Χειραγωγούσαν κόσμο από το… «call center» στο Ζεφύρι – Άρπαζαν από 100 ευρώ έως εκατοντάδες χιλιάδες από λογαριασμούς
Πυκνή ήταν η ατζέντα των Ρομά που είχαν στήσει ένα φρούριο απάτης στους καταυλισμούς της Δυτικής Αττικής για να καταλήξουν μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο να έχουν παραπλανήσει δεκάδες θύματα ανά την Ελλάδα, με τη λεία τους να ανέρχεται στα 2 εκατ. ευρώ.
Έχοντας αναπτύξει μια πολυπληθή ομάδα με ειδική δομή, ξεκινούσαν την εφαρμογή των μεθόδων χειραγώγησης του κόσμου από το λεγόμενο «call center» στο Ζεφύρι κι οι δράσεις τους έφταναν μέχρι το χάκινγκ για να αρπάζουν μεγάλα χρηματικά ποσά από τραπεζικούς λογαριασμούς.
Η αλίευση των θυμάτων δεν είχε όρια, αφού είχαν ξεγελάσει από κληρικούς μέχρι ιδιοκτήτες κέντρων διασκέδασης και φιλοξενίας, επιχειρηματίες όπως και λογιστές. Υπήρχαν, δε, περιπτώσεις, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που παρουσιάζει το protothema.gr, που η απάτη ήταν τόσο ευρεία με τα ποσά που αποσπούσαν να ξεπερνούν ανά άτομο και τα… 100 ευρώ. Οι περιπτώσεις που παρατίθενται είναι ενδεικτικές του τρόπου δράσης των Ρομά.
Πριν από μερικούς μήνες, την 27η Ιανουαρίου οι δράστες εξαπάτησαν 60χρονο επιχειρηματία αντιπροσωπείας μοτοσικλετών στο Χαϊδάρι και αφού τον έπεισαν να τους γνωστοποιήσει τα στοιχεία της ηλεκτρονικής τραπεζικής, του απέσπασαν πόσο 6.890 €. Λίγες ημέρες αργότερα, μέσα από απανωτά τηλεφωνήματα, εξαπάτησαν αλβανικής καταγωγής άνδρα στην Κοζάνη, αποσπώντας του 5.450€.
Το καλοκαίρι, οι κακόβουλες ενέργειες των Ρομά εκτείνονταν μέχρι τα νησιά. Στο μέσον της τουριστικής σεζόν, τον Ιούλιο, εξαπάτησαν γυναίκα ξενοδόχο στην Κάρπαθο, την οποία λύγισαν οικονομικά, αφού της άρπαξαν 128.700 ευρώ από τον λογαριασμό της.
Στη συνέχεια «χτύπησαν» σε έναν πολύ δημοφιλή προορισμό, τη Σαντορίνη, όπου εξαπάτησαν επιχειρηματία μονάδων φιλοξενίας, από τον οποίο κι απέσπασαν 135.000. Πέραν των επιχειρηματιών στα νησιά, είχαν αποσπάσει το ποσό των 105.000 από υπάλληλο ιδιωτικής κλινικής στο Γαλάτσι.
Οι Ρομά ξεγελούσαν και πολλούς κατοίκους της Αττικής και της περιφέρειας, όπως την Α.Ε. αφού κατάφεραν να φτάσουν στους κωδικούς των συναλλαγών της και να αρπάξουν πάνω από 10.000€. Τον Σεπτέμβριο εξαπάτησαν κάτοικο της Λάρισας και μετέφεραν από τον λογαριασμό της 3.900€, ενώ από κάτοικο της Ρόδου άρπαξαν…16.000 €.
Τον περασμένο Φεβρουάριο, οι δράστες εξαπάτησαν 41χρονη αλλοδαπό, υπήκοο Αλβανίας που ζούσε στη Ρόδο, από την οποία πήραν 7.000€, ενώ από έναν άλλον κάτοικο στο Κερατσίνι είχαν αποσπάσει πάνω από 18.000€.
Τον περασμένο Νοέμβριο, οι Ρομά εξαπάτησαν κάτοικο Κατερίνης και σύζυγο εκπροσώπου επιχειρήσεων εμπορίας υγρών καυσίμων για να αποσπάσουν τελικά το ποσό των 6.000€. Από έμπορο κυνηγετικών όπλων στο Γκάζι είχαν δε φτάσει στο σημείο να αρπάξουν 60.000, ενώ από ασφαλιστή στη Θεσσαλονίκη 5.000 ευρώ.
Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι οι Ρομά είχαν απλώσει τα πλοκάμια τους μέχρι τον κλήρο, συγκεκριμένα εξαπάτησαν μοναχή στην άνω Σύρο, από την Ιερά Μονή Αδελφών του Ελέους της Καθολικής εκκλησίας στην Ερμούπολη, από την οποία κι απέσπασαν σχεδόν 50.000 €. Από μητροπολίτη, δε, στη Φθιώτιδα άρπαξαν 21.000€.
Σοβαρό πλήγμα είχαν επιφέρει και σε κατασκευαστική εταιρεία στην Πιερία αφού από τη λογίστρια που εργαζόταν εκεί πήραν τα στοιχεία για να αρπάξουν 125.000 ευρώ. Αλώβητη δεν έμεινε και εταιρεία επισκευών πλοίων, στον Πειραιά, αφού από τον γενικό διευθυντή της απέσπασαν σχεδόν 49.000 ευρώ.
Στις 87.000 € έφτασε το ποσό που άρπαξαν από υπάλληλο βιομηχανίας τροφίμων στην Κατερίνη, ενώ από εκπρόσωπο βιομηχανίας πλαστικών στην Εύβοια έκλεψαν 38.540 €. Στην Κατερίνη και πάλι είχαν, δε, αρπάξει 11.000 € από επιχειρηματία συστημάτων αλουμινίου.
Η μεθοδολογία
Ολα ξεκινούσαν όταν ένα από τα μέλη επικοινωνούσε τηλεφωνικά και με κάποιο πρόσχημα, όπως εξόφληση χρέους από προηγούμενη αγορά προϊόντων ή προκαταβολή αξίας παρεχόμενης υπηρεσίας, προσπαθούσε να μάθει τον IBAN του λογαριασμού του υποψήφιου θύματος. Κατά την επικοινωνία του τηλεφωνητή με το θύμα συμμετείχε ενίοτε και άλλος δράστης, άνδρας ή γυναίκα, τον οποίο σύστηνε ο πρώτος ως λογιστή ή παιδί του, που θα βοηθούσε στη διεκπεραίωση της ηλεκτρονικής συναλλαγής.
Λαμβάνοντας οι Ρομά γνώση του αριθμού IBAN, έστελναν στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή στην τηλεφωνική σύνδεση των θυμάτων τους κατάλληλα διαμορφωμένο μήνυμα με περιεχόμενο ανάλογο της εξόφλησης οφειλής που περιείχε υπερσύνδεσμο, ο οποίος οδηγούσε σε διαδικτυακό περιβάλλον παρόμοιο με εκείνο του τραπεζικού ιδρύματος του υποψήφιου θύματος με κενά, προς συμπλήρωση, πεδία για τη δήθεν έγκριση της πληρωμής. Οταν μάλιστα επρόκειτο για επιχείρηση, ο δράστης με διάφορα προσχήματα, όπως την έκδοση τιμολογίου στο όνομα της επιχείρησης, ζητούσε να πληροφορηθεί το IBAN του εταιρικού λογαριασμού με σκοπό τη μεγιστοποίηση του παράνομου κέρδους.
Με αυτόν τον τρόπο ο δράστης έπειθε το θύμα να συμπληρώσει τα προσωπικά του στοιχεία, προτάσσοντας τη δικαιολογία ότι είναι απαραίτητο για την έγκριση της πληρωμής. Μόλις όμως τα συμπλήρωνε μέσω του υπερσυνδέσμου, τα στοιχεία κοινοποιούνταν στα μέλη της οργάνωσης που έτσι αποκτούσαν πρόσβαση στην ηλεκτρονική τραπεζική των θυμάτων τους και ξεκινούσαν τις μεταφορές χρημάτων.
Στρατολόγηση συνεργών
Το τηλεφωνικό κέντρο είχε στηθεί στις περιοχές του Ζευγολατιού και των Εξαμιλίων Κορινθίας. Στη συνέχεια, όμως, παρατηρήθηκε ότι στην ευρύτερη περιοχή της Κορινθίας οι Ρομά είχαν ενεργοποιήσει κεραίες κινητής τηλεφωνίας, κάτι που επέτρεπε τη δράση τουλάχιστον τριών ατόμων. Χρησιμοποιούσαν δε τηλεφωνικές συνδέσεις που είχαν ενεργοποιηθεί στο όνομα ανύπαρκτων αλλοδαπών ή τρίτων προσώπων (ghost phones), τις οποίες ενάλλασσαν και ανανέωναν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενώ επικοινωνούσαν με κωδικοποιημένες φράσεις, κυρίως της διαλέκτου των Ρομά.
Τα ανώτερα στην ιεραρχία στελέχη της οργάνωσης καθοδηγούσαν τα κατώτερα, εποπτεύοντας τη δράση τους. Κατά τις μεταφορές των χρηματικών ποσών δεν χρησιμοποιούσαν δικούς τους τραπεζικούς λογαριασμούς, αλλά τρίτων προσώπων («money mules»), τα οποία στρατολογούσαν αντί χρηματικής αμοιβής 300 με 500 ευρώ. Τα πρόσωπα αυτά παρέδιδαν τις τραπεζικές τους κάρτες, τα στοιχεία της ηλεκτρονικής τραπεζικής, καθώς και την τακτοποιημένη στην τράπεζά τους τηλεφωνική σύνδεση στην οποία λάμβαναν τους κωδικούς μιας χρήσης, οπότε ο έλεγχος των τραπεζικών λογαριασμών τους περνούσε απευθείας στα μέλη της οργάνωσης.
Προκειμένου όμως να μην αποκαλυφθεί ο τρόπος λειτουργίας τους, οι ανώτεροι καθοδηγούσαν τους στρατολογημένους δικαιούχους των τραπεζικών λογαριασμών να δηλώσουν λίγες ημέρες αργότερα σε αστυνομική υπηρεσία την απώλεια ή κλοπή τους. Σημειώνεται ότι εκείνοι που στρατολογούνταν, οι συνεργοί στην απάτη, είχαν μεγάλη οικονομική ανάγκη, καθώς, μεταξύ άλλων, επρόκειτο για τοξικομανείς και τζογαδόρους.
Πρώτο Θέμα