«Κυνήγησα έναν, αλλά δεν σκότωσα τον Άλκη» ισχυρίστηκε εχθές ο 25χρονος Αθηναίος, που παραδέχθηκε ότι κρατούσε μαχαίρι – Μυστήριο με τον «άγνωστο Χ» οδηγό του τρίτου οχήματος – Αυστηρότερες ποινές για όσους καταδικάζονται για οπαδική βία προανήγγειλε ο πρωθυπουργός
Στους δέκα ανέρχονται πλέον οι προσωρινά κρατούμενοι για τη δολοφονία του 19χρονου Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη, μετά τις μαραθώνιες, χθεσινές απολογίες τεσσάρων ακόμη εκ των φερόμενων δραστών στη στυγερή δολοφονία. Σε βάρος τους έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία με δόλο, τετελεσμένη και σε απόπειρα, κατά συρροή, επίθεση με αντικείμενα και παραβάσεις του νόμου περί όπλων.
Τον κύκλο των απολογιών, ωστόσο, αναμένεται να κλείσει -προς το παρόν- την ερχόμενη Δευτέρα ο 20χρονος Αλβανός, ο οποίος παραδόθηκε την περασμένη Πέμπτη στις ελληνικές Αρχές, καθώς ενεργοποιήθηκε διεθνές ένταλμα σύλληψης εναντίον του και έλαβε προθεσμία, για να απολογηθεί μεθαύριο.
Αυστηρές ποινές
Με το κουβάρι της αποτρόπαιας δολοφονίας να ξετυλίγεται μέρα με την μέρα ολοένα και περισσότερο, την αυστηροποίηση του πλαισίου για τους οργανωμένους οπαδούς των αθλητικών συλλόγων προανήγγειλε ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στον ΣΚΑΪ. «Αν δεν λύσουμε τώρα το πρόβλημα δεν θα λυθεί ποτέ», ξεκαθάρισε ο κ. Μητσοτάκης και σχολίασε σε προσωπικό τόνο για τη δολοφονία του 19χρονου Άλκη Καμπανού πως «ανατρίχιασα, σοκαρίστηκα με το έγκλημα στη Θεσσαλονίκη».
Στο νέο θεσμικό πλαίσιο κατά της οπαδικής βίας, το οποίο επεξεργάστηκε χθες το κυβερνητικό επιτελείο σε ειδική σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου, θα προβλέπεται, μεταξύ άλλων, και αυστηροποίηση των ποινών για όσους συλλαμβάνονται από την επόμενη εβδομάδα, καθώς «είναι καλύτερα κάποιος να μπει μέσα για λίγο παρά να του έχει επιβληθεί ποινή και αυτός να κυκλοφορεί ελεύθερος», εξήγησε ο Πρωθυπουργός. «Έχουμε πιο αυστηρό πλαίσιο από το 2019, αλλά πάρα πολλές λέσχες φιλάθλων λειτουργούν ανεξέλεγκτα, αυτό θα αλλάξει», κατέληξε.
Την ίδια ώρα, με αμείωτο ρυθμό συνεχίζονται οι έρευνες της ΕΛ.ΑΣ σε λέσχες φιλάθλων και στέκια οργανωμένων οπαδών, θέτοντας λουκέτο σε δύο ακόμη συνδέσμους του ΠΑΟΚ χθες στην Ανάληψη και τον Εύοσμο, στη Θεσσαλονίκη. Στο ίδιο πλαίσιο, συνολική ποινή φυλάκισης 18 μηνών, με τριετή αναστολή και χρηματικό πρόστιμο 1.300 ευρώ επέβαλε το Αυτόφωρο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης χθες σε 43χρονο, ο οποίος είχε συλληφθεί ως υπεύθυνος συνδέσμου οπαδών.
Το μαχαίρι του «Αθηναίου»
Η ατμόσφαιρα, άλλωστε, στην πόλη είναι εξαιρετικά βαριά, καθώς ώρα με την ώρα βλέπουν το φως και νέες λεπτομέρειες από την καταδρομική επίθεση εναντίον του Άλκη Καμπανού και των φίλων του, τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου, στη Χαριλάου. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της ομολογίας του, ο 25χρονος «Αθηναίος» παραδέχτηκε ότι κρατούσε μαχαίρι, τύπου «καραμπίτ», όπως και ότι το χρησιμοποίησε καταφέροντας «δύο τσιμπιές» -όπως είπε- σε άτομο που όμως δεν ήταν ο Άλκης. Πληροφορίες θέλουν το μαχαίρι αυτό να έχει εντοπιστεί από τις Αρχές, ενώ τον 25χρονο «Αθηναίο» είχε κατονομάσει συγκατηγορούμενός του ως το πρόσωπο που μαχαίρωσε τον 19χρονο φοιτητή, υποδεικνύοντας και το σημείο όπου πέταξε το μαχαίρι, δηλαδή σε ερημική περιοχή. Από πλευράς του, «κυνήγησα έναν, αλλά δεν σκότωσα τον Άλκη», φέρεται να είπε ο «Αθηναίος», παρουσιάζοντας τη δική του εκδοχή για τις στιγμές του φονικού.
Διαφορετικές εκδοχές, όμως, της μοιραίας νύχτας για τον Άλκη Καμπανό παρουσιάζουν στις καταθέσεις τους οι περισσότεροι εκ των προφυλακισθέντων, προκειμένου να οριοθετήσουν το ρόλο τους απέναντι στην εν ψυχρώ δολοφονία. Ειδικότερα, ο 22χρονος οδηγός του δευτέρου αυτοκινήτου φέρεται να απολογήθηκε ότι πλησίασε στο σημείο του εγκλήματος, όταν το επεισόδιο είχε λήξει και επέστρεφαν οι συγκατηγορούμενοί του. «Δεν κρατούσα τίποτα στα χέρια μου και δεν χτύπησα κανέναν», φέρεται να ανέφερε, σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά.
Από την πλευρά του, ο 23χρονος επιβάτης του ίδιου αυτοκινήτου φαίνεται να υποστήριξε ότι βγήκε από το όχημα αλλά δεν απομακρύνθηκε απ’ αυτό. Στο ίδιο μήκος κύματος, ένας ακόμη επιβάτης του συγκεκριμένου αυτοκινήτου, ηλικίας 21 ετών, είπε ότι δεν είδε τίποτα από το επεισόδιο και δεν κατέβηκε καν στο δρόμο. «Δεν γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπήρχαν όπλα στα αυτοκίνητα ούτε πως η συνάντησή μας αυτή θα είχε τέτοια κατάληξη», φέρεται να υποστήριξε.
Ο «Άγνωστος Χ» οδηγός
Παράλληλα, οι τέσσερις φερόμενοι ως δράστες, οι οποίοι προφυλακίσθηκαν με τη σύμφωνη γνώμη ανακρίτριας και εισαγγελέως, κλήθηκαν χθες να αποκαλύψουν την ταυτότητα και τον ρόλο του οδηγού του τρίτου οχήματος, αλλά -όπως και οι προηγούμενοι εμπλεκόμενοι που απολογήθηκαν- φαίνεται να μην έδωσαν αξιόπιστες απαντήσεις ή να δήλωσαν άγνοια.
Συνέχεια στις αποκαλύψεις
Εν τω μεταξύ, με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένεται η απολογία τη Δευτέρα του 20χρονου αλβανικής καταγωγής, Ρότζερς Ντεμιράζι, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι δεν κρατούσε κάποιο αντικείμενο και δε χτύπησε κανέναν, παρά μόνο καταδίωξε κάποια άτομα. Στον αντίποδα, ο συνήγορος του, Παρασκευάς Σπυράτος, γνωστοποίησε, μιλώντας στο Mega, πως ο εντολέας του είδε «ποιος χρησιμοποίησε το δρεπάνι, θα τους κατονομάσει και θα έχει συνεπή στάση».
«Θα κατονομάσει όσα έχει δει»
«Εδώ και τρεις ώρες ήμουν στο αστυνομικό μέγαρο και μίλησα αναλυτικά με τον εντολέα μου. Είμαι σε θέση να πω κάποια πράγματα που αφορούν την ουσιαστική θέση του. Είναι ένα πρόσωπο που έχει μία περιφερειακή δράση, ένα πρόσωπο που δεν συμμετείχε στο επεισόδιο. Ο εντολέας μου δεν έχει συμμετάσχει σε κανενός είδους χτυπήματα» ανέφερε ο κ. Σπυράτος και πρόσθεσε ότι ο εντολέας του «έχει δει ποιος έφερε το δρεπάνι και πότε ξεκίνησαν να γίνονται τα χτυπήματα. Θα κατονομάσει όσα έχει δει. Έχουμε μία υπόθεση τραγική κι ένα αποτέλεσμα τραγικό. Πράξεις που είναι αδικαιολόγητες».
«Ήμουν στο αυτοκίνητο, στη θέση πίσω από τον συνοδηγό. Δεν έφερα μαζί μου κάποιο αντικείμενο, δεν κατάφερα κανένα χτύπημα σε κανέναν. Απλώς καταδίωξα κάποια άτομα», φέρεται να ισχυρίζεται ο 20χρονος Αλβανός, σύμφωνα με τα λεγόμενα του δικηγόρου υπεράσπισής του, Παρασκευά Σπυράτου. Αναφερόμενος, από μέρους του, στους λόγους διαφυγής του στο εξωτερικό, ο κ. Ντεμιράζι απάντησε πως «είδα στις ειδήσεις το συμβάν και φοβήθηκα… Ήταν να φύγουν ο πατέρας μου με τη γιαγιά μου. Τους είπα να πάω κι εγώ μαζί τους». «Φοβήθηκα… δεν έχω ξαναβρεθεί σε τέτοια θέση και ούτε το ήθελα… Φοβήθηκα απλώς… Δεν με βοήθησε κανείς να διαφύγω, το πήρα από φαση μόνος μου», κατέληξε.