Σπίτια πυρπολημένα, ελάχιστα πέτρινα κτίσματα που στέκουν όρθια, μια εκκλησία και σπαράγματα ενός σχολείου. Είναι ό,τι έχει απομείνει στο παλαιό Κωσταράζι και υπενθυμίζει ακόμη και σήμερα ότι στο χωριό-φάντασμα υπήρξε κάποτε ζωή.
Η μαρμάρινη επιγραφή πάνω στα απομεινάρια ενός πέτρινου τοίχου περικλείει τα συναισθήματα των κατοίκων που έφυγαν και άφησαν πίσω τους ένα ερειπωμένο χωριό: «Στ΄αετόμορφα βουνά, στη φωλιά για λευτεριά στέκει έρμο και βουβό το καμένο μου χωριό».
Στο Κωσταράζι της Καστοριάς γράφτηκε μία ακόμη θηριωδία των γερμανών κατακτητών. Είναι ένα από τα δεκάδες μαρτυρικά χωριά που βάφτηκαν με αίμα και καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Το ιστορικό χωριό της Δυτικής Μακεδονίας δημιουργήθηκε από την ένωση τριών χωριών που διαλύθηκαν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Τα τρία χωριά Κρανιά, Σμίξη και τα Παλιόσπιτα ήταν χτισμένα σε χαμηλό υψόμετρο, γι΄ αυτό και ήταν ευάλωτα στις επιδρομές των Τούρκων και λεηλατούνταν συχνά. Ο αρματολός Κώστας Ρίζος αντιλήφθηκε ότι η κατάσταση επιδεινωνόταν και πρότεινε στους δημογέροντες των τριών χωριών να συνενωθούν. Σκοπός ήταν η δημιουργία ενός νέου οικισμού, σε μεγάλο υψόμετρο, που θα μπορούσε να προφυλαχθεί από τις λεηλασίες.
Ορμητήριο ανταρτών
Το χωριό επιβίωσε έως το 1912 όταν καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Οθωμανούς. Όμως, οι κάτοικοι κατάφεραν να το αναστηλώσουν και να του δώσουν και πάλι ζωή. Δυστυχώς, όχι για πολύ. Το τελειωτικό χτύπημα δόθηκε 32 χρόνια αργότερα όταν το Κωσταράζι έγινε ένα από τα δεκάδες χωριά της Ελλάδας που μαρτύρησαν στα χέρια των κατακτητών.
Το Παλιό Κωσταράζι λόγω της γεωγραφικής του θέσης, χαρακτηρίστηκε ανταρτοχώρι από τις γερμανικές υπηρεσίες της Θεσσαλονίκης. Μέσα από ανακρίσεις έγινε γνωστό ότι ο Δημήτριος Γάβρος, εφοδίαζε τους αντάρτες της περιοχής με μπαταρία από τον μύλο του. Οι αντάρτες εκμεταλλεύονταν τη μπαταρία του μυλωνά και τη χρησιμοποιούσαν στους ασυρμάτους τους. Η πληροφορία αυτή στάθηκε αφορμή ώστε να οργανωθεί επιχείρηση εξολόθρευσης του χωριού. Το σχέδιο ανέλαβε ο Λοχίας της Στρατιωτικής Χωροφυλακής, Μίχαελ Έμπνερ. Στόχος ήταν να εξοντωθεί ο μυλωνάς που συνεργαζόταν με τους αντάρτες και να καταστραφεί πλήρως ο μύλος του.
Το σχέδιο της εξόντωσης και οι εκτελέσεις
13 Απριλίου 1944. Το σχέδιο εξόντωσης ξεκίνησε με την εισβολή στο Κωσταράζι 200 γερμανών στρατιωτών και 50 κομιτατζήδων, υπό τις οδηγίες του λοχία Έμπνερ. Είχε περάσει μόλις μία εβδομάδα από τη σφαγή στην Κλεισούρα στην Καστοριά, όπου εκτελέστηκαν 280 κάτοικοι. Μετά από εκείνη τη σφαγή, πολλοί είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους, φοβούμενοι νέο αιματοκύλισμα. Πολλοί από αυτούς διέφυγαν σε δάση και κάμπους της περιοχής.
Η εισβολή των Γερμανών στο χωριό έγινε αντιληπτή από κάποιους κτηνοτρόφους, οι οποίοι αμέσως ειδοποίησαν τους υπόλοιπους κατοίκους. Οι Γερμανοί κατέλαβαν θέσεις στο ύψωμα Σκάλα και απέναντι από τη θέση Ρόβια και πυροβολούσαν όσους προσπαθούσαν να διαφύγουν. Ο Δημήτρης Τσότσος, ένα δωδεκάχρονο αγόρι, υπήρξε από τα πρώτα θύματα της ναζιστικής επιδρομής.
Ο λοχίας Έμπνερ θέλησε να καθησυχάσει τους κατοίκους, διαβεβαιώνοντας τους ότι δεν θα τιμωρήσει κανέναν, αν επιστρέψουν όλοι όσοι διέφυγαν από το χωριό. Μάλιστα έστειλαν τον Δημήτριο Τσιτσήνα να τους ειδοποιήσει. Ήταν ντυμένος με λευκό πουκάμισο, προκειμένου να είναι διακριτός από τα γύρω φυλάκια και κυρίως από τους Γερμανούς στρατιώτες που αναμένονταν από την Κοζάνη. Υπήρξαν κάτοικοι κυρίως ηλικιωμένοι, που φοβήθηκαν και επέστρεψαν στο Κωσταράζι. Οι περισσότεροι ωστόσο έμειναν στα δάση κρυμμένοι.
Ο μυλωνάς δεν είχε ακόμη εντοπιστεί. Για να τον βρουν έστειλαν τη γυναίκα του να τον καλέσει στην πλατεία του χωριού. Ντυμένη και αυτή στα λευκά, για τον ίδιο λόγο, βρήκε τον άντρα της και έτσι ο Γαβράς παρουσιάστηκε μπροστά στους Γερμανούς. Ο μυλωνάς αρχικά ανακρίθηκε και βασανίστηκε από τις δυνάμεις των κατακτητών. Στη συνέχεια τον υποχρέωσαν να συγκεντρώσει τρόφιμα από τα σπίτια του χωριού. Η τιμωρία του ήταν παραδειγματική. Ο Δημήτριος Γαβράς δεν ομολόγησε και εκτελέστηκε στη θέση «Ζολώτα», μπροστά στα μάτια δεκάδων κατοίκων του χωριού. Ο καταζητούμενος συνεργάτης του, Αντρέας Μότσιος, δεν εμφανίστηκε κι έτσι γλίτωσε την εκτέλεση.
Τα βρέφη που κάηκαν και εκτελέστηκαν…
Στο χωριό πλησίαζε και μία άλλη φάλαγγα Γερμανών από την Κοζάνη, η οποία όμως ανέκοψε την πορεία της, όταν είδε τρεις φωτοβολίδες στον αέρα. Η εκτόξευση τους έγινε από τους στρατιώτες που είχαν ήδη εισβάλει στο Κωσταράζι, δίνοντας τους το μήνυμα πως δεν υπάρχει κίνδυνος. Οι Γερμανοί διανυκτέρευσαν στο χωριό μέχρι την ημέρα της ολικής καταστροφής.
Η εντολή που δόθηκε στους κατοίκους του χωριού, τα χαράματα της επόμενης μέρας ήταν: «Όλοι οι κάτοικοι του χωριού να το εγκαταλείψουν και να συγκεντρωθούν στ’ Μπελλ’ τ’ Γκουρτσιά (Τρανή Στράτα). Όσοι δεν το εγκαταλείψουν και βρεθούν μέσα στο χωριό θα εκτελεστούν». Οι καμπάνες χτυπούσαν γρήγορα και ο θάνατος παραμόνευε. Οι Γερμανοί έκαψαν ολοκληρωτικά το Κωσταράζι, για δεύτερη φορά μετά από τους Οθωμανούς και σκότωσαν 12 άμαχους.
Όταν όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν στην είσοδο του χωριού, διαχωρίστηκαν σε άντρες και γυναικόπαιδα. Οι Γερμανοί διασκέδαζαν με την απειλή των πολυβόλων, ενώ διέταζαν τους άντρες να γονατίζουν και να σηκώνονται όρθιοι κατ΄επανάληψη. Πίσω από την πρώτη γραμμή των αντρών, κάποιοι προσπαθούσαν να γλιστρήσουν προς την πλαγιά, ώστε αν άρχιζαν οι πυροβολισμοί, να έτρεχαν στην κατηφοριά και να σωθούν. Πρώτα πυρπολήθηκαν το σχολείο και η εκκλησία, Στη συνέχεια παραδόθηκαν στις φλόγες τα σπίτια. Καταστράφηκαν 263 κατοικίες. Πέτρινα κτίρια κατέρρευσαν, διαλύθηκαν και τα απομεινάρια τους μένουν σήμερα να θυμίζουν το ολοκαύτωμα στο Κωσταράζι.
Η αποτροπή της μαζικής σφαγής
Ο διοικητής της διλοχίας των SS από τη Σιάτιστα, που είχε φτάσει την ίδια μέρα στο χωριό για να ενισχύσει τις επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών στο Άσκιο, ήταν αποφασισμένος να εκτελέσει όλους τους άντρες. Ωστόσο τελευταία στιγμή, η εκτέλεση των αμάχων αποτράπηκε, όταν ο λοχίας Έμπνερ έπεισε τον διοικητή των SS ότι το χωριό λόγω της γεωγραφικής του θέσης αποτελεί ορμητήριο ανταρτών και οι κάτοικοι του δεν έχουν ευθύνη. Οι Γερμανοί αποχώρησαν, αφού συνέλαβαν 76 άντρες, προκειμένου να μην τους πάρουν μαζί τους οι αντάρτες. Οι συλληφθέντες φυλακίστηκαν στην Καστοριά, απ΄όπου αποφυλακίστηκαν μία εβδομάδα αργότερα.
Το Κωσταράζι δεν είχε πια ζωή. Ήταν ένα ερειπωμένο και πυρπολημένο χωριό, ένα χωριό- φάντασμα. Οι 277 οικογένειες που έχασαν τα σπίτια τους, εγκατέλειψαν το χωριό και εγκατααστάθηκαν στις αρχές της δεκατίας του ’50 λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, στους πρόποδες του ίδιου βουνού, όπου ίδρυσαν το νέο Κωσταράζι.
Οι φωτογραφίες είναι του Άρη Ρόβα από την ομάδα του facebook Έρημα Χωριά…
mixanitouxronou.gr