Οι οδηγοί πολλές φορές πρέπει να είναι οπλισμένοι με υπομονή για να βρεθεί μία θέση πάρκινγκ, ωστόσο αν παρκάρουν σε σημεία που δεν επιτρέπεται υπάρχουν ποινές.
Η εύρεση πάρκινγκ είναι ένας καθημερινός αγώνας με αποτέλεσμα ορισμένοι οδηγοί πολλές φορές να σταθμεύουν, όπου πιστεύουν ότι μπορούν ακόμα και σε σημεία που δεν επιτρέπεται.
Πλέον και με τις ημέρες να μετρούν αντίστροφα για τα Χριστούγεννα οι δρόμοι των πόλεων να έχουν γεμίσει και πάλι με αυτοκίνητα και μία θέση πάρκινγκ ειδικά στις πυκνοκατοικημένες περιοχές είναι πολλές φορές δυσεύρετη.
Οι οδηγοί πολλές φορές πρέπει να είναι οπλισμένοι με αρκετή υπομονή και για να βρεθεί μία θέση πάρκινγκ πολλές φορές χρειάζεται και τύχη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα πολλοί οδηγοί να σταθμεύουν τα οχήματά τους όπου βρουν. Έτσι κάποιος μπορεί να δει αυτοκίνητα σε αρκετά σημεία, στα οποία δεν επιτρέπεται η στάση και η στάθμευση.
Έτσι κάποιοι μπορεί να σταθμεύσουν το όχημά τους σε σημεία που υπάρχουν κυρώσεις που μπορεί να φτάσουν μέχρι και την αφαίρεση διπλώματος.
Συγκεκριμένα σε περίπτωση που κάποιος παρκάρει σε κεκλιμένο επίπεδο (ράμπα) διάβασης ατόμων με αναπηρία ή πάνω σε «οδηγό» τυφλών, ή σε ειδικούς χώρους στάθμευσης οχημάτων ατόμων με αναπηρία κάτι τέτοιο εκτός από έλλειψη παιδείας προβλέπει και ποινές.
Τι προβλέπει ο ΚΟΚ
Ειδικότερα σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 34 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας με τίτλο «Στάση και Στάθμευση», όποιος παρκάρει σε θέση όπου βρίσκεται κεκλιμμένο επίπεδο (ράμπα) διάβασης ατόμων με μειωμένη κινητικότητα και σε χώρους στάθμευσης αποκλειστικά για συγκεκριμένο όχημα ατόμων με μειωμένη κινητικότητα, τιμωρείται με διοικητικό πρόστιμο 150 ευρώ και επί τόπου αφαίρεση των στοιχείων κυκλοφορίας και της άδειας οδήγησης για 60 ημέρες.
Σε περίπτωση υποτροπής μέσα σε διάστημα έξι 6 μηνών η άδεια οδήγησης αφαιρείται για διπλάσιο χρονικό διάστημα και ο παραβάτης υποχρεούται σε επανεξέταση για την επαναχορήγησή της.
Τα παραπάνω διοικητικά πρόστιμα ορίζονται στο ήμισυ, όταν οι παραβάσεις αφορούν σε μοτοποδήλατα ή μοτοσικλέτες.
Αν η παράνομη στάθμευση συνεχίζεται και πέραν των τριών ωρών από τη βεβαίωση της παράβασης, βεβαιώνεται νέα παράβαση από το ίδιο ή άλλο όργανο και μετά την πάροδο του δεύτερου τρίωρου γίνεται μεταφορά του οχήματος. Εάν παρεμποδίζεται και η κυκλοφορία στο δρόμο, τότε η μεταφορά του οχήματος γίνεται αμέσως.