Γιατί δεν μπορούμε να μείνουμε συγκεντρωμένοι για περισσότερο από 47 δευτερόλεπτα

Ολοένα και μεγαλύτερη διάσπαση προσοχής προκαλεί η χρήση ψηφιακών συσκευών και η διαρκής περιήγησή μας στο διαδίκτυο. Πώς αντιδρά ο ανθρώπινος εγκέφαλος στο multitasking, το άγχος απώλειας μηνυμάτων και τρόποι συγκέντρωσης

της Θεοδώρας Βασιλοπούλου

«Πριν από μερικές ημέρες είχα προγραμματίσει να μελετήσω 5 ώρες ιστορία. Έγραφα ένα τεστ την επόμενη μέρα και έκρινα σκόπιμο να το κάνω. Πάντα άκουγα ανθρώπους να λένε ότι “βοηθάει το να καταγράψεις το πρόγραμμά σου”, έτσι πήρα ένα μπορντώ στυλό και έγραψα τα κεφάλαια που ήθελα να μελετήσω. Έβαλα το τηλέφωνό μου σε λειτουργία πτήσης και άρχισα να μαθαίνω για το σιδηροδρομικό δίκτυο της Ελλάδας. Ναι καλά ακούσατε. Αφού απομνημόνευσα περίπου 10 γραμμές, άνοιξα ξανά το τηλέφωνό μου. “Σαν επιβράβευση”, σκέφτηκα. Ήταν 18:30 όταν άρχισα να περιηγούμαι σε όλες τις διαφορετικές εφαρμογές που είχα και όταν τελείωσα, ήταν 20:00».

Με αυτό τον τρόπο η 17χρονη Νεφέλη Παπαγεωργίου περιέγραψε σε ομιλία της στο 22ο Συνέδριο της Διεθνούς Οργάνωσης για την Υγεία των Εφήβων ένα φαινόμενο που συμβαίνει όχι μόνο σε συνομίληκους της, αλλά σε όλο το φάσμα των ηλικιών, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Μια εμβύθιση στον κόσμο του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ειδικότερα, που υπονομεύει κάθε δημιουργική δραστηριότητα και προκαλεί ολοένα και μεγαλύτερη διάσπαση της προσοχής.

Και όπως εξηγεί και η ίδια η Ν. Παπαγεωργίου, «παρόμοια με την άσκοπη παρακολούθηση τηλεόρασης, η περιήγηση σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης έχει μια αναισθητική επίδραση στο μυαλό. Η δημιουργικότητα απαιτεί συχνά ισχυρή συγκέντρωση ή σχετικά ήρεμο, χαλαρό μυαλό. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εμποδίζουν και τα δύο». Κι αυτό δεν αποτελεί απλά μια εμπειρική διαπίστωση αλλά προκύπτει και από σειρά μελετών.

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος και το multitasking

Συγκεκριμένα, ήταν το 2004, όταν η Γκλόρια Μαρκ, καθηγήτρια πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, παρακολούθησε εργαζόμενους κατά τη διάρκεια μιας τυπικής ημέρας στο γραφείο. Χρησιμοποιώντας ένα χρονόμετρο, σημείωνε κάθε φορά που άλλαζαν εργασία στον υπολογιστή τους. Διαπίστωσε λοιπόν ότι οι άνθρωποι αφιέρωναν κατά μέσο όρο μόλις δυόμισι λεπτά σε μια εργασία πριν πάνε στην επόμενη.

Όταν η Δρ Μαρκ επανέλαβε το πείραμα το 2012, ο μέσος χρόνος που περνούσαν οι εργαζόμενοι στο γραφείο σε μια εργασία είχε πέσει στα 75 δευτερόλεπτα. Και έκτοτε διαρκώς μειωνόταν. Και όπως γράφει συγκεκριμένα στο νέο της βιβλίο, πλέον ξοδεύουμε περίπου 47 δευτερόλεπτα σε οποιαδήποτε εργασία σε οθόνη και είναι οι ψηφιακές συσκευές που ευθύνονται για αυτή την ελλειμματική προσοχή.

Όποιος έχει προσπαθήσει να μελετήσει για εξετάσεις, να γράψει μια έκθεση ή να διαβάσει ένα βιβλίο συχνά διαπιστώνει πόσο δύσκολο είναι να συγκεντρωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς η σκέψη ταξιδεύει.

Όπως δηλώνει στην «Κ» ο Δρ. Κωνσταντίνος Σιώμος, ψυχίατρος παιδιών και εφήβων, διδάσκων Παιδοψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Διαταραχής εθισμού στο διαδίκτυο, έρευνες έχουν καταδείξει ότι κατά την περιήγηση μας στο διαδίκτυο, δεδομένου ότι οι πληροφορίες δίνονται σε ένα πολύ-παραθυρικό περιβάλλον, ο μέσος χρήστης πρέπει να ανταπεξέλθει γνωσιακά σε πολλαπλές ταυτόχρονες εργασίες. Επειδή όμως ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι δομημένος με συγκεκριμένο τρόπο, υπάρχουν σαφείς βιολογικοί περιορισμοί στη διενέργεια απαιτητικών γνωσιακών εργασιών. Συνεπώς, όσο περισσότερα καθήκοντα εναλλάσσει κάποιος, τόσο λιγότερο αποφασιστικές γίνονται οι δράσεις του και τόσο λιγότερη δυνατότητα έχει να σκεφτεί, ώστε να επιλύσει ένα πρόβλημα. Επίσης, όσο πιο έντονο είναι το multitasking, τόσο εξασκούμε τους εγκεφάλους μας να δίνουν προσοχή στο άχρηστο».

Ο φόβος μήπως χάσουμε κάποιο μήνυμα

Ασφαλώς οι κάθε λογής ειδοποιήσεις είναι μια σημαντική πηγή διάσπασης της προσοχής, καθώς οι ήχοι που προέρχονται από το κινητό μας προτρέπουν να ελέγξουμε τα μηνύματα ή το e-mail μας. Και επειδή ο εγκέφαλός μας είναι εξελικτικά σχεδιασμένος να δίνει προσοχή στο καινούργιο, αυτές οι ειδοποιήσεις είναι σχεδόν αδύνατο να αγνοηθούν. Και αν το προσπαθήσετε, πιθανότατα θα δείτε το άγχος σας να αυξάνεται…

«Είναι το φαινόμενο “Infobesity” από το info της πληροφορίας ή αλλιώς μεταμοντέρνο στρες, δηλαδή υπάρχει αυτή η υπερβολική πληροφορία σαν θόρυβος συνεχώς και το “Fomo” -fear of missing out- η αγωνία μήπως έχουμε χάσει κάποιο μήνυμα και κάποια πληροφορία και είμαστε μονίμως συνδεδεμένοι. Aυτό δεν μας δίνει τον χώρο να έχουμε ελεύθερο χρόνο να δημιουργηθεί αυτό το αίσθημα της “βαρεμάρας”, που δημιουργεί και ένα όνειρο, μια καινούργια ιδέα μια δημιουργική διάθεση και πολλές φορές δεν ξεκουράζεται και καθαρά οργανικά ο εγκέφαλος», λέει στην «Κ» η κ. Άρτεμις Τσίτσικα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Παιδιατρικής-Εφηβικής Ιατρικής στο ΕΚΠΑ και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εφηβικής Ιατρικής.

Οι ειδοποιήσεις στο κινητό και το άγχος

Όπως γράφουν σε δημοσίευμά τους οι NYT, ψυχολόγοι κάλεσαν χρήστες smartphone σε ένα δωμάτιο και έκαναν το εξής πείραμα: Συνέδεσαν τους συμμετέχοντες σε συσκευές που μετρούσαν τα επίπεδα διέγερσης και τους πήραν τα τηλέφωνά τους, με την πρόφαση ότι έκαναν παρεμβολές στον εξοπλισμό. Στη συνέχεια, οι ερευνητές έστειλαν μηνύματα στους συμμετέχοντες πολλές φορές. Τα τηλέφωνα ήταν αρκετά κοντά για να ακούγονται, αλλά πολύ μακριά για να μπορούν οι χρήστες τους να τα τσεκάρουν.

Το συμπέρασμα ήταν ότι όταν τα τηλέφωνά τους χτυπούσαν, τα επίπεδα διέγερσης των συμμετεχόντων αυξάνονταν, καθώς ένιωθαν ότι έπρεπε οπωσδήποτε να απαντήσουν ή τουλάχιστον να δουν από ποιον ήταν, και δεν μπορούσαν, με αποτέλεσμα αυτό να τους προκαλεί άγχος.

«Πιο κουρασμένος ο εγκέφαλος»

«Στην μετά-COVID εποχή βλέπουμε στα παιδιά ότι έχουν μεγάλη απομάκρυνση κι από τη μαθησιακή διαδικασία, δημιουργείται δηλαδή μια περιβαλλοντική ελλειμματική προσοχή και τα μικρότερα παιδιά χάνουν και δεξιότητες, δηλαδή μπορεί να παλινδρομούν, να μην εκφράζουν τόσες λέξεις όσες περιμένουμε στην ηλικία τους, ή να χάνουν δεξιότητες. Αλλά και στους ενήλικες βλέπουμε ότι δεν συγκεντρώνονται, δεν είναι αποδοτικοί, δεν αισθάνονται πλήρεις και δεν ξεκουράζονται. Υπήρξε και μια άλλη έρευνα στα παιδιά και στους εφήβους που έδειξε ότι ο εγκέφαλος μετά την πανδημία είναι λίγο πιο κουρασμένος και έχει μεγαλύτερη ηλικία στη δομή», προσθέτει η κ. Τσίτσικα.

Η απενεργοποίηση των ειδοποιήσεων είναι ένας καλός τρόπος για να μειώσει κανείς τους περισπασμούς, αλλά αυτό δεν θα λύσει εντελώς το πρόβλημα. Στην έρευνά της για τους υπαλλήλους γραφείου, η Δρ Μαρκ διαπίστωσε ότι οι εξωτερικοί περισπασμοί αντιπροσώπευαν μόνο τις μισές διακοπές εργασίας. Οι άλλοι μισοί προκαλούνταν από τους ίδιους τους υπαλλήλους. Μάλιστα το πιο ενδιαφέρον ήταν πως όταν ο αριθμός των εξωτερικών ερεθισμάτων μειώθηκε, αυξήθηκαν οι φορές που οι ίδιοι οι άνθρωποι διέκοπταν από μόνοι τους αυτό που έκαναν. Όπως εξηγεί η ειδικός, «μπαίνουμε σε αυτό το μοτίβο να μένουμε συγκεντρωμένοι για σύντομο χρονικό διάστημα», είπε. «Και αν δεν μας διακόπτει ένα εξωτερικό ερέθισμα, τότε αρχίζουμε εμείς να διακόπτουμε μια εργασία ή ενασχόλησή μας με κάτι».

Επιστήμονες εκτιμούν ότι αυτές οι παρορμήσεις για αυτοπερισπασμό προκαλούνται από το άγχος, καθώς η βαρύτερη χρήση smartphone συσχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης και άλλους δείκτες στρες. Και όπως εξηγεί ο Λάρι Ρόζεν, ομότιμος καθηγητής ψυχολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, το εντεινόμενο άγχος θα μπορούσε να δημιουργεί την ανάγκη να τσεκάρουμε τα μηνύματά μας ή το Twitter, ακόμη και αν το κινητό μας δεν κουδουνίζει ή δονείται.

«Γνωρίζουμε πλέον μετά από δεκαετή μελέτη πως ο εθισμός των νέων στο Διαδίκτυο εξαπλώνεται σε παγκόσμια κλίμακα και ήδη αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα για τις Ασιατικές χώρες. Έρευνες στην Ελλάδα και Κύπρο δείχνουν πως ο εθισμός των εφήβων στο διαδίκτυο, αφορά κυρίως τα αγόρια και τα διαδικτυακά παιχνίδια. Μάλιστα πολυάριθμες κλινικές μελέτες προσφέρουν αποδείξεις ως προς τις ομοιότητες μεταξύ χημικών εθισμών, άλλων συμπεριφορικών εθισμών (τζόγος, πορνογραφία, κοκ) και του εθισμού στο διαδίκτυο σε νευροβιολογικό επίπεδο», εξηγεί ο κ. Σιώμος.

Τεχνικές συγκέντρωσης

Για να ενισχύσουμε την προσοχή μας και να παρατείνουμε τον χρόνο που περνάμε μακριά από τα κινητά μας, ο Δρ Ρόζεν συνέστησε να κάνουμε το λεγόμενο «τεχνολογικό διάλειμμα». Πριν εστιάσουμε σε μια εργασία, αφιερώνουμε ένα ή δύο λεπτά για να ανοίξουμε όλες τις αγαπημένες μας εφαρμογές. Στη συνέχεια, ρυθμίζουμε ένα χρονόμετρο για 15 λεπτά, βάζουμε το τηλέφωνό μας σε σίγαση και το τοποθετούμε με την οθόνη προς τα κάτω. Όταν σβήσει το χρονόμετρο, παίρνουμε άλλο ένα ή δύο λεπτά για να ελέγξουμε το τηλέφωνό μας. Επαναλαμβάνουμε αυτόν τον κύκλο τρεις ή τέσσερις φορές πριν κάνουμε ένα μεγαλύτερο διάλειμμα από την εργασία μας.

Ο στόχος είναι να αυξηθεί σταδιακά ο χρόνος μεταξύ των «τεχνολογικών διαλειμμάτων», δημιουργώντας κενά 20, 30 και ακόμη και 45 λεπτών. Σύμφωνα με τον Δρ Rosen θα ξέρουμε ότι είμαστε έτοιμοι να εστιάσουμε για μεγαλύτερες περιόδους όταν σβήσει ο χρονοδιακόπτης και θέλουμε να παραμείνουμε στην εργασία μας αντί να πιάσουμε τη συσκευή μας.

Πάντως, αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι το ότι, σύμφωνα με τους ειδικούς, ο εγκέφαλός μας έχει την τάση να προσαρμόζεται στο στιλ της ανάγνωσης που απαιτεί το μέσο που χρησιμοποιούμε περισσότερο. Αυτό σημαίνει ότι όταν κοιτάζουμε μια οθόνη, όπου οι πληροφορίες ανανεώνονται διαρκώς και που είναι έτσι σχεδιασμένη ώστε να μας κάνει να σκρολάρουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα προς τα κάτω, το πιθανότερο είναι ότι θα εφαρμόσουμε την ίδια επιφανειακή τεχνική διαβάσματος και όταν κρατάμε στα χέρια μας ένα βιβλίο.