Του Αλέξανδρου Μακρίδη
Κατέβαινε δυο, δυο τα σκαλιά της παλιάς πολυκατοικίας του μεσοπολέμου. Ίδιος αγρίμι που ξάφνου λευτερώθηκε από τα δεσμά του κλουβιού του.
Μέρες τώρα τον τυραννούσε μια έντονη διαίσθηση. Ήταν και οι πόνοι που ξυπνούσαν μέσα στη νύχτα και έρχονταν σύμμαχοι της ανησυχίας. Σαν άνθρωπος όμως ήταν αισιόδοξος και την επομένη πάντα με το χαμόγελο αντίκριζε τη μέρα, τους δικούς του, τους συναδέρφους, τους φίλους στις συχνές μαζώξεις. Είχε μάθει να μην δείχνει τις στεναχώριες του. Δεν του έφταιγαν οι άλλοι..
Βγήκε στον κεντρικό δρόμο της πολύβουης πολιτείας. Ο χειμερινός αγέρας τον ” χτύπησε” επαναφέροντας τον στην πραγματικότητα. Άφησε πίσω του το ιατρείο του παλιού του συμμαθητή και παιδικού του φίλου.
Κίνησε την κατεβασιά για τη παραλία. Ούτε που πρόσεχε τους διαβάτες δίπλα του. Ήθελε να αντικρίσει το γαλάζιο της θάλασσας. Ήταν το λιμάνι από το εφηβικά του χρόνια που γαλήνευε τις ανησυχίες του. Για πότε έφτασε δεν το κατάλαβε.
Στάθηκε να ατενίσει την απεραντοσύνη του πελάγους. Ήταν τρικυμισμένη η θάλασσα σήμερα. Ο συνήθης βορειοδυτικός άνεμος της πόλης. Ο άνεμος που ” καθαρίζει” τα πάντα. Κύματα έσπαγαν στο τσιμεντένιο ” τείχος” της παραλίας και σταγόνες αρμύρας νότιζαν το πρόσωπό του. Κάλυψαν τα πρώτα,δάκρυα του που μόνο στη θάλασσα είχε το θάρρος να τα αφήσει..
Άναψε ένα τσιγάρο. Την συνήθεια την έφερε από τα χρόνια του στρατού . Ήταν πιστός φίλος της μοναξιάς. Ο νους του ταξιδεύει..
Στα πρώτα σκιρτήματα ζωής της παιδικής του αθωότητας στους λόγγους και στα ποτάμια του ορεινού του χωριού. Στα μαθητικά του χρόνια και στους εφηβικούς του έρωτες στην πόλη τούτη που μετακόμισαν οι γονείς του τη δεκαετία του ’80 για μια καλύτερη τύχη…. Ανάβει και δεύτερο τσιγάρο. Η θάλασσα συνεχίζει να τον ταξιδεύει πίσω…
Εικόνες πολλές περνούν. Στέκεται στο κλάμα των παιδιών του όταν πρωτοαντίκρυσαν το φως της ζωής Ίσως από τις πιο όμορφες στιγμές ενός ανθρώπου…
Μια ριπή ανέμου που γίνεται αρμύρα θαλασσινού νερού στο πρόσωπό του διακόπτει απότομα τις εικόνες της ζωής του. Το πρόσωπό του ηρεμεί. Τα μάτια του γεμίζουν φως. Η απόφαση ειλημμένη. Θα συνεχίσει στον ίδιο καμβά ζωής δίπλα στους ανθρώπους που τον αγαπούν και αγαπά. Δεν θέλει κανείς να καταλάβει. Κανείς δεν θα μάθει.
Για πρώτη και τελευταία φορά μπροστά στη θάλασσα της γαλήνης του αφήνει τις λέξεις λεύτερες να μολογήσουν την αλήθεια:
Έξι μήνες Μάρκο μένουν… Τώρα αρχίζει η ζωή…