Ο επικεφαλής της Vodafone στην Ελλάδα, Χάρης Μπρουμίδης, προανήγγειλε αυξήσεις στα τιμολόγια της εταιρείας, υποστηρίοζντας πως το πραγματικό κόστος των τηλεπικοινωνιών, λόγω υλικών και ενέργειας, είναι πολύ υψηλότερο από το όριο του ποσοστού των αυξήσεων στα τιμολόγια.
Σύμφωνα με τον Χάρη Μπρουμίδη, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα οι εταιρείες που κάνουν επενδύσεις να μπορούν να αντεπεξέρχονται στις υψηλές πληθωριστικές πιέσεις κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με δυνατότητα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, κάτι που ήδη εφαρμόζεται εδώ και μήνες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες
Όπως σημείωσε ο επικεφαλής της Vodafone, η κινητή τηλεφωνία δεν είναι ακριβή στην Ελλάδα, δεδομένης της καλύτερης ποιότητας των υπηρεσιών και του ακριβότερου κόστους επέκτασης των δικτύων. Αν εφαρμοστεί αύξηση στα τιμολόγια αντίστοιχη με τα επίπεδα του πληθωρισμού, δεν θα είναι ευχάριστο, αλλά θα βοηθήσει τις εταιρείες – τόνισε.
Σημειώνεται πως με δεδομένο ότι ο μέσος λογαριασμός στα συμβόλαια είναι 25 με 30 ευρώ, αν εφαρμοστεί το 10% του περυσινού πληθωρισμού, η επιβάρυνση είναι 2,5 ευρώ με 3 ευρώ τον μήνα. «Δεν θα είναι ευχάριστο, αλλά εδώ που είναι οι τιμές, το να πληρώσει κάποιος 2,5 ευρώ παραπάνω τον μήνα, δεν είναι κάτι», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επιπρόσθετα, σημείωσε πως οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου δεν επιτρέπουν αυξήσεις, αλλά αναπροσαρμογές ανεξάρτητες της πρόθεσης του παρόχου, όπως είναι η πληθωριστική.
Ειδικά για τα δεδομένα κινητής, ο Χάρης Μπρουμίδης τόνισε ότι αποτελούν, ίσως, το μοναδικό αγαθό του οποίου η τιμή υποχωρεί συνεχώς, ανεξαρτήτως της μεταβλητότητας των μακροοικονομικών συνθηκών και των πληθωριστικών πιέσεων.
Σε κάθε περίπτωση, όπως υπενθύμισε ο ίδιος, η ανάπτυξη, συντήρηση και λειτουργία δικτύων νέας γενιάς είναι μια επένδυση με μεγάλο ενεργειακό κόστος. Κι αυτό γιατί η ενεργειακή κρίση πλήττει εξακολουθητικά και με σφοδρότητα τον τηλεπικοινωνιακό κλάδο. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τις ανάγκες ρευματοδότησης που έχει η λειτουργία των σταθμών βάσης, των δικτύων και των data centers, προσθέτοντας πως «η επιβάρυνση δεν προέρχεται μόνο από το ενεργειακό κόστος καθώς παράλληλα έχουν επέλθει σημαντικές αυξήσεις και σε υλικά, πρώτες ύλες, υπηρεσίες τρίτων».