Η Δέσπω Διαμαντίδου έφυγε από τη ζωή, σαν σήμερα το 2004. Ήταν μία από τις κορυφαίες ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και του θεάτρου.
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1942 και συνεργάστηκε με πολλούς και σημαντικούς θιάσους του Μουσούρη, του Ανδρεάδη, της Μανωλίδου-Αρώνη και του Χορν.
Οι ερμηνείες της στην αρχαία τραγωδία πάντα ξεχώριζαν με πολύ σπουδαία αυτή ως κορυφαία στην Εκάβη του Ευριπίδη, στον Γλάρο του Τσέχωφ ως Πωλίνα και στις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη στο ρόλο του Κήρυκα.
Στην τηλεόραση εμφανίστηκε το 1947 στην ταινία «Τα παιδιά της Αθήνας». Γύρισε πολλές ταινίες, τα Κόκκινα φανάρια, ο Λουστράκος, η Αλίκη στο ναυτικό, Μανταλένα, Ποτέ την Κυριακή, Το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη, Η δε γυνή να δονείται τον άνδρα, Στεφανία και άλλες.
Το 1967 έφυγε για την Αμερική, όπου παρέμεινε έως το τέλος της δικτατορίας, το 1974, εκφράζοντας την αντίθεσή της στο καθεστώς.
Ήταν αχώριστη φίλη της Μελίνας Μερκούρη. Έπαιξαν μαζί στο έργο του Ζιλ Ντασέν «Ίλια Ντάρλινγκ» στο θέατρο Μαρκ Χέλιντζερ, στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης.
Σταθμός στη θεατρική της πορεία θεωρείται ο ρόλος της στο «Καμπαρέ», όταν αντικαθιστώντας τη Λότε Λένια, μεταμορφώθηκε σε Φράου Φράιντερ. Την ίδια περίοδο έγινε η κινηματογραφική μητέρα του Γούντι Άλεν, στον «Ειρηνοποιό». Μια εντυπωσιακή συνεργασία, που έβαλε τη Δέσπω Διαμαντίδου στο πάνθεον των μεγάλων ηθοποιών. Όχι, δεν πέρασε από κάποιο κάστινγκ, ούτε χρειάστηκε να αποδείξει το πηγαίο ταλέντο της. Ο Γούντι Άλεν την είχε δει στο θέατρο. Την χάζευε στις παραστάσεις της και αντιιλήφθηκε πολύ γρήγορα, τόσο το φλογερό της ταμπεραμέντο όσο και το εκτόπισμά της στην υποκριτική.
Το πώς την προσέγγισε ο Γούντι Άλεν, το περιγράφει σε συνέντευξη που έδωσε στον Σωτήρη Κακίση και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εγνατία στη Θεσσαλονίκη, στις 16 Νοεμβρίου 1981.
Σ.Κ.: Πώς είναι ο Γούντι Άλεν σαν σκηνοθέτης;
Δ.Δ.: Θυμάμαι ότι είχα πάει σ’ ένα πάρτυ που ‘χει κάνει ο Χαλ Πρινς το ’74. Συνήθως περνάει όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος από ‘κει, έστω και για πέντε λεπτά. Εγώ έπαιζα τότε ένα έργο του Χαλ Πρινς, το Μια μικρή νυχτερινή μουσική, αντικαθιστούσα τη Χερμάιονι Γκίνγκολντ, μια πολύ μεγάλη σταρ. Και πήγα μετά στο πάρτυ αυτό, κι είχα τη γκαρνταρομπιέρα, που μ’ έντυνε. Μου λέει, Δέσπω, δεν στο ‘πα χτες στην παράσταση, την ώρα που έφευγες, ο Γούντι Άλεν βγήκε στην πόρτα και σ’ έβλεπε, θα σε κοίταζε για κάποιον ρόλο. Λέω, τώρα τι σαχλαμάρες είν’ αυτές, βγήκε κι έβλεπε, μ’ ερωτεύτηκε; Και γελούσαμε. Περάσανε τρεις μήνες και παίρνω μια ειδοποίηση ότι θέλει να με δει ο Γούντι Άλεν για ένα έργο που θα κάνει στην Ευρώπη. -Είδες που στα ‘λεγα μου λεει η φίλη μου, αυτό ήτανε. Σηκώνομαι εγώ, πάω και τον βλέπω. -Πού με ξέρετε; του ‘πα. -Ξέρω πολύ καλά τη δουλειά σας, μου λέει. Είχε παρακολουθήσει ό,τι είχα παίξει! Πάει και βλέπει, ενδιαφέρεται για το θέατρο. -Λοιπόν, του λέω, θέλετε να σας διαβάσω τίποτα; -Όχι, μου λέει, απλώς ήθελα να σας δω από κοντά. Εκείνο το βράδυ στο θέατρο ήθελα να σας μιλήσω, αλλά είδα πως ήσασταν με παρέα και δεν τόλμησα. Είναι πολύ συνεσταλμένος. -Τώρα είμαστ’ εντάξει. Σας είδα. Μετά, έφυγα εγώ, το ξέχασα. Μετά από έξι μήνες είχα το ρόλο.
Στο «Love and Death» ή «Ειρηνοποιό» όπως είναι η ελληνική μετάφραση, ο δειλός Μπόρις Γκρουσένκο (τον οποίο παίζει ο Γούντι Άλεν) αναγκάζεται να καταταγεί στο στρατό καθώς ο Ναπολέων εισβάλλει στη Ρωσία. Η μάνα του, στο ρόλο της οποίας βλέπουμε τη Δέσπω Διαμαντίδου τον ξεπροβοδίζει.
Μετά τη συνεργασία τους Γούντι Άλεν και Δέσπω Διαμαντίδου, παρέμειναν φίλοι.