Στην είσοδο του διαμερίσματος υπήρχε μία μόνο καρέκλα εργασίας, με πόδια χαμηλά, που τη βοηθούσε να ράβει κάτι επιτόπου πάνω στο φόρεμα και να συμμαζεύει το ύφασμα από το έδαφος. Στο σαλόνι είχε καθρέφτες πελώριους και χρυσούς, μέσα από τους οποίους περιεργαζόταν τις πελάτισσές της και αναμετριόταν με τη διάνοιά της.
Τα βιβλία ήταν πολλά, αλλά μερικά χρόνια μετά δεν χωρούσαν τη φήμη και τα κατορθώματά της. Οι τοίχοι είχαν σκουρόχρωμες και βαριές ταπετσαρίες. Στα ξυλόγλυπτα διαχωριστικά διέκρινε κανείς ανατολίτικα μοτίβα και τις καμέλιες που λάτρευε, γιατί στην Ασία συμβολίζουν την καθαρότητα και τη μακροζωία. Στις γωνιές των δωματίων σε περιεργάζονταν μεγάλα γλυπτά, ελάφια, καμήλες και ελέφαντες. Πάνω στο κεντρικό τραπεζάκι γυάλιζαν οι κρύσταλλοι που της χάριζαν οι παλιές κατακτήσεις. Παραδίπλα ένα μικροσκοπικό μεταλλικό κλουβί είχε δύο πουλάκια. Στο σεκρετέρ ήταν μόνιμα ακουμπισμένα τα γυαλιά της. Και ολόγυρα «πετούσαν» κι έπαιζαν κρυφτό με τους επισκέπτες αντικείμενα που με τα χρόνια μετατράπηκαν σε σήμα κατατεθέν του οίκου: γαλλικά κλασικά έπιπλα, αρχαιότητες, ιταλικές επιρροές και γιαπωνέζικα μπιμπελό.
Σε μια αέναη και αδυσώπητη μάχη με το παρελθόν, η Κοκό Σανέλ όχι μόνο ξεπέρασε όσα εμπόδια της κληροδότησε η ταπεινή καταγωγή της αλλά εφηύρε την ιδέα της νέας γυναίκας μόνο και μόνο για να νιώθει η ίδια άνετα με την όποια γκαρνταρόμπα της. Εξωραϊσμοί και εξιδανικεύσεις δεν της περίσσευαν. Μόνο ανεξερεύνητες ιστορίες (όπως αυτές για τον τρόπο που δημιούργησε τα περίφημα αρώματά της) και ατάκες που χάρισαν στον θηλυκό πληθυσμό αιώνια επιχειρήματα.
Οι πολυέλαιοι άστραφταν, η Ανατολή έδινε τα χέρια με τη Δύση, η γνώριμη μεγάλη οβάλ πολυθρόνα στην οποία μισοξάπλωνε με το τσιγάρο στο χέρι όριζε τον θρόνο του σπιτιού. Και το παριζιάνικο ταμπελάκι στην είσοδο του κτιρίου έγραφε «31, Rue Cambon». Οικείο και μεγαλοπρεπές, μυστηριώδες και απρόσιτο ήταν το διαμέρισμα στο οποίο η Κοκό Σανέλ άλλαξε την ιστορία του ενδύματος τον 20ό αιώνα. Αν το καλοσκεφτείς, όλα υπήρχαν από την πρώτη στιγμή σε εκείνο το διαμέρισμα-ατελιέ.
Αλλά χρειάστηκαν 87 χρόνια για να περάσει και να φύγει από τη ζωή η δαιμόνια σχεδιάστρια για να το συνειδητοποιήσουμε. Η διάθεσή της να πειραματιστεί με υφάσματα φάνηκε από τότε που τόλμησε να ντύσει τον καναπέ με σουέντ, ενώ η καλή παρισινή κοινωνία ερωτοτροπούσε αποκλειστικά με το βελούδο. Οι κόκκινοι τόνοι στα έπιπλα έγιναν το χαρακτηριστικό κόκκινο κραγιόν Chanel. Η αγάπη για το μέταλλο μετατράπηκε στο πιο πολυπόθητο λογότυπο του πλανήτη. Το οκταγωνικό σχήμα του καθρέφτη στον τοίχο ήταν η έμπνευση για το καπάκι του αρώματος CHANEL No 5. Οι καμέλιές της έφυγαν από τους τοίχους και στόλισαν πέτα, μαλλιά και λαιμούς σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οι πέρλες της έπλεξαν με αλυσίδες. Οι μεγάλες μαύρες επιφάνειες λάκας που λάτρευε έγιναν η γυαλιστερή, γνώριμη συσκευασία των καλλυντικών της. Το πουλί στο μικρό κλουβί έγινε η έμπνευση για την καμπάνια του «Coco» με πρωταγωνίστρια τη Βανέσα Παραντί. Ακόμα και κάποια χρυσά στάχυα που είχε σε μια γωνιά τα αποθέωσε ο Καρλ Λάγκερφελντ, τοποθετώντας τα παντού στη συλλογή του οίκου Άνοιξη-Καλοκαίρι 2010. Όσο για τα λιοντάρια που ποτέ κανείς μέχρι σήμερα δεν τόλμησε να μετακινήσει από το σπίτι της, θα θυμίζουν πάντα το ζώδιο αυτού του «ιερού τέρατος» που γεννήθηκε τέτοιες μέρες πριν από 134 χρόνια (19 Αυγούστου 1883).
Είναι τόσο πολλά τα παραδείγματα που φωνάζουν πως αυτή η σατανική mademoiselle ανέκαθεν ήξερε πως ήρθε στη ζωή για να αλλάξει μια και καλή την ιστορία του ενδύματος και της μόδας. Στον λαιμό φορούσε τουλάχιστον δύο σειρές πέρλες, αλλά ανάμεσά τους υπήρχε συνήθως μια μεταξωτή λευκή κορδέλα, στην άκρη της οποίας κρεμόταν ένα ψαλίδι. Η συνέχεια του χεριού της ήταν πάντα ένα τσιγάρο. Από τα στενά καπέλα της ξεχώριζαν το σικ καρέ κούρεμα και τα μαργαριτάρια στα αυτιά.
Ήταν αφόρητα προληπτική και γύρω της στοίβαζε διαρκώς γλυπτά από διαφορετικά ζώα και θρησκευτικά αντικείμενα για να νιώθει προστατευμένη ανά πάσα στιγμή. Είχε πνεύμα συναρπαστικό και μάτια που έβγαζαν φωτιές. Μυγιάγγιχτη, δουλευταρού και ευέξαπτη, ελάχιστα υπομονετική, η Κοκό ήξερε να αναρριχάται στην υψηλή κοινωνία, να διακρίνει αμέσως ποιοι άντρες τής ήταν χρήσιμοι (ακόμα κι αν αυτοί ήταν συνεργάτες των Γερμανών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) και με ποιους έπρεπε να πλαγιάσει. Είχε την ευφυΐα να μετατρέψει τη ζωή της από ένα σκοτεινό παραμύθι που ξεκίνησε στην απόλυτη ένδεια σε μια ανεπανάληπτη, μαγική ιστορία που ολοκληρώθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1971, σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου Ritz με θέα την πλατεία Βαντόμ. Σε μια αέναη και αδυσώπητη μάχη με το παρελθόν, η Κοκό Σανέλ όχι μόνο ξεπέρασε όσα εμπόδια της κληροδότησε η ταπεινή καταγωγή της αλλά εφηύρε την ιδέα της νέας γυναίκας μόνο και μόνο για να νιώθει η ίδια άνετα με την όποια γκαρνταρόμπα της. Εξωραϊσμοί και εξιδανικεύσεις δεν της περίσσευαν. Μόνο ανεξερεύνητες ιστορίες (όπως αυτές για τον τρόπο που δημιούργησε τα περίφημα αρώματά της) και ατάκες που χάρισαν στον θηλυκό πληθυσμό αιώνια επιχειρήματα.
Η γυναίκα που εισήγαγε την απλότητα στις ντουλάπες μας δεν ήταν καθόλου απλή η ίδια. «Η μόδα δεν είναι κάτι που υπάρχει μόνο στα φορέματα. Υπάρχει στον ουρανό, στον δρόμο, έχει να κάνει με τις ιδέες, τον τρόπο που ζούμε, με αυτό που συμβαίνει» έλεγε και παραδεχόταν πως η ζωή της δεν την ευχαριστούσε, οπότε τη δημιούργησε όπως ήθελε. Βιογράφοι της, μάλιστα, ισχυρίζονται πως «μεταποιούσε» τα γεγονότα της ζωής της με τρόπο που να βολεύει την αφήγηση που είχε επιλέξει.
Έλεγε, για παράδειγμα, πως η μητέρα της, Ζαν, πέθανε από φυματίωση όταν εκείνη ήταν έξι ετών. Η Τζάστιν Πικαρντί, ωστόσο, στο βιβλίο «Coco Chanel: The legend and the life» επιμένει ότι στην πραγματικότητα η νεαρή μητέρα πέθανε από «τη φτώχεια, μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και πνευμονία» όταν η κόρη της ήταν 11 ετών. Επίσης, η Κοκό έλεγε πως ο ανήμπορος ‒καθότι μόλις 20 ετών‒ να τη μεγαλώσει μπαμπάς της παρέδωσε τη φροντίδα της σε δύο άγαμες θείες της, μεγαλοκοπέλες. Η αλήθεια, όμως, είναι πως την εγκατέλειψε μαζί με τις δύο αδερφές της σε ένα μοναστήρι στο μεσαιωνικό χωριό Aubazine και δεν ήταν καθόλου πιτσιρικάς, αφού πλησίαζε τα 40.
Λογικό να μην της άρεσε η τόσο μεγάλη δόση ρεαλισμού και ανέχειας. Ήταν τόσο βαθιές οι νεανικές της πληγές, που ξόδεψε 87 χρόνια για να αποδείξει πόσο άτρωτη ήταν. Με την τρυφερότητα μάλλον δεν γνωρίστηκαν ποτέ, ο θεσμός της οικογένειας της προκαλούσε αμφίθυμα συναισθήματα. «Δεν ξέρω τίποτα πιο τρομακτικό από την οικογένεια» έλεγε και φρόντισε να μην αφήσει πίσω της συζύγους και παιδιά.
Τα πράγματα που γνωρίζουμε όμως με βεβαιότητα είναι ότι η Γκαμπριέλ Μπονέρ Σανέλ γεννήθηκε σε ένα φτωχικό αγρόκτημα από άγαμους γονείς, πιθανότατα το 1883 (η ίδια ποτέ δεν αποκάλυψε την ημερομηνία γέννησής της). Στο ορφανοτροφείο όπου έζησε ως την ενηλικίωσή της οι μοναχές την έμαθαν να κεντά, να σιδερώνει και να ράβει. Παρ’ όλα αυτά, το πρώτο χαρτζιλίκι το έβγαλε τραγουδώντας σε καμπαρέ όπου σύχναζαν αξιωματικοί του ιππικού. Σπουδαίες επιδόσεις δεν είχε, γι’ αυτό άρπαξε το παρατσούκλι «Κοκό» που της χάρισαν οι θαμώνες του μπαρ, αφού το σουξέ της ήταν το τραγούδι «Qui qu’ a vu Coco», και δραπέτευσε στο Vichy για να εργαστεί στα ιαματικά λουτρά της περιοχής. Αλλά όταν σχολούσε έπιανε βελόνα και κλωστή και στόλιζε τα ρούχα της, έκανε ασκήσεις «εκμοντερνισμού» των μακριών αυστηρών στολών των μοναχών με τις οποίες μεγάλωσε στο ορφανοτροφείο.
«Το έργο της Γκαμπριέλ Σανέλ και ο τρόπος που αναγνώρισε την πραγματικότητα των γυναικών στον 20ό αιώνα ήταν ένας κομψά σχεδιασμένος μοντερνισμός» ανέφεραν πριν από χρόνια οι υπεύθυνοι του Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, ετοιμάζοντας μια μεγάλη ρετροσπεκτίβα προς τιμήν της. Η λίστα με τα επιτεύγματά της, ατελείωτη: έκοψε τους γιακάδες από τα σακάκια, στένεψε τις φούστες και ανέβασε τόσο τις καρφίτσες, που να φαίνεται ο αστράγαλος, έλυσε τους κορσέδες, κήρυξε επανάσταση δημιουργώντας το «μικρό μαύρο φόρεμα» (little black dress), αποθέωσε τη μονοχρωμία, πήρε τις γυναίκες απ’ το χέρι και τους φώναξε ότι είναι πια ελεύθερες να μαυρίζουν, να έχουν κοντά μαλλιά, να φορούν μαρινιέρες, παντελόνια καμπάνες, εσπαντρίγιες και πλεκτές ζακέτες, να αφήνουν το ζέρσεϊ ύφασμα να χαϊδεύει το σώμα τους, να κάνουν πλάκα μπλέκοντας τα ακριβά κοσμήματα με faux bijoux, να ντύνονται στην πόλη με ρούχα που τις έκαναν να μοιάζουν ότι μόλις επέστρεψαν από μια χαλαρή εκδρομή, να επιλέγουν ό,τι υπογράμμιζε τη νεανικότητα, την ευκολία και την απελευθερωμένη αυτοπεποίθησή τους, να φορούν ένα άρωμα που για πρώτη φορά έφερε το όνομα ενός σχεδιαστή και «βαφτίστηκε» Νο 5, όταν ένα μέντιουμ έπεισε κάποτε την Κοκό πως αυτός ήταν ο τυχερός της αριθμός…
Η γυναίκα αυτή ήθελε με κάθε τρόπο να ενισχύει την ομορφιά γύρω της. Και για να το καταφέρει σχεδίαζε μέχρι και τα αντικείμενα που θα χρησιμοποιούσε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η «εντολή» που έδωσε στον σχεδιαστή επίπλων της για τη δημιουργία του κλασικού σήμερα βοηθητικού τραπεζιού με μεταλλικά στηρίγματα και γυάλινες επιφάνειες. Εκείνη το θέλησε, προκειμένου να υπάρχει μια καθαρή, απλή επιφάνεια, πάνω στην οποία θα μπορούσαν αστράφτουν τα καλλυντικά και τα αρώματά της.
Έτσι, σε τάξη, έβαζε και τους εραστές της: τον νεαρό, πλούσιο κληρονόμο μιας κλωστοϋφαντουργίας Ετιέν Μπαλσάν, με τον οποίο έζησε τρία χρόνια σε έναν πύργο και διδάχτηκε τις ομορφιές της πλούσιας ζωής. Τον κολλητό του Μπόι Καπέλ, με τον οποίο έζησε έναν σφοδρό έρωτα εννέα ετών. Εκείνη ανεχόταν τις απιστίες του (ακόμα και τον γάμο του με τη Βρετανή αριστοκράτισσα Ντιάνα Γουίνταμ) κι εκείνος τη σύστηνε στην υψηλή κοινωνία, χρηματοδοτούσε τις άγουρες φιλοδοξίες της στον κόσμο της μόδας (όπως το πρώτο της κατάστημα καπέλων το 1913) και τη βύθισε στο πένθος, όταν το 1919 έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητικό. Στο σημείο του δυστυχήματος η Κοκό έφτιαξε ένα μικρό μνημείο και 25 χρόνια μετά τόλμησε να ψελλίσει σε έναν φίλο: «Η ζωή μου μετά τον Μπόι δεν είχε καμία χαρά». Παρ’ όλα αυτά, έκανε προσπάθειες με τον Ρώσο δούκα Ντμίτρι Πάβλοβιτς, τον δούκα του Γουέστμινστερ, τον Ίγκορ Στραβίνσκι. Σίγουρα δεν ήταν η γυναίκα που παραδινόταν άνευ όρων αλλά αναγνώριζε από ποιους είχε ευεργετηθεί.
Στην ατζέντα, φυσικά, υπήρχαν και οι διάσημοι φίλοι της: ο Τζακομέτι, ο Νταλί, ο Πικάσο, ο Τσόρτσιλ, ο ιμπρεσάριος και ιδρυτής των Ρωσικών Μπαλέτων Σεργκέι Ντιαγκίλεφ. «Στα γεύματα με την Κοκό μπορεί να μην ακούγεται καλή λέξη για κανέναν, αλλά τουλάχιστον είναι πολύ αστεία» είχε πει κάποτε ο Νόελ Κάουαρντ για τις συναναστροφές της. Σαφώς πιο άμεσος ο φίλος της Ζαν Κοκτό, της έλεγε κατάμουτρα: «Δεν τολμώ να πω στον κόσμο πώς ζεις, ότι σηκώνεσαι στις επτά το πρωί, ότι πέφτεις για ύπνο πάντα στις εννιά. Κανείς δεν θα πίστευε ότι δεν αγαπάς τίποτε».
Στις αρχές του 1971, και αφού είχε ολοκληρώσει την ανοιξιάτικη κολεξιόν της χρονιάς, άρχισε να καταρρέει. Δεν άντεχε πια να κουβαλά το βάρος 87 χρόνων χωρίς να αγαπά τίποτα. Σάββατο βράδυ της 9ης Ιανουαρίου πήγε μια βόλτα στην πόλη και είδε για τελευταία φορά τη νύχτα στο Παρίσι. Επιστρέφοντας, έπεσε για ύπνο, αλλά πριν κλείσει τα μάτια της είπε στην υπηρέτριά της, τη Σελίν, μία ακόμα φράση που έμεινε στην Ιστορία: «Κοίτα τώρα πώς πεθαίνουν». Λίγο μετά η Σελίν ήξερε.
Πέθανε, λοιπόν, στο ξενοδοχείο Ritz, όπου διέμενε επί χρόνια, και όχι στο «ιερό» ατελιέ της οδού Cambon. Ίσως γιατί τις συναισθηματικές συνδέσεις και τους μελό συνειρμούς τα έβρισκε βαρετά. Ή γιατί μετά θάνατον δεν θα μπορούσε να τα ελέγξει. Ήθελε η εικόνα που έχουμε για εκείνη να είναι αυτή που όρισε στα ντουζένια της: καθισμένη στις μαρμάρινες αρ ντεκό σκάλες του κτιρίου, σε ένα σημείο απ’ όπου μπορούσε να καταγράφει από τους καθρέφτες κάθε αντίδραση του κοινού και των δημοσιογράφων που παρακολουθούσαν τις επιδείξεις της, χωρίς να γίνεται αντιληπτή από κανέναν.
Καμιά φορά έχεις την αίσθηση πως στο ίδιο κρυφό σημείο στέκεται ακόμα και μελετά τι συμβαίνει στον κόσμο της μόδας και ποιοι παρελαύνουν από το διαμέρισμά της. Και είναι βέβαιο πως γελάει πονηρά, κάνοντας τους υπολογισμούς. Του χρόνου συμπληρώνεται ένας αιώνας από τα εγκαίνια του ατελιέ της οδού Cambon. Αλλά όσα χρόνια κι αν περάσουν, οι επίδοξες σταρ του πλανήτη θα στριμώχνονται για να κάτσουν έστω για μια στιγμή στον σουέντ καναπέ της.
lifo.gr