Η μερική απασχόληση στην Ελλάδα αποτελεί λύση ανάγκης για 7 στους 10 εργαζομένους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας (Eurostat) για το 2017. Συνολικά, εκτιμάται ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε) ένας στους 5 εργαζομένους, ήτοι τουλάχιστον 43 εκατομμύρια άτομα ηλικίας 15 έως 64 εργάστηκαν με μερική απασχόληση τον προηγούμενο χρόνο (19,4%).
Αναλυτικά, η μερική απασχόληση ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης κυμάνθηκε μεταξύ 15,6% και 19,6% τα τελευταία 15 χρόνια στην Ε.Ε.
Το 2017, το ποσοστό αυτό εκτιμάται σε 19,4% στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε. και 9,7% στην Ελλάδα. Μάλιστα, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και σε εγχώριο, το ποσοστό των μερικώς απασχολουμένων ως ποσοστό του συνόλου των απασχολουμένων, εξακολουθούσε να είναι πολύ υψηλότερο για τις γυναίκες (31,7% στην Ε.Ε και 14,1% στην Ελλάδα) από ό,τι για τους άνδρες (8,8% στην Ε.Ε. και 6,6 στη χώρα μας). Ηταν, επίσης, ελαφρώς υψηλότερο στη Ζώνη του Ευρώ (21,6% στο σύνολο). Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του ΕΦΚΑ, που προκύπτουν από τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις (ΑΠΔ) που υποβάλλουν οι εργοδότες του ιδιωτικού τομέα στο ταμείο, σχεδόν ένας στους 3 εργαζομένους (30%) απασχολείται με μερική απασχόληση και μισθό κάτω των 400 ευρώ. Συγκεκριμένα, από την επεξεργασία των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων (ΑΠΔ) που υποβλήθηκαν τον Νοέμβριο του 2017, από το σύνολο των 2.071.338 ασφαλισμένων μισθωτών, οι 629.687 εργάζονται με «ευέλικτες» μορφές εργασίας και καλούνται να ζήσουν με μισθό μόλις 385,53 ευρώ μεικτά.
Βέβαια, τα στοιχεία της Eurostat προκύπτουν με βάση το σύνολο των εργαζομένων, με αποτέλεσμα το ποσοστό αυτό να μειώνεται στην Ελλάδα σημαντικά κυρίως λόγω της υψηλής αυτοαπασχόλησης.
Απ’ όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., η μερική απασχόληση ήταν μακράν η πιο διαδεδομένη στην Ολλανδία, καθώς ένας στους δύο Ολλανδούς (49,8%) εργαζόταν με μερική απασχόληση το 2017. Αντίστοιχα, με μερική απασχόληση είναι περίπου ένας στους τέσσερις εργαζομένους στην Αυστρία (27,9%), στη Γερμανία (26,9%), στη Δανία (25,3%), στο Ηνωμένο Βασίλειο (24,9%), στο Βέλγιο (24,5%) και στη Σουηδία (23,3%).
Στον αντίποδα, η μερική απασχόληση αντιπροσώπευε λιγότερο από το 5% της συνολικής απασχόλησης στη Βουλγαρία (2,2%), στην Ουγγαρία (4,3%) και στην Κροατία (4,8%).
Χαμηλά ποσοστά καταγράφηκαν επίσης στη Σλοβακία (5,8%), στην Τσεχική Δημοκρατία (6,2%), στην Πολωνία (6,6%), στη Ρουμανία (6,8%), στη Λιθουανία (7,6%) και στη Λετονία (7,7%).
Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν, επίσης, ότι η μερική απασχόληση αποτελεί λύση ανάγκης και όχι βασική επιλογή για τους περισσότερους εργαζομένους που απασχολούνται με αυτή τη σχέση εργασίας και βρίσκονται στα κράτη-μέλη του Νότου.
Ετσι, ενώ συνολικά μεταξύ των ατόμων που απασχολούνταν με μερική απασχόληση στην Ε.Ε. το 2017, πάνω από το ένα τέταρτο (26,4%) δεν επέλεξε ενεργά αυτό το μοντέλο εργασίας, στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται στο 70,2% του συνόλου των εργαζομένων με μερική απασχόληση. Αντίστοιχα, υψηλά ποσοστά καταγράφονται στην Κύπρο (67,4%) και ακολουθούν Ιταλία (62,5%), Ισπανία (61,1%), Βουλγαρία (58,7%), Ρουμανία (55,8%), Πορτογαλία (47,5%) και Γαλλία (43,1%).
Αντίθετα, η ακούσια μερική απασχόληση αντιπροσώπευε λιγότερο από το 10% της συνολικής μερικής απασχόλησης στην Εσθονία (7,5%), στο Βέλγιο (7,8%), στις Κάτω Χώρες (8,2%), στην Τσεχία (9,1%) και στη Μάλτα (9,6%).
kathimerini.gr