Πόσο σωστά αναπνέουμε;

Ως μια φυσική λειτουργία του οργανισμού που μας κρατά στη ζωή και μας συνοδεύει από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής μας, η αναπνοή είναι κάτι που κάνουμε ασυνείδητα. Τι θα λέγαμε όμως αν μας πληροφορούσαν ότι, αν αναπνέαμε βαθύτερα, θα βελτιώναμε την ποιότητα της ζωής μας; Ας δούμε πώς.

Αν και η αναπνοή είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ύπαρξή μας και ως εκ τούτου εξόχως σημαντική, πολλοί από εμάς αναπνέουμε χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε από το στόμα και όχι από τη μύτη. Σύμφωνα με τους ειδικούς, μάλιστα, η αναπνοή από το στόμα αφορά τουλάχιστον το 30-50% των ενηλίκων. Αυτό μας συμβαίνει επειδή για κάποιο παθολογικό αίτιο η μύτη μας είναι «φραγμένη» (εξαιτίας κρυολογήματος ή αλλεργικής ρινίτιδας), αλλά ακόμα και όταν αυτό εκλείψει (π.χ., αν συνέλθουμε από την ίωση), η αναπνοή από το στόμα μάς γίνεται συνήθεια –που δυστυχώς αλλάζει δύσκολα– ακόμα και όταν δεν συντρέχει πλέον κάποιος λόγος. Μπορεί επίσης να αναπνέουμε από το στόμα επειδή υπάρχει κάποιο πιο μόνιμο πρόβλημα στη μύτη μας που χρειάζεται αντιμετώπιση από τον ειδικό (π.χ., πολύποδας, στραβό διάφραγμα). Η αναπνοή όμως από το στόμα δεν εξασφαλίζει στους πνεύμονές μας την καλύτερη δυνατή ποιότητα αέρα και επίσης σχετίζεται με χειρότερη στοματική υγιεινή.

Αναπνέοντας από τη μύτη

Όταν ο αέρας που αναπνέουμε περνά από τη μύτη μας, τα τριχίδια που υπάρχουν στο εσωτερικό της τον θερμαίνουν ώστε να έρχεται σε μια θερμοκρασία πιο φιλική προς το σώμα μας, ενώ παράλληλα τον υγραίνουν και τον φιλτράρουν, κατακρατώντας τυχόν ξένα σωματίδια που φέρει μαζί του (σκόνη, ζωύφια), ώστε έτσι, «αποστειρωμένος», να εισέλθει μέσω της τραχείας στους πνεύμονες.

Η σημασία του διαφράγματος στην αναπνοή

Για να φτάσει αέρας στους πνεύμονες και να αναπνεύσουμε, χρειάζεται να ανοίξει ο θωρακικός κλωβός με τη σύσπαση βασικών μυών, που είναι το διάφραγμα –κύριος μυς της αναπνοής– και οι μεσοπλεύριοι μύες (βρίσκονται μεταξύ των πλευρών). Όταν όμως κάποιος έχει άγχος, είναι παχύσαρκος κ.ά., αναπνέει γρήγορα και δεν δίνει στο διάφραγμα την ευκαιρία να συσπαστεί πλήρως, οπότε και αναπνέει «ρηχά». Τότε τα κατώτερα σημεία του πνεύμονα (οι βάσεις του) δεν ανοίγουν καλά και, σε παχύσαρκα ιδίως άτομα, μένουν κλειστά, μη συμμετέχοντας στην ανταλλαγή των αερίων. Αυτά τα σημεία του πνεύμονα γίνονται ατελεκτατικά. Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι η διαφραγματική αναπνοή δεν είναι τίποτε παραπάνω παρά η βαθιά και αργή αναπνοή, που δίνει την ευκαιρία να ανοίξουν και τα κατώτερα σημεία του πνεύμονα, χάρη στην καλύτερη σύσπαση του διαφράγματος.

Ξαναμαθαίνοντας την αναπνοή

Αν παρατηρούμε ότι δεν παίρνουμε βαθιές ανάσες, μπορούμε να δοκιμάσουμε να ξαναεκπαιδευτούμε στη σωστή αναπνοή.

Θα μας βοηθήσουν σε τακτά χρονικά διαστήματα κάποιες ασκήσεις. Αυτές είναι:

  • Παίρνουμε μια πλήρη εισπνοή από τη μύτη, διαστέλλοντας όσο μπορούμε το στήθος, τα πλευρά και την κοιλιά μας. Προσπαθούμε να κρατήσουμε την εισπνοή όσο περισσότερο γίνεται. Στη συνέχεια εκπνέουμε, αφήνοντας ταυτόχρονα τον ήχο «χα» καθώς απελευθερώνουμε τον αέρα από τα πνευμόνια μας. Συνεχίζουμε την άσκηση χωρίς παύσεις για δύο λεπτά. Μπορούμε να κάνουμε αυτή την άσκηση σε οποιαδήποτε στάση και αν είμαστε, καθιστοί ή ξαπλωμένοι.
  • Ξαπλώνουμε μπρούμυτα στο πάτωμα πάνω σε μια μπάλα (π.χ., του βόλεϊ), τοποθετημένη ακριβώς κάτω από το στομάχι και τα πλευρά, με τα χέρια τεντωμένα μπροστά μας. Εισπνέουμε από τη μύτη για τέσσερα δευτερόλεπτα και κρατάμε την αναπνοή μας για άλλα τέσσερα δευτερόλεπτα, ενώ ταυτόχρονα σφίγγουμε τους κοιλιακούς μυς. Στη συνέχεια, εκπνέουμε για πέντε ή περισσότερα δευτερόλεπτα χαλαρώνοντας ταυτόχρονα τον κορμό μας.
  • Καθώς περπατάμε, αναπνέοντας μόνο από τη μύτη, παίρνουμε τη μακρύτερη, πιο αργή εισπνοή που μπορούμε, για περίπου δέκα δευτερόλεπτα. Κρατάμε τον αέρα για όσο περισσότερο μπορούμε καθώς περπατάμε και στη συνέχεια εκπνέουμε αργά από τη μύτη. Επαναλαμβάνουμε κάθε ένα με δύο λεπτά, ανάλογα με την αντοχή μας.
  • Ξαπλώνουμε ανάσκελα με τα χέρια και τα πόδια τεντωμένα και ένα ελαφρύ βιβλίο στο στομάχι μας. Κατ’ αρχάς παίρνουμε μια βαθιά και μεγάλη εισπνοή από τη μύτη και προσπαθούμε στη διάρκειά της να «ανεβάσουμε» το βιβλίο προς τα πάνω, σπρώχνοντάς το ουσιαστικά με το κοιλιακό μας τοίχωμα. Στη συνέχεια εκπνέουμε ήρεμα και προσπαθούμε να «κατεβάσουμε» το βιβλίο, ρουφώντας ουσιαστικά το στομάχι μας.
  • Προσπαθούμε να σβήσουμε, φυσώντας παρατεταμένα, ένα υποτιθέμενο κερί. Θα μας βοηθήσει να στεκόμαστε μπροστά σε έναν καθρέφτη ώστε να παρατηρούμε στη διάρκεια της διαδικασίας την κοιλιά μας να μπαίνει προς τα μέσα.