Εκδοση του υπουργείου Πολιτισμού για έναν μεγάλο άγνωστο της συντήρησης αρχαιοτήτων, τον Οθωνα Ρουσόπουλου που είχε καταγωγή από το Βογατσικό και η εξίσου δυναμική σύζυγος του Ελένη, ήταν το γένος Ναούμ, από την παμπάλαια Καστοριανή οικογένεια Γουναραδών και λόγιων που είχαν εγκατασταθεί στη Λειψία της Γερμανίας.
της Γιώτας Συκκά
Στις αίθουσες των δημοσίων μουσείων συχνά θαυμάζουμε αρχαιότητες, συγκινούμαστε για τον τρόπο που αποκαλύφθηκαν σε διάφορες ανασκαφές, αλλά σπανίως γνωρίζουμε ποιος και πώς βοήθησε στην αποκατάστασή τους στα εργαστήρια συντήρησης. Τους ειδικούς που θεράπευσαν με χειρουργική προσοχή τα σημάδια του χρόνου. Γνωστός επιστήμονας στους κύκλους των ιστορικών, όμως άγνωστος στο ευρύ κοινό, υπήρξε ο χημικός Οθων Ρουσόπουλος. Πρωτοπόρος στην αρχαιολογική συντήρηση από το 1888, αφιέρωσε μέρος της σταδιοδρομίας του στην εφαρμοσμένη χημεία στην αρχαιολογία και τη συντήρηση. Παρότι πολεμήθηκε για τις μεθόδους που εφάρμοσε, μερικά από όσα εισήγαγε χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα.
Για τη δρα Γεωργιάννα Μωραΐτου, προϊσταμένη του τμήματος Συντήρησης Φυσικών-Χημικών Ερευνών και Αρχαιομετρίας του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ο Ρουσόπουλος είναι «θεμελιωτής της σύγχρονης συντήρησης στην Ελλάδα». Στη μονογραφία που η ίδια συνέγραψε με τίτλο «Οθων Ρουσόπουλος (1856-1922) και οι απαρχές της επιστημονικής συντήρησης των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα» (εκδ. ΤΑΠ – υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού), φωτίζει το έργο και τον βίο αυτής της εμβληματικής, αλλά και παρεξηγημένης προσωπικότητας του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Συγχρόνως αποκαλύπτει τη χαμένη συμβολή της Ελλάδας στη διαμόρφωση αρχών και δεοντολογίας συντήρησης. Είναι φανερό ότι στις αρχές του 20ού αι. «λειτούργησαν υψηλά πρότυπα» στον τομέα αυτό, όμως η αναγνώριση της επιστημονικής συντήρησης αρχαιοτήτων στη χώρα μας καθυστέρησε χρόνια.
Ο Ρουσόπουλος «υπήρξε πρόδρομος του πανεπιστημιακού συντηρητή». Από μεγαλοαστική οικογένεια, πρωτότοκος του γνωστού αρχαιολόγου Αθανάσιου Ρουσόπουλου, ο Οθων σπούδασε χημεία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύθηκε στο Αννόβερο και το Βερολίνο. Επιστρέφοντας το 1885, διορίστηκε καθηγητής Χημείας στη Σχολή Ευελπίδων και αργότερα στη Σχολή Δοκίμων, ενώ δίδαξε ανόργανη και οργανική χημεία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας ως άμισθος υφηγητής. Το 1894 ίδρυσε με τον φυσικό Ιωάννη Γεράκη την Εμπορική και Βιομηχανική Ακαδημία, η οποία λειτούργησε μέχρι τον θάνατό του το 1922, εκπαιδεύοντας πρακτικά στελέχη για τη βιομηχανία. Μετά τον θάνατό του χαρακτηρίστηκε ο «Ιούλιος Βερν της Ελλάδος».
Ο χαρακτηρισμός αφορούσε τον τομέα της Οικονομίας, εξηγεί στην «Κ» η Γ. Μωραΐτου. «Ηταν πρωτοπόρος στον τομέα της Οικονομίας και της εκβιομηχάνισης της Ελλάδας εκείνη την εποχή. Μετέφερε εδώ το μοντέλο της γερμανικής τεχνικής εκπαίδευσης, σε μια εποχή οπότε το όνειρο όσων σπούδαζαν ήταν να γίνουν γιατροί, νομικοί ή φιλόλογοι, ενώ οι υπόλοιποι ήταν ανειδίκευτοι εργάτες. Ηταν σημαντικό να εκπαιδεύουν στελέχη για τη βιομηχανία και το εμπόριο. Ο Οθων Ρουσόπουλος μετέφρασε διεθνώς αναγνωρισμένα εγχειρίδια Χημείας, συνέγραψε δικά του εκπαιδευτικά βιβλία, εκλαΐκευσε τη Χημεία για να φτάσει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και επιπλέον συνέβαλε στην ονοματολογία που δεν υπήρχε ακόμη. Για παράδειγμα, το θειικό οξύ τότε το έλεγαν σπίρτο του βιτριολιού. Επίσης εξέδιδε ανελλιπώς το επιτυχημένο περιοδικό “Δελτίο της Εμπορικής και Βιομηχανικής Ακαδημίας”, η κυκλοφορία του οποίου είχε φτάσει τις 12.500 φύλλα στην Ελλάδα και στους Ελληνες της διασποράς».
Εργαζόμενος ως συμβασιούχος διαδοχικά στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ακρόπολης και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο συντήρησε «τα μείζονος σημασίας ευρήματα της ανασκαφής της Ακροπόλεως (πολύχρωμες κόρες, αετωματικά προπαρθενώνεια γλυπτά, χάλκινα αναθηματικά τέχνεργα) και του ναυαγίου των Αντικυθήρων (έφηβος, πυγμάχος, μηχανισμός). Η εργασία του πάνω στα χάλκινα αγάλματα ολοκληρώθηκε το 1901 και η αμοιβή του –και για τις χημικές αναλύσεις– ήταν 3.000 δραχμές. Επίσης συνέβαλε στη συντήρηση των προσβληθέντων χάλκινων αρχαιοτήτων από την ασθένεια του χαλκού της Μυκηναϊκής και Αιγυπτιακής συλλογής στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο».
Παρότι το 1906 παραιτήθηκε, πρόσφερε μέχρι το 1913 τις υπηρεσίες του ως σύμβουλος και εμπειρογνώμων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία για τις ζωγραφισμένες στήλες της Δημητριάδος στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου, τα μάρμαρα του Παρθενώνα και τα αρχαιολογικά ευρήματα της Δήλου, της Ρήνειας και της Μυκόνου. Η συγγραφέας λέει ότι ο Ρουσόπουλος ήταν ο πρώτος που πρότεινε το 1913 τη χρήση ανοξείδωτου χάλυβα στη συντήρηση των μνημείων. Θεωρεί δε ότι, αν ο ανοξείδωτος χάλυβας που εκείνος σύστησε στη Δήλο, είχε χρησιμοποιηθεί και στην Ακρόπολη, «δεν θα είχαμε ίσως τις καταστροφικές συνέπειες της ρηγμάτωσης των μαρμάρων της αναστήλωσης του Μπαλάνου».
Στην Ακρόπολη
Στο Μουσείο της Ακρόπολης από το 1888 και για έναν χρόνο σταθεροποίησε την πολυχρωμία στις μαρμάρινες αρχαϊκές κόρες, όπως και στα πώρινα γλυπτά του Προπαρθενώνα, χρησιμοποιώντας αραιό διάλυμα πυριτικού νατρίου. Στερέωσε τα ίχνη χρώματος με ανόργανα υλικά συντήρησης τα οποία σήμερα ανιχνεύονται με αναλυτικές τεχνικές και δεν έχουν προκαλέσει κάποια βλάβη, μας λέει η κ. Μωραΐτου. Στην αρχή εφήρμοσε τεχνολογία συντήρησης που μετέφερε από το Βερολίνο, όμως καινοτόμησε με δική του μέθοδο για τον καθαρισμό και τη σταθεροποίηση χάλκινων αρχαιοτήτων που προσεβλήθησαν από την ασθένεια του χαλκού. Ωστόσο, κατηγορήθηκε από τους σύγχρονούς του αρχαιολόγους ότι απομάκρυνε τη φυσική πράσινη πατίνα των χάλκινων αρχαιοτήτων. Η μέθοδος που ανέπτυξε βασίζεται στην ηλεκτροχημική αναγωγή των χαλκών. Βέβαια, τόσο ο Ρουσόπουλος όσο και άλλοι επιστήμονες της εποχής πίστευαν ότι αυτό ήταν αναγκαίο για να διατηρηθούν οι αρχαιότητες που έπασχαν από την ασθένεια του χαλκού (νόσος «ευλογιά») που κατέστρεφε τα χάλκινα. Η συγγραφέας τονίζει ότι δεν είχαν ακόμα ανακαλυφθεί οι τοπικές μέθοδοι θεραπείας της ασθένειας. Επιπλέον, η μέθοδος είχε εγκριθεί από τις διεπιστημονικές επιτροπές του υπουργείου. Αλλωστε, ο Ρουσόπουλος δεν αποφάσιζε μόνος του. «Η ηλεκτροχημεία ήταν ήδη γνωστή στην επιστήμη, όμως εκείνος καινοτόμησε με μία παραλλαγή. Χρησιμοποίησε δική του άνοδο και ηλεκτρολύτη. Ουτε στον Καββαδία, ούτε στον Σβορώνο άρεσε ο τρόπος, αλλά και σε πολλούς ακόμη τα χρόνια που ακολούθησαν. Υποστήριζαν ότι ο τρόπος του Ρουσόπουλου ήταν χημικός, όμως ήταν ηλεκτροχημικός. Ηταν μια στείρα κριτική που δεν οδήγησε σε κάτι θετικό. Είναι σαν να κατηγορεί κανείς τους γιατρούς για όσα έπραξαν πριν ανακαλυφθεί η πενικιλίνη».
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ο Ρουσόπουλος ασχολήθηκε και με την Αιγυπτιακή συλλογή, όταν ο Τύπος της εποχής κατήγγειλε ότι εκεί τα αρχαία πάσχουν από την «πανώλη του χαλκού». «Ετσι προσελήφθη με ημερομίσθιο αρχικά, για να επιληφθεί του θέματος με την υποχρέωση να αναφέρεται απευθείας στον υπουργό». Ομως, στις πολυσέλιδες αναφορές που δημοσιεύονται στην έκδοση, ο Ρουσόπουλος τονίζει πάντα την ανάγκη δημιουργίας εργαστηρίου στο μουσείο.
Η συγγραφέας φωτίζει το καθεστώς της συντήρησης αρχαιοτήτων στην Ελλάδα «στο οποίο ο Ρουσόπουλος καινοτόμησε με την επιστημονική του προσέγγιση» και επιβεβαιώνει την καθοριστική συμβολή του αρχαιολόγου Π. Καββαδία (γενικός έφορος Αρχαιοτήτων και γ.γ. της Αρχαιολογικής Εταιρείας), στον τομέα της συντήρησης. Ο αναγνώστης παρακολουθεί το διεθνές πλαίσιο στη συντήρηση αλλά και την ελληνική πραγματικότητα. Στα τέλη του 19ου αιώνα η αποκατάσταση των αρχαίων εφαρμοζόταν από γλύπτες, τεχνίτες, συγκολλητές, αρχαιοτεχνίτες. Για τα πολύπλοκα προβλήματα (π.χ. διαβρωμένα μέταλλα) ζητούνταν η άποψη των χημικών σε ειδικές επιτροπές και για τις αρχαιότητες μείζονος σημασίας υιοθετείτο η πολυεπιστημονική προσέγγιση. Οσο νωρίς εισήλθε στο εξωτερικό η επιστήμη της συντήρησης στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τόσο καθυστέρησε στη χώρα μας. Στην Ελλάδα εισήχθη το 1985 στην τριτοβάθμια Τεχνολογική Εκπαίδευση και μόλις το 2018 αναβαθμίστηκε στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Αττικής. Σήμερα το υπουργείο Πολιτισμού «είναι στελεχωμένο από επιστήμονες συντηρητές».
Οι ιδέες του για την ανάπτυξη της χώρας και ο πόλεμος εναντίον του
Το έργο της Εμπορικής και Βιομηχανικής Ακαδημίας, που ίδρυσε ο Οθων Ρουσόπουλος στην Ελλάδα, αντιμετωπίστηκε «σχεδόν εχθρικά από τη δημόσια τεχνική εκπαίδευση». Η πολεμική που του ασκήθηκε ήταν τέτοια που έχασε τη δωρεά του εθνικού ευεργέτη Γρηγορίου Μαρασλή. Η κ. Μωραΐτου υποστηρίζει ότι «τον πολέμησε η επίσημη κρατική εκπαίδευση του Πολυτεχνείου επειδή ήταν ιδιώτης. Ο Πολυτεχνικός Σύλλογος τον πολέμησε στον εκπαιδευτικό τομέα, ακυρώνοντας την αναβάθμιση της σχολής του έπειτα τον μιμήθηκε φτιάχνοντας στο Πολυτεχνείο δική του σχολή». Ο Ρουσόπουλος με διαλέξεις και άρθρα του τόνιζε επίσης την ανάγκη ίδρυσης υπουργείου Βιομηχανίας, Εμπορίου και Γεωργίας και υπουργείου Οικονομίας. Το 1914 διορίστηκε γ.γ. του νεοσύστατου υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και το 1915 εξελέγη βουλευτής Φλώρινας στη κυβέρνηση της Ηπείρου. Στη Βουλή συνέχισε τις προσπάθειες για την ανάπτυξη των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. Πέθανε 66 ετών. Η σύζυγος και συνεργάτης του Ελένη Ναούμ γράφει στο τελευταίο τεύχος του «Δελτίου της Ακαδημίας»: «Η ελληνική πολιτεία μας κατεδίωξεν αμειλίκτως επί 28 έτη… Χαρτοπαιχτική λέσχη ή οίκος ανοχής αν ήτο το ίδρυμά μας, δεν θα υφίστατο τοιούτους διωγμούς, απεναντίας θα επροστατεύετο…». Κόρες του ζεύγους ήταν η Αγνή Ρουσοπούλου, δικηγόρος και φεμινίστρια, και η Πολυξένη Ματέυ η οποία σπούδασε χορό και μουσική και εισήγαγε τη μέθοδο Ορφ στη χώρα μας. Το βιβλίο εμπλουτίζεται με ανέκδοτες φωτογραφίες που παραχωρήθηκαν από τον εγγονό του και γιο της Πολυξένης Ματέυ, ιδρύτριας της περίφημης Σχολής, άρθρα του Τύπου της εποχής, χειρόγραφες αναφορές του Ρουσόπουλου κ.ά.
Η έκδοση εντάσσεται στο πλαίσιο της ιστοριογραφίας των επιστημών, σημειώνει στον πρόλογο η καθηγήτρια Φανή Μαλλούχου – Tufano (αναπληρώτρια πρόεδρος της Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως), υπογραμμίζοντας ότι η μελέτη του παρελθόντος «συντελεί στον αναστοχασμό του παρόντος και ίσως στην ανάδραση σε ένα μέλλον, που ελπίζεται να αποβεί ξανά ευοίωνο και φωτεινό».
kathimerini