Τις προάλλες βρήκα τυχαία ένα παλιό μου ημερολόγιο· ξέρεις, κρατούσα ημερολόγιο από τότε που έμαθα πως ένα κουλουράκι κι ένα μπαστουνάκι κάνουν το γράμμα άλφα μέχρι τα εικοσιτέσσερα, ίσως και τα εικοσιπέντε μου. Το συγκεκριμένο τεφτέρι ήταν απ’ τα πρώτα.
Δεν το είχα ανοίξει από τότε, οπότε έτρεμαν λίγο τα χέρια μου καθώς παραβίαζα την κλειδαριά του (ναι, είχε ακόμη κλειδαριά). Δε δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα. Άρχισα να το ξεφυλλίζω· πλέον εκτός από τα χέρια μου, έτρεμε λιγάκι κι η καρδιά μου.
Δε θα σταθώ στο περιεχόμενό του, καθώς η ζωή μου ως επτάχρονο δεν ήταν ιδιαίτερα ταραχώδης, είχε αυτά που φαντάζεσαι· προβληματισμούς για τη σχέση μου με το Βαγγέλη (έρωτας που κράτησε από τα μικρά νήπια, μέχρι την τρίτη δημοτικού παρακαλώ), οι καβγάδες της τάξης μου με τις άλλες τάξεις για το ποιο τμήμα απ’ όλα είχε τους περισσότερους μάγκες (η δική μου, μην το ψάχνεις), τα νεύρα μου με τη μαμά μου για εκατομμύρια λόγους και τέτοια.
Θα σταθώ όμως σε δύο πράγματα· στο γραφικό μου χαρακτήρα, που σχεδόν δεν αναγνώρισα και στα βάσανά μου, που ενώ τότε μου ταλάνιζαν το είναι, τώρα μοιάζουν πιο φαιδρά από κάθε τι στον κόσμο.
Αναφορικά με το γραφικό μας χαρακτήρα, δεν είναι τυχαίο που αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου· μεταβάλλεται καθώς μεγαλώνουν τα χέρια μας και η σιγουριά με την οποία κρατάμε το μολύβι, εξελίσσεται με λίγα λόγια όπως εξελισσόμαστε κι εμείς οι ίδιοι. Είναι κακό αυτό; Kάθε άλλο, είναι φυσικό κι επόμενο. Θα ήθελες ξανά τον πρώτο γραφικό σου χαρακτήρα;
Τι να τον κάνεις, έχεις ήδη έναν άλλο που μοιάζει να σου ταιριάζει περισσότερο, καθώς φαντάζει πιο μεστωμένος και πιο δικός σου. Ξέρεις κάτι; Θα αλλάξει κι αυτός, όπως πρόκειται να αλλάξεις κι εσύ, όσους Αύγουστους κι αν κουβαλάς ήδη στην πλάτη σου, και τότε δε θα αναγνωρίζεις ούτε τον τωρινό.
Όσον αφορά την παιδική μου ηλικία, τη νοσταλγούσα παλιότερα, την αναπολώ ακόμη και τώρα. Μου λείπει η εποχή που το μόνο πρόβλημά μου ήταν η μαμά μου, που δε με άφηνε να μπω στη θάλασσα γιατί είχα φάει τρεις λουκουμάδες, ένα ροδάκινο και δυο μπάλες παγωτό και φοβόταν μην πάθω αναρρόφηση και πεθάνω.
Δεν καταλάβαινα τι σχέση είχε η γούλα μου με τον αφανισμό μου, εκείνη όμως ήξερε, ξέρεις γιατί; Γιατί ήταν μεγαλύτερη. Το ίδιο και στην εφηβεία μου. Δραματοποιούσα τρομερά τις καταστάσεις, τώρα όμως τα σκέφτομαι και γελάω. Επειδή πέρασε μια ντουζίνα (και βάλε) χρόνια και ξέρω κι εγώ με τη σειρά μου.
Την νοσταλγώ και την εφηβεία μου πού και πού. Και την πρώιμη ενηλικίωσή μου. Αν θα ήθελα να τα ξαναζήσω όλα απ’ την αρχή; Μπα. Γιατί τότε μάθαινα, αλλά τώρα μαθαίνω και καταλαβαίνω ταυτόχρονα. Γιατί πλέον ξέρω πως η νεότητα δεν έχει να κάνει με την ηλικία.
Νέος μπορείς να είσαι απ’ την πρώτη σου μέρα στον κόσμο μέχρι την τελευταία και στα τριάντα δεν είσαι τόσο γέρος, όσο πίστευα πως θα είσαι όταν ήμουν δεκάξι. Δεκάξι όμως είσαι για 365 μέρες μόνο, το ίδιο και τριάντα έξι και πενήντα έξι κι ενενήντα έξι. Ποιος ο λόγος λοιπόν να μη χαίρεσαι την κάθε ηλικία κεντράροντας στα καλά της και ν’ αναπολείς πάντα μια άλλη;
Ποια είναι τα καλά της κάθε ηλικίας; Aυτό δε θα σου το πω εγώ, ο καθένας βρίσκει τα δικά του, και τα δικά σου θα τα καθορίσουν οι εμπειρίες σου, τα πιστεύω σου και το πόσο θέλει να βρίσκει καλά η καρδούλα σου.
Αγάπησε τις πρώτες σου δεκαετίες με την ανεμελιά και τα παθήματά τους, γρατσούνισε τα γόνατα και την ψυχή σου όσο μπορείς, νιώσε. Στις επόμενες δεκαετίες, μάθε να χαϊδεύεις τις ουλές σου και να θυμάσαι τα μαθήματα, να καταλαβαίνεις περισσότερο, να βλέπεις την ομορφιά σε πράγματα πιο βαθιά από ένα ωραίο πρόσωπο. Την έρευνά σου πια την έκανες, ώρα για το ζουμί της υπόθεσης.
Μη στραβομουτσουνιάζεις στον καθρέφτη σου, οι ρυτίδες είναι αποτέλεσμα των γέλιων σου και τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος πάνω σου, είναι ένα προνόμιο που η ζωή έχει αρνηθεί σε πολύ κόσμο, αν παρατηρήσεις καλά γύρω σου. Η αλαβάστρινη επιδερμίδα δεν κρατάει για πάντα, τα σμιλεμένα κορμιά είναι δανεικά, οι όμορφες ψυχές όμως μένουν πάντα όμορφες, κι αυτό είναι ό,τι πιο ερωτεύσιμο υπάρχει στη Γη. Εκεί να επενδύεις, στην ψυχή, άλλωστε είναι το μοναδικό πράγμα που δε ρυτιδιάζει ποτέ.
Γίνε φίλος με το χρόνο και μην τον πολεμάς γιατί θυμώνει. Στάσου στο πλευρό του, όχι απέναντί του κι αυτός θα σε ανταμείψει με μια ζωή γεμάτη εμπειρίες, ιστορίες για γέλια και για κλάματα, θα σε εξελίξει, θα σε μεταμορφώσει, θα σε γεμίσει και θα σε κάνει μόνο καλύτερο, αρκεί να μην του κρατάς μούτρα. Ξέρεις, είναι ενάντια στη λογική να είσαι πάντα είκοσι δύο, οπότε χαλάρωσε και λέγε του ευχαριστώ κάθε χρόνο που σου επέτρεψε να σβήσεις ένα ακόμη κεράκι στην τούρτα σου, όσο κι αν σε ξενίζει ο αριθμός που βλέπεις.
Να μεγαλώνεις κι ένα να θυμάσαι· αν δεν παλιώσεις σαν κρασί, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ξινίσεις σαν γάλα. Αλήθεια, τι διαλέγεις;
Φρόσω Μαγκαφοπούλου