Τότε που ο θρυλικός Γιούτσος από την Καστοριά… έμπαινε με την μπάλα!

Η ιστορία ενός Ελληνόπουλου που γεννήθηκε στην Καστοριά μέσα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, μεγάλωσε εξόριστος στην Ουγγαρία λόγω των εμφύλιων παθών και επέστρεψε για να θριαμβεύσει στην Ελλάδα, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει σενάριο για κινηματογραφική ταινία. Είναι όμως μια πραγματικότητα και αποτελεί ιστορία της ζωής ενός από τους κορυφαίους και θεαματικότερους ποδοσφαιριστές των ελληνικών γηπέδων, του θρυλικού Νίκου Γιούτσου, τον οποίο μια ημέρα σαν χθες, στις 10 Ιανουαρίου 1965, οι Έλληνες φίλαθλοι είδαν για πρώτη φορά να ξεδιπλώνει στον αγωνιστικό χώρο το πλούσιο και γεμάτο εμπνεύσεις ταλέντο του. 

Για μια δεκαετία πρόσφερε μαγικές στιγμές και γκολ, κατέκτησε τίτλους, δόξασε και δοξάστηκε όσο λίγοι από τον κόσμο του Ολυμπιακού, ενώ λόγω των επελάσεών του προς την αντίπαλη εστία, το όνομά του έγινε ιαχή και η φράση «Έμπαινε Γιούτσο» κρατάει μέχρι τις μέρες μας!

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ

Γεννήθηκε το 1942 στο Μακροχώρι της Καστοριάς και παιδάκι ακόμη βρέθηκε μέσα στην «καρδιά» των μαχών του Εμφυλίου Πολέμου. «Τα δικά μας μέρη τα ήλεγχαν οι αντάρτες. Κάποια στιγμή που θα γίνονταν οι μεγάλες επιχειρήσεις στον Γράμμο και στο Βίτσι, είπαν στα χωριά να φύγει ο κόσμος και να γυρίσουν όταν θα περάσει η μπόρα. Ε, γυρίσαμε πίσω μεγάλοι πια, μετά από πολλά χρόνια», έχει περιγράψει ο ίδιος αυτή την σκληρή εποχή.

Με τους γονείς του βρέθηκε στην Ουγγαρία κι εκεί, σε μια ελληνική ομάδα που δημιούργησαν οι εξόριστοι, την Όλυμπος, ο νεαρούλης Μίκλος (Νίκος στα ουγγρικά), θα αρχίσει να ξεδιπλώνει τα πρώτα δείγματα του ποδοσφαιρικού ταλέντου του. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε κίνησε αμέσως το ενδιαφέρον των ανθρώπων της Τσέπελ, που έσπευσαν να τον αποκτήσουν.

Έτσι, ο 18άρης Έλληνας βρέθηκε στην Βουδαπέστη να παίζει στα «σαλόνια» του μαγυάρικου ποδοσφαίρου. Οι εμφανίσεις του ήταν εντυπωσιακές, ο κόσμος χαιρόταν να τον βλέπει και ο τότε ομοσπονδιακός προπονητής Λάγιος Μπάροτι, του ζητά να πάρει την ουγγρική υπηκοότητα, ώστε να τον εντάξει στην Εθνική ομάδα. Ο νεαρός Γιούτσος αρνήθηκε! Δεν ήθελε να ξεριζώσει την Ελλάδα από μέσα του!

Ο… ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΣ

Ήδη όμως το 1964 το όνομά του είχε αρχίσει να «ψιθυρίζεται» και στην Ελλάδα, κυρίως από ανθρώπους που ταξίδευαν στην Ουγγαρία και ενθουσιάστηκαν όταν τον είδαν να μαγεύει με την μπάλα στα πόδια. Ένας από αυτούς το είπε στον γιατρό και παράγοντα της ΑΕΚ Βασίλη Χατζηγιάννη, ένας άλλος στον εκδότη της εφημερίδας «Φως των Σπορ» Θεόδωρο Νικολαΐδη. Ολυμπιακός και ΑΕΚ ενδιαφέρθηκαν, αλλά το ευτύχημα για την πειραϊκή ομάδα ήταν πως τότε είχε Ούγγρο προπονητή στον πάγκο της, τον Ναντόρ Τσιέρνα, ο οποίος φυσικά είχε και τις ανάλογες διασυνδέσεις στην πατρίδα του. Και διέθετε και ένα «ατού» η «ερυθρόλευκη» διοίκηση, τον Άρη Χρυσαφόπουλο, προπολεμικό διεθνή άσο της ομάδας, ο οποίος τώρα ήταν ένας από τους στενούς συνεργάτες του προέδρου Γιώργου Ανδριανόπουλου. Ο Χρυσαφόπουλος γνωριζόταν καλά με υψηλόβαθμο στέλεχος στην ιεραρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουγγαρίας, από την εποχή που και οι δύο ήταν κρατούμενοι σε στρατόπεδο του Νταχάου. Στην υπόθεση μπήκε κι ένα στέλεχος της ΕΔΑ, φανατικός φίλαθλος του Ολυμπιακού κι έτσι η μεταγραφή άρχισε να κυλάει, παρά τις μύριες όσες γραφειοκρατικές δυσκολίες.

Τότε όμως ήταν που ξέσπασε και η «κινδυνολογία» στην Ελλάδα. Οι αντίπαλες ομάδες και κυρίως ένας μεγαλοπαράγοντας του Παναθηναϊκού, άρχισαν να μιλάνε για «σχέδιο επαναπατρισμού των κομμουνιστών στην Ελλάδα» και πως ο Γιούτσος ήταν απλώς το πρόσχημα για να ανοίξει αυτή η «κερκόπορτα»! Μάλιστα, το θέμα έφτασε ως την Βουλή και κάποιες εφημερίδες της εποχής, εναρμονισμένες σε αυτό το πνεύμα, άρχισαν να τον γράφουν επιδεικτικά «Γιουτσώφ» (παρ’ όλο που η κατάληξη «-ωφ» δεν υπάρχει στα ουγγρικά) μόνο και μόνο για να θυμίζει… Σοβιετική Ένωση! 

Ο Γιούτσος ούτε μπορούσε να τα καταλάβει όλα αυτά την ημέρα που έφτανε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Αλλού σκάλωσε ο ίδιος… Όταν τον ξενάγησαν στις εγκαταστάσεις και στα αποδυτήρια της ομάδας και είδε τον ρουχισμό και τον «απαρχαιωμένο» εξοπλισμό των προπονήσεων, θέλησε να το βάλει στα πόδια! Καμία σχέση με όλα εκείνα που άφηνε πίσω του, σε μια χώρα που τότε πρωταγωνιστούσε στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο και διέθετε εξελιγμένες υποδομές. Είχε αφήσει και τη γυναίκα του Λιάνα στην Βουδαπέστη, έγκυο να περιμένει το παιδί τους και έτρεξε αμέσως στην πρεσβεία να βγάλει τη βίζα επιστροφής! Αλλά δεν τα κατάφερε! 

Τελικά η μεταγραφή ολοκληρώθηκε, κανένα «σχέδιο επαναπατρισμού κομμουνιστών» δεν επιβεβαιώθηκε και ο Νίκος Γιούτσος εξελίχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές αυτού του τόπου, «σημαία» του Ολυμπιακού και με μεγάλη προσφορά στην Εθνική ομάδα. 

Ακριβώς λόγω των γραφειοκρατικών διαδικασιών που προέκυψαν τόσο στην Ουγγαρία, όσο και στην Ελλάδα, καθώς προερχόταν από μια κομμουνιστική χώρα, το ντεμπούτο του Νίκου Γιούτσου καθυστέρησε. Και έγινε στις 10 Ιανουαρίου 1965, μέσα στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, κόντρα στην ομάδα που προσπάθησε να εμποδίσει την μεταγραφή του, τον Παναθηναϊκό. Αποτέλεσμα 1-1, αλλά ο ίδιος ο Γιούτσος άλλο είχε να θυμάται…

«Πικραίνομαι γιατί ακούω να μου λένε απαράδεκτες χυδαιότητες όπως ‘παλιοκομμουνιστή σήμερα θα πεθάνεις’ και κάτι άλλες βρωμιές που ντρέπομαι να τις πω. Βέβαια, πολλοί παίκτες προσπαθούν με κάθε τρόπο να εκνευρίσουν τους αντιπάλους τους, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει με μένα έχει προηγούμενο», θα δηλώσει σε μία από τις πρώτες συνεντεύξεις του.

Πάντως, μέχρι το τέλος της σεζόν θα γίνει πραγματικότητα ένα όνειρό του, για το οποίο είχε θυσιάσει μια θέση στην μεγάλη Εθνική Ουγγαρίας. Ο Γιούτσος θα κληθεί για πρώτη φορά στην Εθνική ομάδα και θα κάνει την πρώτη εμφάνιση με το εθνόσημο στο στήθος στις 23 Μαΐου 1965, κόντρα στην Σοβιετική Ένωση. 

ΕΜΠΑΙΝΕ ΓΙΟΥΤΣΟ!

Βρισκόμαστε σε μία εποχή που ο Ολυμπιακός «βολόδερνε» έξι χρόνια χωρίς πρωτάθλημα, αλλά το σκηνικό θα αλλάξει ριζικά εκείνο το καλοκαίρι του 1965 όταν στον Πειραιά θα πάει ο Μάρτον Μπούκοβι. Ο Μαγυάρος «δάσκαλος» θα δημιουργήσει μια από τις θεαματικότερες και πιο επιθετικές ομάδες που είδαν ποτέ οι Έλληνες φίλαθλοι... Του Μπούκοβι την ομαδάρα! «Κινητήριος μοχλός» έμελλε να γίνει ο Γιούτσος, καθώς ο Μπούκοβι εκμεταλλευόμενος τα πολλαπλά χαρίσματα του ποδοσφαιριστή του, «έστησε» εκείνη την ομάδα πάνω και γύρω από αυτόν, περίπου όπως είχε κάνει με τον Ναντόρ Χιντεγκούτι στην ΜΤΚ και στην Εθνική Ουγγαρίας. Ο τίτλος ήρθε από την πρώτη χρονιά, έστω κι αν ήταν βγαλμένος μέσα από ταινία θρίλερ και έφερε «φαρδιά-πλατιά» την υπογραφή του Νίκου Γιούτσου.

Τρεις αγωνιστικές πριν το τέλος και οι «αιώνιοι» αντίπαλοι κονταροχτυπιούνται στην κορυφή της βαθμολογίας, με τον Ολυμπιακό να πρέπει να κάνει οπωσδήποτε το «3 στα 3», αν θέλει να στεφθεί πρωταθλητής. Πρώτο εμπόδιο ο Πανσερραϊκός και όπως αποδείχθηκε ήταν και το πιο δύσκολο, έστω κι αν το ματς έγινε στο στάδιο Καραϊσκάκη.

Ο Σιδέρης έβαλε γρήγορα το πρώτο γκολ, όμως οι Σερραίοι ισοφάρισαν κι από εκεί και πέρα άρχισε το… δράμα. Ο Ολυμπιακός έκλεισε τον Πανσερραϊκό μέσα στην περιοχή του και τον «βομβάρδισε» από παντού, αλλά γκολ δεν μπήκε. Οι ευκαιρίες χάνονταν, ο τερματοφύλακας έπιανε τα άπιαστα και είχε «σύμμαχο» και τα δοκάρια, που τράνταξαν δυό φορές. Και όσο πλησίαζε το τέλος, το άγχος και η αγωνία είχαν σκεπάσει το φαληρικό γήπεδο.

Πρώτο λεπτό καθυστερήσεων και άλλη μία φάση διαρκείας μέσα στη μικρή περιοχή. Και ξαφνικά ο Γιούτσος έκανε μια απίθανη ενέργεια, απέφυγε τον τερματοφύλακα και μπήκε με την μπάλα στα δίχτυα! Αν ρωτήσεις σήμερα όσους ήταν στο γήπεδο εκείνο το απόγευμα, δεν μπορούν να σου περιγράψουν ακριβώς την ενέργεια του Γιούτσου. Σχεδόν δεν κατάλαβαν πώς έγινε… Όλοι όμως θυμούνται αυτή την έκρηξη συναισθημάτων που έζησαν εκείνη τη στιγμή. Λένε πως άλλο γκολ στο Καραϊσκάκη δεν έχει πανηγυριστεί περισσότερο και με μεγαλύτερη ένταση, από εκείνο το ιστορικό γκολ της ομάδας του Μπούκοβι. Ένα αλησμόνητο γκολ του Γιούτσου στις καθυστερήσεις, που άλλαξε την ιστορία, καθώς έβγαλε τον Ολυμπιακό από μια «πέτρινη» εξαετία και του έδωσε το πρώτο πρωτάθλημα από σύστασης Α’ Εθνικής κατηγορίας.

Τα επόμενα χρόνια η επιθετική τριπλέτα «Γιούτσος-Μποτίνος-Σιδέρης» θα σκορπίσει «τρόμο» στο πέρασμά της, θα προσφέρει σπάνιο θέαμα υψηλής ποιότητας, θα αποδειχθεί μια ασταμάτητη «μηχανή» παραγωγής γκολ και θα γράψει την δική της «χρυσή» σελίδα στην ιστορία του Ολυμπιακού και του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Εκρηκτικός ποδοσφαιριστής και παθιασμένος μαχητής μέσα στο παιχνίδι ο Γιούτσος, δεινός ντριπλέρ και σκόρερ, με οξυδέρκεια και σπάνια ευφυΐα στο παιχνίδι του, θα ξεχωρίσει για τον «καλπασμό» του στον άξονα του γηπέδου και για τις κατά μέτωπο επελάσεις του, που πολλές φορές κατέληγαν στο να περάσει και τον τερματοφύλακα και να μπαίνει με την μπάλα στα δίχτυα. Γι’ αυτό και όταν έπαιρνε την μπάλα στα πόδια του, όλο το γήπεδο σηκωνόταν και άρχιζε να φωνάζει «Έμπαινε Γιούτσο»!

«ΣΗΜΑΙΑ» ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ

Συνολικά αγωνίστηκε σε 499 επίσημα ματς και σημείωσε 211 γκολ, από αυτά τα 101 στο πρωτάθλημα, που τον εντάσσουν στο «κλειστό κλαμπ» των ποδοσφαιριστών που έχουν σημειώσει περισσότερα από 100 γκολ στην Α’ Εθνική. Ανάμεσά τους και το «καρέ» που πέτυχε στις 21/12/1969 στη νίκη με 4-2 επί της Παναχαϊκής.

Όταν αποχώρησε ο Γιώργος Σιδέρης, ο Γιούτσος έγινε ο ηγέτης και η «σημαία» του συλλόγου. Και ευτύχησε μαζί με τον Γιάννη Γκαϊτατζή να είναι οι μοναδικοί που έζησαν και τις δύο «χρυσές εποχές» της ομάδας, αυτή του Μάρτον Μπούκοβι τη δεκαετία του ‘60 και αυτή του Νίκου Γουλανδρή τη δεκαετία του ’70. Ο Γιούτσος αποτέλεσε τον «συνδετικό κρίκο», καθώς παρέμεινε επί Γουλανδρή βασικό «γρανάζι» της θρυλικής ομάδας, που έσπασε όλα τα ρεκόρ. Και ανάμεσα στα τόσα, πρόσφερε και μια ιστορική πρόκριση στην Ευρώπη.

Το 1972 στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ ο Ολυμπιακός βρέθηκε αντιμέτωπος με την τότε πανίσχυρη Κάλιαρι, που είχε στις τάξεις της «αστέρια» όπως ο Τζίτζι Ρίβα, ο Ντομενγκίνι, ο Τσέρα, ο Μαράσκι, ο Νένε, ο Αλμπερτόζι και ένα χρόνο πριν είχε κατακτήσει το μοναδικό πρωτάθλημα στην ιστορία της. Με γκολ του Γιούτσου και του Υβ Τριαντάφυλλου, ο Ολυμπιακός νίκησε 2-1 στο γήπεδο Καραϊσκάκη. Και στη ρεβάνς μέσα στο καυτό «Σαν Ελία», ο Γιούτσος σε ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της καριέρας του, θα σημειώσει το γκολ της ιστορικής νίκης με 1-0, της πρώτης που πετύχαινε ελληνική ομάδα μέσα στην Ιταλία. 

Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στο τέλος της σεζόν του 1973-74 ο 32χρονος άσος θα έρθει σε κόντρα με τον προπονητή Λάκη Πετρόπουλο και σε μια συμφωνία κυρίων με τον Νίκο Γουλανδρή θα αποχωρήσει σαν φίλος και θα πάει στον Εθνικό. Θα αγωνιστεί άλλη μια χρονιά εκεί και θα κρεμάσει για πάντα τα ένδοξα ποδοσφαιρικά παπούτσια του.

Ρίζωσε στον Πειραιά και υπήρξε από τους στενούς συνεργάτες του Σωκράτη Κόκκαλη, όταν αυτός πρωτοανέλαβε την προεδρία του συλλόγου. Άλλωστε συνδέονταν οι δυό τους με φιλία ετών. Μάλιστα το 1994, αν και δεν το ήθελε, βρέθηκε για ένα μήνα να εκτελεί και χρέη υπηρεσιακού προπονητή, όταν ο Κόκκαλης ζήτησε από αυτόν και από τον Σιδέρη ως γενικό αρχηγό, να «συμμαζέψουν» την κατάσταση στην ομάδα, μέχρι να προσληφθεί νέος προπονητής. Ασχολήθηκε και με τα κοινά της πόλης, καθώς το 2006 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Πειραιά, με τον συνδυασμό του Παναγιώτη Φασούλα. 

Στην πλούσια καριέρα του κατέκτησε 4 Πρωταθλήματα (1966, 1967, 1973, 1974), 4 Κύπελλα (1965, 1968, 1971, 1973) και είναι ο 5ος κορυφαίος σκόρερ όλων των εποχών του Ολυμπιακού, πίσω από τους Σιδέρη, Αναστόπουλο, Αλεξανδρή και Τζόρτζεβιτς. Στα «παράσημά» του και η δήλωση στην «Αθλητική Ηχώ» του μεγάλου Φέρεντς Πούσκας, ενώ ήταν προπονητής του Παναθηναϊκού… Πως ο Γιούτσος μαζί με τον Δομάζο είναι οι καλύτεροι Έλληνες ποδοσφαιριστές!

ΑΠΕ ΜΠΕ