Aρχίζει σήµερα η αντίστροφη µέτρηση για την απόφαση της Ολοµέλειας του Συµβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), µε την οποία οι δικαστές θα αποφανθούν για το µείζον θέµα της κατάργησης του 13ου και του 14ου µισθού των εν ενεργεία δηµοσίων υπαλλήλων.
Το θέµα έφθασε στην Ολοµέλεια του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, έπειτα από προσφυγή υπαλλήλων του υπουργείου ∆ικαιοσύνης και µια πρώτη θετική απόφαση από το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Η συνέχεια ήρθε από το ΣΤ’ Τµήµα του ΣτΕ πριν από λίγους µήνες, µε τη µείζονα σύνθεση να αποφαίνεται ότι οι περικοπές που έγιναν µε τους µνηµονιακούς νόµους του 2012 είναι αντισυνταγµατικές. Ετσι, το θέµα οδηγήθηκε για νέα και οριστική πλέον κρίση στην Ολοµέλεια, µε τις δύο πλευρές να ακονίζουν τα νοµικά τους όπλα, προσπαθώντας να πείσουν το δικαστήριο για την ορθότητα και τη συνταγµατικότητα των επιχειρηµάτων τους.
Σύµφωνα µε την απόφαση του ΣΤ’ Τµήµατος του ΣτΕ, οι περικοπές που έγιναν µε τον νόµο 4093/12, οδηγώντας στην πλήρη κατάργηση όλων των επιδοµάτων, αντίκεινται στο Σύνταγµα, και ειδικότερα στις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Στο πολυσέλιδο σκεπτικό τους οι δικαστές αναγνωρίζουν µεν ότι ο νοµοθέτης µπορεί να προβαίνει σε µείωση του βασικού µισθού ή των επιδοµάτων σταθµίζοντας τις κοινωνικοοικονοµικές συνθήκες, ωστόσο επισηµαίνουν ότι µε τις επίµαχες διατάξεις (σ.σ.: που κρίθηκαν αντισυνταγµατικές) έγιναν νέες περικοπές της ίδιας οµάδας θιγοµένων (σ.σ.: δηµοσίων υπαλλήλων), που οδήγησαν στην κατάργηση των δώρων και των επιδοµάτων αδείας, και όχι απλώς σε περαιτέρω µείωσή τους.
Νοµικοί που ασχολούνται µε αυτό το κρίσιµο για τους δηµοσίους υπαλλήλους (αλλά και για το υπουργείο Οικονοµικών) θέµα βλέπουν ως πιο ισχυρό σενάριο την επανάληψη της θέσης που διατύπωσαν η Ολοµέλεια του ΣτΕ τον Ιούνιο του 2015, αλλά και η Ολοµέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, µε την υπ’ αριθµόν 1277/2018 απόφασή της, κρίνοντας τις περικοπές των δώρων των συνταξιούχων αντισυνταγµατικές.
Οι δύο πλευρές ακονίζουν τα νοµικά τους όπλα, επιχειρώντας να πείσουν για τη συνταγµατικότητά τους
Το ΣτΕ, ωστόσο, συνεκτιµώντας τους δηµοσιονοµικούς κινδύνους, είχε χαράξει τότε «κόκκινες γραµµές» στο θέµα της αναδροµικότητας: Αναδροµικά (από το 2013) µπορούν να πάρουν µόνον όσοι άσκησαν αγωγές, ενώ όσοι δεν προσέφυγαν δικαιούνται χρήµατα από την ηµέρα της έκδοσης της απόφασης και εντεύθεν, δηλαδή από τη δηµοσίευσή της τον Ιούνιο του 2015. Σύµφωνα µε νοµικούς κύκλους, εκείνοι που έχουν ασκήσει προσφυγές δεν υπερβαίνουν τις λίγες χιλιάδες. Συνεπώς, το κόστος για τα δηµοσιονοµικά ταµεία δεν είναι µεγάλο.
Τα άλλα σενάρια
Δεύτερο ενδεχόµενο, που όµως δεν φαίνεται να κερδίζει έδαφος, µεταξύ των νοµικών που επιχειρούν να προβλέψουν πού θα το… πάει το δικαστήριο είναι µια συνολική αποδοχή των προσφυγών χωρίς ρήτρα µη αναδροµικότητας. Με δυο λόγια, την επιστροφή των δώρων και των επιδοµάτων στα επίπεδα του 2012 για όλους, γεγονός, όµως, που θα σήµαινε εκτροχιασµό των δηµόσιων οικονοµικών.
Το τρίτο ενδεχόµενο, που απεύχονται οι δικηγόροι, δεν είναι άλλο από αυτό της απόρριψης των προσφυγών, µε το αιτιολογικό ότι οι συνταξιούχοι έχουν υποστεί µεγαλύτερο οικονοµικό πλήγµα σε σχέση µε τους εν ενεργεία υπαλλήλους (καθώς οι συντάξεις είναι µικρότερες από τις αποδοχές των εργαζοµένων), οι οποίοι ναι µεν έχουν δει τις απολαβές τους να µειώνονται, όχι όµως σε τέτοιο επίπεδο όπως οι απόµαχοι. Οπλο του ∆ηµοσίου στα στοιχεία που έχει δώσει κατά καιρούς στη δηµοσιότητα δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι η εξοικονόµηση από τις περικοπές στους συνταξιούχους ήταν 250.000.000 ευρώ, ενώ από την πλήρη κατάργηση των δώρων των ενεργεία 450.000.000 ευρώ, ήτοι σχεδόν διπλάσια. Το βλέµµα όλων, εν ενεργεία δηµοσίων υπαλλήλων και κυβερνητικών στελεχών, είναι στραµµένο σήµερα στο ανώτατο δικαστήριο.
Από 12 έως 24 μισθούς διεκδικούν οι συνταξιούχοι
Στα 12 με 24 μηνιάτικα υπολογίζουν τη μέση αξίωση των συνταξιούχων από τα αναδρομικά σε βάθος 5ετίας δικηγόροι-εργατολόγοι. Σε χθεσινή συνέντευξη Τύπου, ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Τσαγκαρόπουλος, πρώην μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αναφερόμενος στο επίμαχο θέμα περιέγραψε δυο ταχύτητες πιθανών δικαιούχων:
- για συντάξεις έως 1.000 ευρώ ο ίδιος είπε πως οι μέσες αξιώσεις κυμαίνονται από 9.500 έως 14.000 ευρώ
- για υψηλές συντάξεις υψηλόβαθμων υπαλλήλων, γενικών διευθυντών κ.λπ. τα αναδρομικά μπορεί να φτάσουν έως και τα 110.000 ευρώ πάντα σε βάθος 5ετίας.
Ο κ. Τσαγκαρόπουλος σημείωσε πως οι συνταξιούχοι έχασαν με τα μνημόνια συντάξεις 1,5 έως 2,5 ετών. Αν αφαιρεθούν οι περικοπές που κρίθηκαν συνταγματικά ορθές, απομένουν απώλειες συντάξεων ενός έτους έως δύο ετών. «Αυτή είναι η μέση αξίωση» κατέληξε ο ίδιος, αναγνωρίζοντας πως είναι απόλυτα ρεαλιστικό ότι το Δημόσιο δεν έχει να δώσει αυτά τα ποσά, αλλά συμπληρώνοντας ότι ο τρόπος με τον οποίο θα δοθούν δεν είναι θέμα του δικαστή. Αναφερόμενος στο ζήτημα των αιτήσεων, ο κ. Τσαγκαρόπουλος είπε πως «παγίως το ΝΣΚ θεωρεί τις αιτήσεις που δεν αναφέρουν ποσά αόριστες και χωρίς αποτέλεσμα για διακοπή παραγραφής».
Ο δικηγορικός κλάδος βάλλεται από λίγα κρούσματα, είπε ο πρόεδρος του ΔΣΑ, Δημήτρης Βερβεσός, καλώντας τους συνταξιούχους να μείνουν μακριά από την «τοξική αυτή αγορά», όπως τη χαρακτήρισε, με τα ομαδικά δικόγραφα σε μη εντολείς. «Η δημιουργία φρούδων ελπίδων δεν συνάδει με το δικηγορικό σώμα» τόνισε ο κ. Βερβεσός, ζητώντας να πάψει «το εμπόριο ελπίδας» και συμπληρώνοντας πως ο ΔΣΑ θα προβεί σε διώξεις για κάθε παραβατική συμπεριφορά.
Η αναδρομικότητα
Από την πλευρά του ο δικηγόρος-εργατολόγος Δημήτρης Μπούρλος τοποθετήθηκε για το διεκδικούμενο χρονικό διάστημα λέγοντας πως «από τότε που εκδόθηκε η απόφαση του ΣτΕ, δηλαδή από τον Ιούλιο του 2015 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2018, για τις κύριες συντάξεις ίσχυε κανονικά το παλαιό καθεστώς. Ο επανυπολογισμός του νόμου 4387 αρχίζει από 1/1/2019». Με το σκεπτικό αυτό ο κ. Μπούρλος κατέληξε πως η απόφαση του ΣτΕ το 2015 «καταλαμβάνει πλήρως το χρονικό διάστημα αυτό», δηλαδή από το 2015 μέχρι και το 2018. Ολοι ζήτησαν την έκδοση των εκκαθαριστικών των συνταξιούχων και την ανάλυση του τρόπου με τον οποίο έγινε ο επανυπολογισμός.
Υπενθυμίζεται πως το υπουργείο Εργασίας έχει τοποθετηθεί πως για την περίοδο μετά το 2015 έχει συμμορφωθεί με την απόφαση του ΣτΕ μέσα από τον νόμο Κατρούγκαλου, ενώ για τις διεκδικήσεις που εγείρονται τώρα παραπέμπει παγίως σε τελεσίδικη κρίση. Στο μεταξύ το αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας καλεί τους νόμιμους κληρονόμους των θανόντων στελεχών, που βρίσκονταν στην ενέργεια από 1/8/2012 έως 31/12/2016, να απευθύνονται στις Διευθύνσεις Αστυνομίας ή στα Αστυνομικά Τμήματα του τόπου κατοικίας τους, προκειμένου να ενημερωθούν για τα δικαιολογητικά και τη διαδικασία, καθώς δικαιούνται αναδρομικά από το «πακέτο» που χορηγήθηκε στα τέλη του 2018.
των Σοφίας Φασουλάκη, Γιάννη Φώσκολου – Έθνος