Πόσο θα κινδυνεύσουμε φέτος από τον ιό του Δυτικού Νείλου; Μπορούμε να προφυλαχτούμε και πώς; Όλα όσα πρέπει να γίνουν για μην βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας «κατόπιν εορτής»…
Η άνοιξη είναι εδώ, τα κουνούπια που επέζησαν τον χειμώνα ετοιμάζονται για έναν καινούργιο κύκλο ζωής, η νέα γενιά ήδη εκκολάπτεται και θα κάνει την εμφάνισή της στα μέσα Μαΐου ή και νωρίτερα, ανάλογα με το πόσο υψηλές θα είναι φέτος οι θερμοκρασίες. Και ο ιός του Δυτικού Νείλου θα αρχίσει και πάλι να μας απασχολεί.
Σύμφωνα την ετήσια έκθεση του ΚΕΕΛΠΝΟ, το 2018 διαγνώσθηκαν 316 εργαστηριακά επιβεβαιωμένα κρούσματα λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου στην Ελλάδα, εκ των οποίων τα 243 παρουσίασαν εκδηλώσεις από το κεντρικό νευρικό σύστημα (εγκεφαλίτιδα ή/και μηνιγγίτιδα ή/και οξεία χαλαρή παράλυση) και τα 75 είχαν ήπιες εκδηλώσεις (εμπύρετο νόσημα/δεν είχαν εκδηλώσεις από το κεντρικό νευρικό σύστημα). Καταγράφηκαν επίσης 50 θάνατοι ασθενών με λοίμωξη από τον ιό, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους· οι ηλικίες τους ήταν άνω των 63 ετών. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2015 και το 2016 τα κρούσματα ήταν μηδενικά, ενώ το 2014 μόλις 15.
Ποιοι παράγοντες ευθύνονται για την επανεγκατάσταση του ιού στη χώρα μας; Πόσο θα κινδυνεύσουμε φέτος; Πρέπει να ανησυχούμε; Μπορούμε να θωρακιστούμε; Και πώς;
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Η ταυτότητα του ιού: Ο ιός του Δυτικού Νείλου εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στην Αφρική και πλέον έχει φτάσει σε όλο τον κόσμο – σε Αμερική, Ευρώπη, Ασία και Αυστραλία. Στη Γηραιά Ήπειρο, μάλιστα, μετά την πρώτη μεγάλη επιδημία στη Ρουμανία το 1996-1997, κρούσματα έκτοτε καταγράφονται ετησίως σε διάφορες χώρες, ενώ οι ολοένα και υψηλότερες θερμοκρασίες κατά τους θερινούς μήνες έχουν αρχίσει να φέρνουν τον ιό και σε περιοχές που μέχρι σήμερα θεωρούνταν «άτρωτες». Έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με ένα μείζον θέμα δημόσιας υγείας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τη σοβαρότητα του προβλήματος επιτείνει η σύνθετη επιδημιολογία του ιού, που κάνει απρόβλεπτη την κυκλοφορία και τη γεωγραφική κατανομή του σε κάθε περίοδο μετάδοσης.
Η συμπεριφορά του: Μεταδίδεται στους ανθρώπους κυρίως με το τσίμπημα κοινών κουνουπιών, τα οποία έχουν ήδη μολυνθεί από άγρια πτηνά. Το αντίστροφο δεν γίνεται: τα κουνούπια δεν μπορούν να μολυνθούν από ανθρώπους. Η περίοδος επώασης είναι συνήθως 3 έως 14 ημέρες. Το 75- 80% των ατόμων που μολύνονται δεν εκδηλώνουν κανένα σύμπτωμα, περίπου το 20% εμφανίζουν ήπια συμπτώματα ιογενούς συνδρομής (πυρετό, κεφαλαλγία, κακουχία, μυαλγία, ναυτία, δερματικό εξάνθημα, διογκωμένους λεμφαδένες) και λιγότεροι από 1% παρουσιάζουν σοβαρότερες εκδηλώσεις από το κεντρικό νευρικό σύστημα (πολύ υψηλό πυρετό, αυχενική δυσκαμψία, διαταραχές επιπέδου συνειδήσεως, εγκεφαλίτιδα, μηνιγγίτιδα, οξεία χαλαρή παράλυση). Τα σοβαρότερα προβλήματα συνήθως εμφανίζονται σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς και σε όσους πάσχουν από χρόνια υποκείμενα νοσήματα. Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία ή εμβόλιο για τον ιό.
Μέτρα προφύλαξης: Κάποια ατομικά μέτρα προστασίας είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά, όπως η χρήση εντομοαπωθητικών χώρου και δέρματος, τα ρούχα που δεν αφήνουν ακάλυπτο το δέρμα μας, οι κουνουπιέρες κατά τον ύπνο (ιδίως σε βρέφη και παιδιά), οι σίτες σε πόρτες και παράθυρα, οι ανεμιστήρες και κλιματιστικά. Μπορούμε, επίσης, να συμβάλουμε στη μείωση του πληθυσμού των κουνουπιών, ποτίζοντας μόνο τις πρωινές ώρες, απομακρύνοντας στάσιμα νερά από τον κήπο ή τη βεράντα μας, καθαρίζοντας υδρορροές, κουρεύοντας τακτικά το γρασίδι. Κάνοντας δηλαδή «αφιλόξενα» για τα κουνούπια σημεία στα οποία συνηθίζουν να αφήνουν τα αυγά τους.
Και, φυσικά, υπάρχουν τα μέτρα πρόληψης στην κοινότητα: η επιτήρηση με διαγνωστικούς ελέγχους σε πτηνά και έντομα και, κυρίως, τα προγράμματα εντομοκτονίας και προνυμφοκτονίας. Ειδικά για τα τελευταία, το μέγα ερώτημα είναι: θα υλοποιηθούν εγκαίρως από τους αρμόδιους φορείς, δήμους και περιφέρειες; Ή θα ξεχαστούν μέσα στη δίνη της προεκλογικής περιόδου για τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές; Η θετική απάντηση που θα θέλαμε να ακούσουμε, δυστυχώς, δεν είναι πάντα δεδομένη, στην Ελλάδα της κρίσης και της λογικής «της τελευταίας στιγμής»…
Αθανάσιος Τσακρής – Καθηγητής Μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ