχαριστώ. Υποσχέθηκαν να την επισκέπτονται στο χωριό όσο πιο συχνά μπορούσαν.
Η φοδραρίστρια με τη ρενάρ αγκαλιά κοιμόταν με αυτήν ξυπνούσε χαμογελαστή. Μέχρι που κάποια μέρα, κάπου έξω από το χωριό, βρήκε σε μία τρύπα δύο αληθινά, κόκκινα αλεπουδάκια. Τα πήρε, τα περιποιήθηκε, τα μεγάλωσε σαν να ήταν παιδιά της και όταν έπεφταν να κοιμηθούν, τα σκέπαζε με την ασημόχρωμη ρενάρ ζακέτα. Το χαμόγελο έγινε τώρα πιο πλατύ, οι καλημέρες πιο εγκάρδιες. Η βουβαμάρα αντικαταστάθηκε από όρεξη για κουβέντα. Για τα αλεπουδάκια της, φυσικά, που μεγάλωναν μια χαρά και την ακολουθούσαν σε όλες τις εξόδους της.