Η Στ΄ Τάξη του Σχολείου μας με τη δασκάλα τους κα Παντοπούλου Μαρία, συμμετείχε στον 5ο Πανελλήνιο Εκπαιδευτικό Διαγωνισμό με τίτλο ΚΥΠΡΟΣ-ΕΛΛΑΔΑ-ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΓΕΦΥΡΕΣ, που διοργανώθηκε από τα υπουργεία παιδείας Ελλάδας και Κύπρου με το παραμύθι « Μια ευκαιρία στη μνήμη», όπου κατέλαβε την ΠΡΩΤΗ ΘΕΣΗ στην κατηγορία του. Στον διαγωνισμό συμμετείχαν 250 σχολεία και 14.500 μαθητές από την Ελλάδα, την Κύπρο και από σχολεία της Ομογένειας.
Ένα μεγάλο Μπράβο στη δασκάλα της τάξης κα Παντοπούλου Μαρία και στους μαθητές και στις μαθήτριες: Ανθίμου Μαίρη, Βλιώρα Μαρία, Γιαννάκης Συμεών, Γουγούση Ιφιγένεια, Διαμαντοπούλου Μαριάννα, Θωμόπουλο Παναγιώτη, Κοκκινίδη Φίλιππο, Κυριάκου Ελεονώρα, Κύρου Πέτρος, Λιγκανάρη Γιώργο, Μποντζίδη Σωτήρη, Μπουζάνη Ελένη , Νικολαϊδου Χριστίνα, Ουρούτσι Νικος, Τζήμα Σταυρούλα, για την επιτυχία τους που τιμά τους ίδιους και τις ίδιες, το σχολείο μας , αλλά και την Καστοριά γενικότερα.
Τους/τις συγχαίρουμε θερμά και τους/τις ευχόμαστε πάντα επιτυχίες .
Για το Σύλλογο Διδασκόντων
Ο Διευθυντής
Ιωάννης Πάτρας
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΗΡΕ ΤΗΝ 1η ΘΕΣΗ
Κατηγορία: Παραμύθι (Ομαδικό 15 μαθητών και μαθητριών)
Τίτλος Παραμυθιού: Μια ευκαιρία στη μνήμη
Οι μαθητές που συμμετέχουν:
Ανθίμου Μαίρη – Βλιώρα Μαρία – Γιαννάκης Συμεών – Γουγούση Ιφιγένεια – Διαμαντοπούλου Μαριάννα – Θωμόπουλος Παναγιώτης – Κοκκινίδης Φίλιππος – Κυριάκου Ελεονώρα – Κύρου Πέτρος – Λιγκανάρης Γιώργος – Μποντζίδης Σωτήρης – Μπουζάνη Ελένη – Νικολαϊδου Χριστίνα – Ουρούτσι Νίκος – Τζήμα Σταυρούλα
Υπεύθυνη εκπαιδευτικός: Παντοπούλου Μαρία
Μέρος I
Μια φορά κι έναν καιρό οι λέξεις στήσανε χορό,
συνάχτηκαν τα γράμματα να πουν σπουδαία πράγματα.
Η ανθρώπινη ιστορία κρύβει πόνο και πικρία
πόλεμο, σκλαβιά, οδύνη, προσφυγιά, παραφροσύνη.
Μια πεταλούδα, μια ψυχή θα κάνει ένα ταξίδι
σε μέρη αλύτρωτα, ορφανά, σε μέρη παινεμένα
που είναι κάμποσο μακριά, όχι λησμονημένα…
«Τάμα το κάνω και σκοπό στη σύντομη ζωή μου
γρήγορα να σ’ επισκεφθώ, Κύπρο μου ακριβή μου!»
Γείρε να κοιμηθείς είναι περασμένα μεσάνυχτα, για πού το έβαλες»; παρατήρησε ο σκίουρος με τη φουντωτή ουρά τη μικρή πεταλούδα που πέταξε μέσα στη νύχτα και χάιδεψε με το τίναγμα των φτερών της τα κλαδιά της γέρικης βελανιδιάς.
Βιαζόταν, ο χρόνος δεν την έπαιρνε. Είκοσι μέρες ζωής της έμεναν κι ήθελε να ταξιδέψει στην Ανατολή. Συλλογιζότανε βουρκωμένη τη μοίρα της κι είχε ένα όνειρο πλάσει στο μικρό κεφάλι της. Να αφήσει τη Δύση, να περάσει τη θάλασσα και να φτάσει σε ένα νησί κοντά στην Ανατολή. Κύπρος το όνομά του.
Το φεγγάρι την είδε από ψηλά και κρυφογέλασε. Τη θαύμαζε την πεταλούδα, δεν έμοιαζε σε τίποτα με εκείνο που κάθε φορά τον ίδιο δρόμο έπαιρνε. Θα φώτιζε με όλη του τη δύναμη για να μη χαθεί εκείνη.
Έτσι κάπως ξεκίνησε η μικρή πεταλουδίτσα για το μεγάλο ταξίδι. Ξεκίνησε «με απαγορευτικό»… δεν υπολόγισε ούτε την απόσταση ούτε τον λίγο καιρό στη διάθεσή της ούτε και τη μικρή της δύναμη. Ανοίχτηκε για τα καλά πάνω από το Αιγαίο Πέλαγος κι έβλεπε και θαύμαζε τα άσπρα νησιά, τα αφρισμένα κύματα κι αφουγκραζόταν τα γέλια και τις χαρές των παιδιών που έπαιζαν με τα κρυστάλλινα νερά στις ακρογιαλιές. Τα μεγάλα καράβια που όργωναν το απέραντο γαλάζιο και τα δελφίνια που ακροβατούσαν πλάι τους.
Κάποτε άρχισε να κουράζεται. Σκέφτηκε να ξαποστάσει σε ένα μικρό και ήσυχο ξερονήσι, στην Αργελούσα. Ξάπλωσε στο μαβί μαξιλαράκι ενός θρουμπιού κι ένιωσε έναν βελούδινο ιστό να την τυλίγει απαλά. Τον είχε υφάνει μια ακούραστη αράχνη, μόνιμη κάτοικος του θάμνου. Δεν κινδύνευε από το μελτέμι. Έβλεπε μόνο τ’ άστρα που λαμπύριζαν κι ένιωθε τόσο ευλογημένη για την «αποκοτιά» της. Σιγά σιγά τα βλέφαρά της βάρυναν, τα μάτια της έκλεισαν και ονειρεύτηκε. Νωρίς το πρωί οι ακτίνες του ήλιου χάιδεψαν στοργικά το μικρό κεφαλάκι της πεταλούδας.
Ξύπνησε ευδιάθετη. Τα φτερά της γυάλιζαν. Ο ύπνος της είχε κάνει καλό.
– « Ευχαριστώ για τη φιλοξενία», είπε ευγενικά στην ακούραστη αράχνη που από νωρίς είχε πιάσει δουλειά και ταίριαζε τα νήματά της.
– «Καλή τύχη πεταλούδα, κι όποτε σε φέρει ο δρόμος, να περάσεις ξανά από το εργαστηράκι μου», φώναξε και κούνησε τα λιγνά της πόδια για να τη χαιρετήσει.
Μέρος II
Πέταξε η πεταλούδα κοντά σ’ ένα έρημο, ξεχασμένο λιμανάκι. Στα νερά του λικνιζόταν ένα καλογυαλισμένο σκαρί, η Μαριγώ και μέσα καθόταν ο ψαράς, ο καπετάν Αντρέας που ξεψάριζε τα δίχτυα. Ζύγωσε στον ώμο του γέρου κι εκείνος θαύμασε την ομορφιά της.
-« Καλή σου μέρα καπετάνιε, πες μου, εσύ που οργώνεις με το βαρκάκι σου τούτα τα νερά, ποιο θαλασσινό ρεύμα θα με βγάλει γρηγορότερα στις ακτές του μεγάλου νησιού, της Κύπρου», τον ρώτησε θαρρετά. Κι εκείνος κοιτώντας απορημένα της απάντησε:
– « Ακούμπησε στην παλάμη μου και θα σου δείξω έναν τρόπο για να ταξιδέψεις σίγουρα και να φτάσεις στον προορισμό σου. Μα σε προειδοποιώ, να είσαι προσεκτική μη σε παρασύρει ο άνεμος».
Έτεινε απαλά την παλάμη του κι εκείνη κρατήθηκε εκεί. Έφτασαν στον μύλο του χωριού. Ακούμπησε η πεταλούδα σε ένα φύλλο κουτσουπιάς. Έτριξε η φτερωτή από το φύσημα του ανέμου και «φςςςς» πέταξε μακριά με το «βοτανίσιο καραβάκι» της. Μια και δυο έφτασε σε μια νησίδα.
Ο αέρας σιγά σιγά «ξεψύχησε». Ο ήλιος έκαιγε δυνατά. Ένα γαλανόλευκο πανί περήφανα κυμάτιζε. Τράβηξε την προσοχή της πεταλούδας η λάμψη του. Μια ηρωική κυρά της Ρωμιοσύνης, λένε, πως το ύψωνε εκεί κάθε μέρα. Πέταξε γύρω του τρεις κύκλους κι έτσι το προσκύνησε. Η ώρα περνούσε, έπρεπε να πάρει αποφάσεις. Προς τα πού ήταν ο δρόμος ο σωστός; Πώς θα έφτανε στην ώρα της τώρα που οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν; Τέντωσε τις κεραίες της για να εμπνευσθεί… Είδε στην πρύμνη ενός καραβιού έναν γλάρο. Διστακτικά τον πλησίασε. Σαν βιγλάτορας στεκόταν. Εκείνος θα είχε μια λύση. Σαν να μην ήταν και τόσο κακός. Διέγραψε έναν κύκλο και του είπε:
– « Καλέ μου αιγαιόγλαρε, εσύ που είσαι αφέντης της θάλασσας δείξε και σε μένα τον δρόμο που θα πάρω για το μεγάλο το νησί και πώς να φτάσω γρήγορα εκεί μιας και ο χρόνος δε με παίρνει;»
– «Στο κατάστρωμα του καραβιού αυτού να σταθείς μέσα από την κουπαστή μην τύχει και σε καταπιούν τα κύματα. Μόνον έτσι θα φτάσεις γρήγορα στον προορισμό σου», της απάντησε ξερά, δίχως να ρίξει μια ματιά. Έκρωξε, άνοιξε τα ασημόλευκα φτερά του και χάθηκε στο πέλαγος.
Έτσι κι έκανε η μικρή πεταλουδίτσα. Άρχισε να νυχτώνει. Το καράβι έλυσε τους κάβους, μάζεψε την άγκυρα και κύλησε στα βαθιά νερά. Πίσω έμεινε ο φλοίσβος του νερού στην ακτή. Πού και πού φώτιζε κανένας φάρος. Το μυρωμένο αγέρι ύγραινε την ατμόσφαιρα. Κι από ψηλά ένας ολόλαμπρος από ενθουσιασμό συνοδοιπόρος, το φεγγάρι, ακολουθούσε την πορεία του καραβιού. Δίπλωσε τα φτερά της κι αγκιστρώθηκε γερά στη φρεσκοβαμμένη κουπαστή. Η μηχανή ίσα που ακουγόταν, έβγαζε κάθε τόσο ένα πνιγμένο ρέκασμα, η πλώρη άνοιγε τον δρόμο κι άφηνε στο πέρασμά της αφρισμένα κύματα. Τα ίδια νερά όργωναν πολλά καράβια που κουβαλούσαν φορτία στη Δύση και στην Ανατολή.
Μέρος III
Η νύχτα κρύφτηκε στα παλάτια της κι άρχισε να προβάλλει το λαμπρό πυρακτωμένο άστρο, ο αφέντης της μέρας. Η μικρή πεταλούδα ξύπνησε. Η κούραση που είχε μαζέψει όλον τούτο τον καιρό δεν την τρόμαζε. Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα και οι κεραίες της τεντωμένες.
Ίσα που διακρινόταν μια ξέρα σαν μεγάλο πετροκάραβο. Κατάλαβε πως ήταν η αρχή του μεγάλου νησιού, βουτηγμένου στη θάλασσα και μια ανάσα πιο εκεί τα τουρκικά παράλια. Φαινόταν πως το όνειρό της θα γινόταν πραγματικότητα. Είχε κερδίσει χρόνο και δυνάμεις. Κάποτε προσέγγισαν ένα μεγάλο λιμάνι. Πριν καλά καλά το καράβι κάνει τις μανούβρες του και δέσει τους κάβους, άνοιξε τα φτερά της και πέταξε στη στεριά.
Πέρασε πάνω από χωριά και μεγάλες κωμοπόλεις. Είδε τον μόχθο των αγροτών, μύρισε το άρωμα των λεμονιών και φτερούγισε ανάμεσα στα ελαιόδεντρα με τα χρυσοπράσινα φύλλα. Προσπέρασε τις πλαγιές με τ’ αμπέλια και κατάκοπη όπως ήταν, κούνησε βαριεστημένα τα λεπτά φτερά της. Προσγειώθηκε ανώμαλα στα φύλλα μιας χαρουπιάς.
Στον κορμό της είχε σταθεί να ξαποστάσει ένας γεράκος πρόσχαρος, που ολημερίς πάλευε με τη γη. Ξεχέρσωνε το χωράφι στον νέο τόπο που του έγραψε η μοίρα να ζήσει και όλο θυμόταν τα περιποιημένα περιβόλια που καλλιεργούσε όσο ήταν στην Αμμόχωστο. Πονούσε που δε θα τα έβλεπε πια. Και η τελευταία ελπίδα του είχε σβήσει μιας κι ήταν γέρος πια. Από τα χείλη του έβγαινε ένα τραγούδι …
«Με ρώτησες πολλές φορές
κι απόκριση δεν βρήκες
της Κύπρου τις ακρογιαλιές
ποιος γέμισε με πίκρες;
Ανάθεμα κατακτητή
και τρισανάθεμά σε
με το κακό οπού καμες
με το κακό που κάνεις
χωρίζεις μάνες και παιδιά
γυναίκες με τους άντρες
αφήνεις έρμες εκκλησιές
δίχως κεριά, καμπάνες.
Έτσι έκοψες και το νησί
κατάκαρδα στη μέση
το βάλσαμο πού θα βρεθεί
ως η πληγή να δέσει;»
Η πεταλούδα άκουγε μαγεμένη. Είχε ήδη φτάσει στη μέση του νησιού, μα καθόλου δεν φανταζόταν τι την περίμενε παρακάτω. Οι μέρες περνούσαν. Προσπαθούσε να πετάξει ψηλά, μα δυσκολευόταν. Ανοιγόκλεινε αργά τα φτερά της και χωρίς να το καταλάβει μπλέχτηκε σε αγκαθωτά συρματοπλέγματα. Προσπάθησε να υψωθεί, μάταιος κόπος. Σύρθηκε κατά μήκος του πλέγματος. Φάνταζε ατελείωτο. Τέντωσε τις κεραίες και ένιωσε ένα σκηνικό απόκοσμο. Δρόμους χορταριασμένους, σπίτια εγκαταλειμμένα με κλειστά παντζούρια. Καταστήματα άδεια με φθαρμένες από τον χρόνο ταμπέλες.
Πιο κάτω μια πινακίδα έγραφε:
ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΙΕΛΕΥΣΗ
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΤΟΜΩΝ
Κατάλαβε πως είχε φτάσει σε μια πατρίδα μοιρασμένη. Ακούμπησε στο μισάνοιχτο παραθυρόφυλλο ενός σπιτιού όπου μια γάτα κουλουριασμένη στο μάρμαρο παρατηρούσε την περιοχή. Δε φάνηκε να ενοχλείται από την παρουσία της πεταλούδας και τεμπέλικα νιαούρισε:
– Από πού έρχεσαι μικρή πεταλούδα και τα φτερά σου έχουν λερωθεί;
– Έρχομαι από μακριά, πέρασα στεριές και θάλασσες πολλές.
– Μπα, εσύ μια τόση δα ψυχή έκανες τόσο κοπιαστικό ταξίδι… θαύμασε η γάτα, παρότι δεν ήθελε να δείξει πως παραδεχόταν το τόλμημα της πεταλούδας.
– Όνειρο είχα «από παιδί» να έρθω εδώ στην Κύπρο. Μα τώρα αντικρίζω πράγματα που δεν πολυκαταλαβαίνω.
Κι έτσι η γάτα ξετύλιξε το κουβάρι της ιστορίας του νησιού, όχι της μακραίωνης αλλά της πιο πρόσφατης. «Κάποτε η πόλη αυτή αλλά και ολόκληρο το νησί μας ήταν ενωμένο. Οι κάτοικοι ζούσαν ήσυχα και πρόκοβαν. Κάποτε όμως ξέσπασαν ταραχές ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Μια δύναμη μεγάλη τράβηξε με ένα πράσινο μολύβι μια γραμμή στον χάρτη που αλλού ήταν πιο στενή και αλλού πιο πλατιά. Η γραμμή αυτή χώρισε την όμορφη πολιτεία κι όταν πια εισέβαλαν οι Τούρκοι απλώθηκε τόσο που χώρισε το νησί στα δύο, στις ελεύθερες και τις κατεχόμενες περιοχές. Οι άνθρωποι ξεριζώθηκαν, άφησαν τα σπίτια τους, τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωή στην άλλη πλευρά και πέρασαν στα ελεύθερα μέρη. Προσπαθούν να ξεχάσουν αλλά και να θέλουν δεν μπορούν. Εγώ πιστεύω πως δεν πρέπει κιόλας…
– Όσα και να είχα ακούσει, αν δεν τα ζούσα, δεν θα το καταλάβαινα, διέκοψε η πεταλούδα τη γάτα. Μακάρι να είχα μία κι άλλη μία ζωή να δω γκρεμισμένα τα πλέγματα και να ταξιδέψω σε όλο το νησί. Τώρα το ταξίδι μου έμεινε στη μέση.
– Τα τείχη, τα πλέγματα και οι φράκτες που υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια είναι πάντα εδώ. Θυμίζουν σε όλον τον κόσμο τους αγνοούμενους, όσους χάθηκαν, θυμίζουν τη γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα, τους προγόνους που βροντοφωνάζουν Ελλάδα κι αυτό ακούγεται παντού στην οικουμένη, συνέχισε η γάτα και δεν είδε τη μικρή πεταλούδα που έκλεισε τα ταλαιπωρημένα της φτερά, σχημάτισε ένα ισοσκελές τρίγωνο και αποκοιμήθηκε για πάντα … εκεί, πάνω στο αναλόγιο της ιστορίας, εκεί που ο χρόνος σταμάτησε σε μια άλλη εποχή.
Η πεταλούδα του παραμυθιού μας συμβολίζει την αλλαγή αλλά και τον κόπο που προϋποθέτει αυτή η αλλαγή, έδωσε με το ταξίδι της μια ευκαιρία στη ΜΝΗΜΗ, ανήκοντας στα «σοφά» πλάσματα που περνούν από τη γη και «κατανοώντας» τη μεγάλη αξία του χρόνου διέθεσε τη ζωή της σ’ έναν ωραίο σκοπό.