Η ονομασία Ραγκουτσάρια εικάζεται ότι προέρχεται από το λατινικό rogatores, που σημαίνει ζητιάνοι. Οι μεταμφιεσμένοι, κρυμμένοι πίσω από προβιές και αυτοσχέδιες μάσκες, γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και ζητούν από τους νοικοκύρηδες να τους δώσουν δώρα και κεράσματα προκειμένου να διώξουν τα κακά πνεύματα.
Οι συμμετέχοντες έβγαιναν στους δρόμους σαν «τσαρανιασμένοι ραγκουτσάρηδες», βαμμένοι δηλαδή με μαύρο χρώμα στο πρόσωπο και στο σώμα, φορώντας ό,τι έβρισκαν στα σεντούκια τους.
Μέχρι το 1930 κυρίαρχη ήταν και η παρουσία του Βάκχου στη γιορτή, που έσερνε έναν γάιδαρο στολισμένο με κληματόφυλλα. Στο σαμάρι του μετέφερε το ξόανο του θεού Διόνυσου μέσα στο οποίο είχε ένα βαρελάκι κρασί.
Και μπορεί τα σύμβολα του Βάκχου να εξέλιπαν στην πορεία, η βακχική όμως ατμόσφαιρα, το κρασί και το τσίπουρο εξακολουθούν να ρέουν άφθονα στα Ραγκουτσάρια.
Η γιορτή αρχίζει ανήμερα των Θεοφανίων, μετά τη ρίψη του σταυρού και τον αγιασμό των υδάτων.