Πού κρύβεται το αλάτι;

Μα τι πήγε λάθος; Περιορίσαμε το κρέας, κόψαμε τη ζάχαρη, αρχίσαμε να πίνουμε γάλα αμυγδάλου και μετρούσαμε τις θερμίδες σε κάθε γεύμα… Πώς μας ξέφυγε το αλάτι;

Το αλάτι και η άποψη που έχουμε γι’ αυτό έχει αλλάξει άρδην στον τελευταίο μισό αιώνα και έχει περάσει, από κάτι που οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν σποραδικά, σε ένα απαραίτητο συστατικό κάθε φαγητού που θα φτιάξουμε. Και έτσι παραμένει. Δεν νοείται να μαγειρέψουμε χωρίς αλάτι. Αλλωστε αυτή που μπήκε πολύ έντονα τα τελευταία χρόνια στο στόχαστρο ως επικίνδυνη, ήταν η ζάχαρη. Αυτή είναι η κακή, αυτή που μας παχαίνει, που ευνοεί τις φλεγμονές, σε αυτήν εστιάζουμε, όχι στο αλάτι.

Ομως οι ειδικοί τονίζουν ότι και το αλάτι, ειδικά όταν το λαμβάνουμε πάνω από κάποια ποσότητα, είναι πρόβλημα και γι’ αυτό πρέπει η κατανάλωσή του να τεθεί υπό έλεγχο. Μάλιστα, το Βρετανικό Καρδιολογικό Ιδρυμα ζητεί από την κυβέρνηση να βάλει έναν έξτρα φόρο στο αλάτι ώστε να αποτρέψει τη βιομηχανία να το χρησιμοποιεί σε τόσο μεγάλες ποσότητες στην παρασκευή του έτοιμου φαγητού και των συσκευασμένων τροφίμων.

Γιατί είναι επικίνδυνο;

Η υψηλή πρόσληψη αλατιού οδηγεί σε υψηλή αρτηριακή πίεση που συχνά παραμένει αδιάγνωστη. Μια ασθένεια με την οποία ζουν αρκετοί άνθρωποι χωρίς να το γνωρίζουν και η οποία αποτελεί μία σιωπηλή ωρολογιακή βόμβα, που μπορεί να παραμείνει «κρυμμένη» μέχρι να προκαλέσει καρδιαγγειακά επεισόδια, προβλήματα με τα νεφρά και άλλες σοβαρές ασθένειες.

Πόσο αλάτι επιτρέπεται να καταναλώνουμε;

Οι ειδικοί εξηγούν ότι ένας ενήλικος δεν πρέπει να καταναλώνει περισσότερο από 6 γραμμάρια αλατιού την ημέρα αλλά αυτός είναι ένας στόχος που είναι δύσκολο να επιτευχθεί, με αποτέλεσμα η πλειοψηφία να ξεπερνάμε τα 6 γραμμάρια αλάτι (ένα κουταλάκι του γλυκού) την ημέρα.

 

Γιατί καταναλώνουμε περισσότερο από όσο πρέπει;

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι καταναλώνουμε πολύ αλάτι καθημερινά γιατί δεν είναι μόνο αυτό που προσθέτουμε οι ίδιοι στα φαγητά ή στις σαλάτες όταν μαγειρεύουμε που μετράει. Ενα μεγάλο μέρος της πρόσληψης αλατιού οφείλεται στο έτοιμο φαγητό, σε αυτό που παραγγέλνουμε ή τρώμε έξω, και το οποίο είναι πάντα πιο «αλμυρό» από το σπιτικό. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο αυτό.

Υπάρχουν πάρα πολλά τρόφιμα που δεν θεωρούμε ανθυγιεινά αλλά μας δίνουν πολύ αλάτι τελικά καθώς και συσκευασμένα τρόφιμα (π.χ. γλυκά) που δεν μπορούμε να φανταστούμε πόσο αλάτι περιέχουν.

Δηλαδή εκτός από τα πατατάκια και τα αλμυρά σνακ που γνωρίζουμε ότι είναι πολύ αλατισμένα, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το αλάτι μπορεί να κρύβεται και σε άλλα τρόφιμα, όπως:

Το τυρί, ορισμένα προϊόντα κρέατος, τα εναλλακτικά προϊόντα / υποκατάστατα κρέατος και γαλακτοκομικών, το ψωμί, τα αρτοσκευάσματα (π.χ. κριτσίνια, φρυγανιές, κρουασάν), τα αλλαντικά, η σάλτσα σόγιας και όλες οι έτοιμες σάλτσες, οι έτοιμες σούπες, οι κύβοι που προσθέτουμε στη μαγειρική, τα προμαγειρεμένα λαχανικά και τα ψάρια σε κονσέρβα.

Ένας ακόμα λόγος που συμβάλλει στην υπερκατανάλωση είναι και ότι καθώς η βιομηχανία τροφίμων πιέστηκε να μειώσει τη ζάχαρη αύξησε το αλάτι ώστε να μπορέσει να εξισορροπήσει τη γεύση που είχαν συνηθίσει οι καταναλωτές.

Έτσι, υπολογίζεται ότι το 75% της πρόσληψης αλατιού προέρχεται από επεξεργασμένα τρόφιμα, ενώ μόλις το 10% από αυτό που προσθέτουμε στο φαγητό μας όταν καθόμαστε το τραπέζι και ότι το υπόλοιπο 15% υπάρχει φυσικά στα τρόφιμα.

Πώς θα μειώσουμε την κατανάλωσή του;

Η αλήθεια είναι ότι αν κόβαμε το αλάτι θα καταφέρναμε να μειώσουμε την αρτηριακή μας πίεση και να τη φέρουμε σε φυσιολογικά επίπεδα, όμως τότε θα τρώγαμε ένα άνοστο φαγητό. Οι ειδικοί συστήνουν να προσπαθήσουμε να αντικαταστήσουμε το αλάτι με μυρωδικά και βότανα που θα νοστιμίσουν το φαγητό μας χωρίς να μας επιβαρύνουν, όπως το λεμόνι, η ρίγανη, το τζίντζερ, το δεντρολίβανο, το σκόρδο κ.ά.

Αυτό που επίσης συστήνουν είναι να μειώνουμε προοδευτικά την ποσότητα του αλατιού που προσθέτουμε στο φαγητό που μαγειρεύουμε καθώς επίσης να περιορίσουμε τα έτοιμα και συσκευασμένα τρόφιμα που καταναλώνουμε.

Παράλληλα, είναι σημαντικό να αυξήσουμε την πρόσληψη του καλίου από φρούτα και λαχανικά, το οποίο λειτουργεί «ανταγωνιστικά» ως προς το νάτριο, συμβάλλοντας στην αποβολή του από το σώμα.