Την κάθαρση που μπορεί να επέλθει όταν βρίζουμε επιβεβαιώνει μια ανασκόπηση μελετών, δίνοντας ακόμα μια ερμηνεία στη γνωστή λαϊκή ρήση «η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει μα κόκκαλα τσακίζει»
Όχι ότι περιμέναμε την επιστήμη να μας πει το… αυτονόητο, όμως σύμφωνα με νεότερη εκτενέστερη μελέτη, οι βωμολοχίες έχουν μεγαλύτερη επικοινωνιακή δύναμη απ’ ότι οι απλές και καθημερινές λέξεις χωρίς ιδιαίτερο συναισθηματικό πρόσημο.
Με το θέμα ασχολήθηκε ο ψυχολόγος δρ. Richard Stephens του Πανεπιστημίου Keele, μαζί με συναδέλφους του από τα πανεπιστήμια του Ulster, του Westminster και του Södertörn στη Σουηδία. Η ερευνητική ομάδα διεξήγαγε μια μεγάλη ανασκόπηση περισσότερων από 100 ακαδημαϊκών ερευνών, οι οποίες διερευνούσαν τη δύναμη της βρισιάς. Τα συμπεράσματά τους δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Lingua.
Οι έρευνες που εξετάσθηκαν αποδεικνύουν ότι σε μια βρισιά περιέχονται πλήθος φυσιολογικών, γνωστικών και συναισθηματικών επιδράσεων. Η ίδια η εργασία του δρ. Stephens, για παράδειγμα, ανέδειξε ότι μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για να βοηθήσει τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τον πόνο και να βελτιώσουν την απόδοσή τους κατά τη διάρκεια της άσκησης.
Άλλες μελέτες ανέδειξαν μια σειρά από συγκεκριμένες διαπροσωπικές επιδράσεις- από την επιθετικότητα και την προσβολή μέχρι το χιούμορ, την εμπιστοσύνη και τον κοινωνικό δεσμό.
Η ομάδα μελέτης επί του παρόντος στοχεύει στην πηγή, για να ανακαλύψει τι είναι αυτό που δημιουργεί αυτές τις επιδράσεις ειδικότερα στις βωμολοχίες. Από την ανασκόπησή τους, διαπίστωσαν ότι πολύ λίγα είναι προς το παρόν γνωστά για το τι κάνει αυτή τη μορφή επικοινωνίας διαφορετική και ακόμα πιο ισχυρή από την κανονική χρήση της γλώσσας.
«Αν ζητήσετε από τους περισσότερους ανθρώπους να εξηγήσουν τη δύναμη της βρισιάς, πιθανότατα θα δώσουν απάντηση σύμφωνη με αυτό που αποκαλούμε υπόθεση “σαπούνι και νερό”. Η ιδέα είναι ότι οι άνθρωποι έχουν κάποιου είδους παιδική εμπειρία που τους τιμωρεί ένας ενήλικας επειδή βρίζουν. Η ανάμνηση αυτού του δυσάρεστου γεγονότος συνδέεται για πάντα με το βρίσιμο. Δυστυχώς, οι αποδείξεις γι’ αυτό στην τρέχουσα έρευνα είναι αδύναμες, οπότε η ετυμηγορία για το από πού αντλεί η βρισιά τη δύναμη της παραμένει ακόμα ένα σημαντικό ερώτημα» επισημαίνει ο δρ. Richard Stephens.
Από την πλευρά της, η δρ. Karyn Stapleton από το Πανεπιστήμιο του Ulster πρόσθεσε: «Η ανασκόπησή μας συγκέντρωσε μελέτες από ένα ευρύ φάσμα τομέων -συμπεριλαμβανομένης της γλωσσολογίας, της ψυχολογίας και της νευροεπιστήμης- με στόχο να κατανοήσουμε πώς μια βρισιά διαφέρει από άλλες μορφές χρήσης της γλώσσας. Βασικά, διαπιστώσαμε ότι η βρισιά κάνει πράγματα που η άλλη γλώσσα δεν κάνει! Γνωρίζουμε ότι αυτά τα αποτελέσματα δεν προέρχονται από τις ίδιες τις λέξεις, μια βρισιά σε μια άγνωστη γλώσσα θα φαίνεται ακριβώς όπως οποιαδήποτε άλλη λέξη και δεν θα παράγει κανένα από αυτά τα αποτελέσματα. Μεγάλο μέρος του κοινωνικού αντίκτυπου της βρισιάς προέρχεται από τη δυνατότητά της να προκαλέσει προσβολή – αλλά αυτό δεν εξηγεί πώς αποκτά τόσο βαθιά φυσιολογική, συναισθηματική και γνωστική σημασία για τα άτομα».