Σε μια εποχή που χρειαζόμαστε το ανοσοποιητικό μας πιο δυνατό από ποτέ, ο Κλινικός Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, Γιώργος Μίλεσης, μας εξηγεί τι συμβαίνει με το αλάτι.
Μπορεί μεν να αναδεικνύει ή και να απογειώνει ένα πιάτο, δεν παύει όμως να αποτελεί πρόβλημα αναφορικά με την υγεία μας: ο λόγος για το αλάτι. Ξέρουμε ότι η υπερκατανάλωση μπορεί να αυξήσει την πίεση του αίματος σε επικίνδυνα όρια, αλλά και να επηρεάσει την υγεία των οστών. Αυτό που δεν γνωρίζαμε μέχρι πρότινος είναι ότι μπορεί να επηρεάσει και την εύρυθμη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
Να σημειωθεί ότι στην ημερήσια πρόσληψη πρέπει να συνυπολογίσουμε εκτός από το αλάτι στο μαγείρεμα και (μετά) στο πιάτο και αυτό που καταναλώνουμε από το φαγητό που προετοιμάζεται εκτός σπιτιού, π.χ. fast food ή εστιατόριο.
Μέχρι 5 γραμμάρια ημερησίως
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η μέγιστη ποσότητα αλατιού που πρέπει να καταναλώνουμε ημερησίως δεν πρέπει να ξεπερνά τα 5 γραμμάρια, δηλαδή περίπου 1 κουταλάκι γλυκού. Ωστόσο, φαίνεται ότι ξεπερνάμε αυτό το όριο αρκετά: οι άντρες προσλαμβάνουν κατά μέσο όρο 10 γραμμάρια, ενώ οι γυναίκες 8 γραμμάρια ημερησίως – σύμφωνα με το Ινστιτούτο Robert Koch.
Γνωρίζουμε βέβαια ότι το χλωριούχο νάτριο (σ.σ. αλάτι) ανεβάζει την πίεση του αίματος, αυξάνοντας τον κίνδυνο για έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Ωστόσο, πρόσφατη μελέτη υποδεικνύει ότι η υπερβολική πρόσληψη αλατιού εξασθενεί κι ένα σημαντικό τμήμα του ανοσοποιητικού συστήματος.
Το δέρμα ως… αποθήκη αλατιού
Ξέραμε ότι μολύνσεις με συγκεκριμένα δερματικά παράσιτα, σε πειραματόζωα, επουλώνονται σημαντικά πιο γρήγορα αν έχουν καταναλώσει δίαιτα πλούσια σε αλάτι. Κι αυτό γιατί τα μακροφάγα κύτταρα του οργανισμού είναι ιδιαιτέρως ενεργά παρουσία αλατιού, τόσο ώστε κάποιοι να καταλήξουν ότι το χλωριούχο νάτριο έχει ανοσοδιεγερτικές ιδιότητες.
Ωστόσο, η γενίκευση αυτή δεν είναι ακριβής, μιας και το δέρμα συνιστά αποθήκη αλατιού για το σώμα. Αντίθετα, διατηρούμε μια πολύ συγκεκριμένη συγκέντρωση αλατιού στο αίμα και τα υπόλοιπα όργανα, ώστε να μην εμποδίζονται οι μεταβολικές διεργασίες. Γι’ αυτό, το χλωριούχο νάτριο είναι αποτελεσματικό σε κάποια δερματικά νοσήματα.
Αποβολή περίσσειας και περιορισμός ανοσολογικής απόκρισης
Αφετέρου, τα υπόλοιπα μέρη του σώματος δεν εκτίθενται στο επιπλέον προσλαμβανόμενο αλάτι με το φαγητό. Η περίσσεια αλατιού φιλτράρεται από τα νεφρά και αποβάλλεται στα ούρα. Επιπλέον, τα νεφρά έχουν έναν αισθητήρα για το χλωριούχο νάτριο, που ενεργοποιεί την αποβολή του στα ούρα. Παράλληλα όμως, ο αισθητήρας αυτός προκαλεί αύξηση γλυκοκορτικοείδων στο σώμα, που με τη σειρά τους αναστέλλουν τη λειτουργία των κοκκιοκυττάρων (σ.σ. ο πιο συνήθης τύπος ανοσοκυττάρων).
Τα κοκκιοκύτταρα όμως, δεν επιτίθενται σε παράσιτα αλλά κυρίως σε βακτήρια. Αν δεν το κάνουν επαρκώς, οι μολύνσεις προχωρούν πιο σοβαρά. Κάτι ανάλογο αποδείχθηκε σε ποντίκια με λιστερίωση, τα οποία είχαν καταναλώσει δίαιτα πλούσια σε αλάτι: στη σπλήνα και το ήπαρ μετρήθηκαν 100 με 1000 φορές περισσότερα παθογόνα. Να σημειωθεί ότι πρόκειται για βακτήρια που απαντώνται για παράδειγμα σε μολυσμένο φαγητό και προκαλούν πυρετό, εξέμεση και σήψη.
Στο ανθρώπινο σώμα
Το χλωριούχο νάτριο φαίνεται πως έχει αρνητική επίδραση και στο ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα. Εξετάστηκαν εθελοντές που κατανάλωσαν 6 γραμμάρια περισσότερο αλάτι από την ημερήσια πρόσληψή τους – ποσό που βρίσκεται για παράδειγμα σε δυο fast food γεύματα (π.χ. 2 burgers και 2 μερίδες τηγανητές πατάτες). Μετά από μια εβδομάδα, οι ερευνητές πήραν αίμα από τους εθελοντές και εξέτασαν τα κοκκιοκύτταρα. Βρέθηκε ότι τα ανοσοκύτταρα αυτά αντιμετώπισαν πολύ πιο δύσκολα τα βακτήρια, μετά την κατανάλωση του επιπλέον αλατιού.
Επιπλέον, αυξήθηκαν τα επίπεδα γλυκοκορτικοειδών στο αίμα, κάτι που αναστέλλει την ανοσολογική απόκριση. Άλλωστε, το πιο γνωστό γλυκοκορτικοειδές, η κορτιζόνη, χρησιμοποιείται παραδοσιακά για τον περιορισμό της φλεγμονής.
Με άλλα λόγια, η υπερκατανάλωση αλατιού είναι πιο επικίνδυνη απ’ όσο πιστεύαμε μέχρι πρότινος. Η δυνατότητα του αλατιού να περιορίζει τη δράση ανοσοκυττάρων αυξάνει κατά πολύ το χρόνο αντίδρασης του οργανισμού και μειώνει την αποτελεσματικότητα της ανοσολογικής απόκρισης. Κάτι που καθιστά το σώμα πιο ευάλωτο σε ξένους εισβολείς.