Νέα επίθεση κατά της Γούνας από την Εφημερίδα των Συντακτών

Παρ’ όλο που η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών διαφωνεί με την εκτροφή και θανάτωση ζώων για την παραγωγή γούνας, όπως προκύπτει από πρόσφατη έρευνα, ο αριθμός των εκτροφείων στη χώρα μας έχει τριπλασιαστεί και συνεπώς έχει αυξηθεί ο αριθμός των ζώων που σφάζονται σε αυτά.

Η αύξηση των εκτροφείων οφείλεται στις αθρόες επιδοτήσεις του κλάδου της γούνας, τόσο από την προηγούμενη όσο και από την παρούσα κυβέρνηση, που αντιμετώπισαν αυτή τη βάρβαρη δραστηριότητα ως επένδυση, τη στιγμή που όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η γουνοποιία έχει πάρει την κατιούσα.

Οπως προκύπτει από έρευνα που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της ελληνικής μη κυβερνητικής οργάνωσης VeGaia, 8 στους 10 Ελληνες πολίτες διαφωνούν τόσο με την εκτροφή και θανάτωση ζώων για την παραγωγή γούνας όσο και με την κρατική επιδότηση εκτροφείων και γουνοποιητικών επιχειρήσεων.

Τα στοιχεία συλλέχθηκαν στο πλαίσιο τηλεφωνικής έρευνας που διεξήχθη πανελλαδικά τον περασμένο Δεκέμβριο σε δείγμα 1.200 ατόμων.

Τα αποτελέσματά της, δε, ευθυγραμμίζονται με αυτά δημοσκοπήσεων άλλων ευρωπαϊκών κρατών, γεγονός που καταδεικνύει ότι η πλειονότητα των Ευρωπαίων πολιτών επιθυμεί την κατάργηση αυτής της δραστηριότητας.

Ωστόσο, και η σημερινή κυβέρνηση εξακολουθεί να επιδοτεί με εκατομμύρια ευρώ τον κλάδο της γούνας από εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα, με αποτέλεσμα ο αριθμός των εκτροφείων να έχει αυξηθεί σημαντικά, από 43 το 2011 σε 131 το 2018, ενώ εκτροφείο λειτουργεί ακόμη και στα Δερβενοχώρια, λίγα μόλις χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας.

Η κυβέρνηση χρηματοδοτεί την ίδρυση νέων εκτροφείων σε ποσοστό έως και 50%, την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό των υπαρχόντων, τις εγκαταστάσεις παραγωγής και επεξεργασίας γούνας καθώς και διαφημιστικές δραστηριότητες, με την παροχή βοήθειας στις επιχειρήσεις γούνας για συμμετοχή σε εκθέσεις και εμπορικές αποστολές με σκοπό την (τελικά ανέφικτη) αύξηση των πωλήσεων.

Οι μονάδες εκτροφής γουνοφόρων ζώων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ανέρχονται σε 46 στον Νομό Καστοριάς (όπου εκτρέφονται 216.284 ενήλικα ζώα), 69 στον Νομό Κοζάνης (214.753 εκτρεφόμενα ζώα), 10 στον Νομό Γρεβενών (48.850), 4 στον Νομό Φλώρινας (32.920), ενώ από μία υπάρχει στους Νομούς Θεσσαλονίκης και Βοιωτίας όπου εκτρέφονται 4.500 και 3.900 ζώα, αντίστοιχα.

Δηλαδή, περισσότερα από μισό εκατομμύριο ζώα εκτρέφονται αυτή τη στιγμή στη χώρα μας μόνο και μόνο για να γδαρθούν και να τροφοδοτήσουν τη βιομηχανία της μόδας.

Και πρόκειται για έναν αριθμό που ενδέχεται να είναι πολύ μεγαλύτερος, αφού ο αριθμός των εκτρεφόμενων ζώων δεν είναι σταθερός και μπορεί να αυξομειώνεται σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα ανάλογα με τις διεθνείς συγκυρίες καθώς και τις εκάστοτε τιμές που απολαμβάνουν τα γουνοδέρματα στις δημοπρασίες του εξωτερικού.

Το κυρίως εκτρεφόμενο είδος γουνοφόρου ζώου στα ελληνικά εκτροφεία είναι τα μινκ, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις εκτρέφονται επίσης τσιντσιλά και κουνέλια.

Εξάλλου, σύμφωνα με τα στοιχεία της βάσης των Ζωικών Υπο- προϊόντων του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, για το έτος 2016 οι θανατώσεις γουνοφόρων ζώων ανά Περιφερειακή Ενότητα ανέρχονται στην Κοζάνη σε 21 τόνους, στην Καστοριά σε 1.752 τόνους, στα Γρεβενά σε 165, ενώ, με τα μέχρι τώρα στοιχεία, το 2017 ανέρχονταν σε 1.516 τόνους στην Καστοριά και 295 στα Γρεβενά.

Η στρατηγική της ενίσχυσης του κλάδου της γούνας στη χώρα μας εκφράστηκε πρόσφατα και από την υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Ολυμπία Τελιγιορίδου, η οποία σε αναφορά που κατέθεσε ο βουλευτής Ν. Νικολόπουλος δήλωσε την πλήρη στήριξη του υπουργείου προς τον κλάδο, ενώ αναφέρθηκε στη νομιμότητα της εκτροφής γουνοφόρων ζώων αλλά και στο ενδιαφέρον προσέλκυσης όλο και μεγαλύτερου αριθμού επενδυτών.

Ωστόσο, η εκλεγμένη στην Καστοριά κ. Τελιγιορίδου -την πόλη κέντρο παραγωγής και εμπορίας γουναρικών- δεν διευκρίνισε ποια ήταν η απόδοση των επενδύσεων που έγιναν στον κλάδο της γούνας και, κυρίως, δεν αναφέρθηκε στις γενναίες κρατικές και ευρωπαϊκές επιδοτήσεις με τις οποίες υλοποιήθηκαν αυτές οι επενδύσεις.

Επιπλέον, η υφυπουργός παρέλειψε να αναφερθεί στα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας που δείχνουν σημαντική μείωση των εξαγωγών γούνας στην Ελλάδα, γεγονός που αποδεικνύει ότι η παραγωγή γούνας δεν είναι μόνο μια ξεπερασμένη οικονομική δραστηριότητα αλλά και μια ανεπιτυχής επενδυτική επιλογή.

Αλλά και εκτός των εξαγωγών, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι απασχολούμενοι στον κλάδο στη Δυτική Μακεδονία, όπου κυρίως παράγεται η γούνα στη χώρα μας, έχουν μειωθεί δραστικά, αποδεικνύοντας ότι η γουνοποιία δεν αποτελεί λύση για την περιοχή.

Η Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας εξακολουθεί να καταλαμβάνει την πρώτη θέση στις στατιστικές της ανεργίας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση, με ποσοστό 29,1% – και η γούνα φαίνεται πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό.

Τέλος, η κ. Τελιγιορίδου προσπέρασε το γεγονός ότι όλο και περισσότερες χώρες καταργούν τη γούνα ή υιοθετούν αυστηρότερους κανονισμούς που προκαλούν το κλείσιμο των εκτροφείων.

Γδαρμένα μινκ κοντά σε εκτροφείο στην Αγ. Πετρούπολη στη Ρωσία που ανακάλυψε η οργάνωση για τα δικαιώματα των ζώων VITA |

Οι πρώτες χώρες που απαγόρευσαν τη γουνοποιία ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο (2000) και η Αυστρία (2004), για να ακολουθήσει ένας μεγάλος αριθμός, με πιο πρόσφατη την Ιαπωνία το 2016 και τη Γερμανία που θα καταργήσει σταδιακά τη γουνοποιία ώς το 2022.

«Είναι ντροπή, ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες κλείνουν τα εκτροφεία, η ελληνική κυβέρνηση να σπαταλά δημόσιο χρήμα ανοίγοντας νέα, ενισχύοντας έτσι την κακοποίηση και θανάτωση εκατοντάδων χιλιάδων ζώων κάθε χρόνο, μόνο και μόνο για να τα μετατρέψουμε σε περιττά προϊόντα πολυτελείας», επισημαίνει η VeGaia.

Και καλεί την κυβέρνηση, ως πρώτο βήμα, να διακόψει άμεσα κάθε ενίσχυση προς τη γουνοποιία και να βάλει φρένο στην ίδρυση και επέκταση των εκτροφείων.

«Για τη βιώσιμη ανάπτυξη, που είναι και ο στόχος κάθε κοινωνίας που οραματίζεται και μεθοδεύει το αύριο, αναδεικνύεται η ανάγκη μίας ρεαλιστικής εκτίμησης της πραγματικότητας και των σύγχρονων τάσεων και όχι η υποταγή σε οικονομικά συμφέροντα και λανθασμένες προσεγγίσεις του χθες», καταλήγει.

Τάσος Σαραντής – Εφημερίδα των Συντακτών – Έντυπη έκδοση