Είχε χτυπήσει και μία 79χρονη με το αυτοκίνητό του το 2020 – Όπως διαπιστώθηκε και τότε ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ – Ενώπιων του ανακριτή βρέθηκε σήμερα – Πέντε φορές είχε εντοπιστεί να οδηγεί μεθυσμένος
Είχε παρασύρει ξανά άτομο με αποτέλεσμα να το τραυματίσει, ο 46χρονος που την περασμένη Τετάρτη, οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ και χτύπησε με το αυτοκίνητό του ένα ζευγάρι με το δύο ετών παιδί τους, στην περιοχή της Θέρμης, στην ανατολική Θεσσαλονίκη.
Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο του 2020, ο 46χρονος παρέσυρε με το αυτοκίνητο του μια 79χρονη στην περιοχή της Καλαμαριάς και έμεινε στο σημείο μέχρι να φτάσει η αστυνομία. Όπως διαπιστώθηκε, ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ.
Αυτή μάλιστα είναι μία από τις φορές που ο 46χρονος οδηγούσε αφού πρώτα είχε καταναλώσει αλκοόλ.
Συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια, έχει εντοπιστεί από την ΕΛ.ΑΣ. τουλάχιστον πέντε φορές να οδηγεί υπό την επήρεια μέθης. Μάλιστα, πηγές αναφέρουν ότι στις τέσσερις από τις πέντε φορές είχε γίνει και προσωρινή αφαίρεση της άδειας ικανότητας οδήγησης.
Το παραπάνω επιβεβαίωσε το βράδυ της Παρασκευής με ανακοίνωσή της και η Ελληνική Αστυνομία. Όπως αναφέρεται, ο 46χρονος συλληφθείς οδηγός του ΙΧ είχε προβεί και παλαιότερα σε παραβάσεις που σχετίζονται με την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ.
Υπενθυμίζεται ότι ο 46χρονος βρέθηκε σήμερα το πρωί ενώπιον της 3ης τακτικής ανακρίτριας Θεσσαλονίκης.
Εις βάρος του, ο εισαγγελέας πρωτοδικών άσκησε ποινική δίωξη για «επικίνδυνη οδήγηση στους δρόμους από άτομο που οδηγεί όχημα, μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια, εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος, με αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη δύο ατόμων» (σε βαθμό κακουργήματος) όπως επίσης για «σωματική βλάβη από αμέλεια κατά συρροή».
Σύμφωνα με πληροφορίες, ενώπιον του εισαγγελέα φέρεται να είπε ότι είχε πιει ένα ποτήρι τσίπουρο, ενώ ανέφερε ότι εργάζεται με τη μητέρα του σε συνεργείο καθαρισμού. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι δύο μετρήσεις στις οποίες υπεβλήθη (με τη μέθοδο της αιμοληψίας) «έδειξαν» ότι στο αίμα του βρέθηκε αλκοόλ που υπερέβη τα επιτρεπτά όρια και συγκεκριμένα φέρεται να ήταν 0,64 και 0,75 mg/l, αντίστοιχα.