Παρότι η Κούβα δεν συμμετέχει αυτές τις μέρες στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου (δεν έχουν προκριθεί από το 1938), μία μελωδία κουβανέζικης προέλευσης θα κάνει σίγουρα την εμφάνισή της.
Το περίφημο «Guantanamera», πασίγνωστο στους ποδοσφαιρόφιλους όλου του κόσμου, γράφτηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’20 από τον Joseito Fernández, έναν μουσικό από την Αβάνα επονομαζόμενο και «βασιλιά της μελωδίας».
Γεννημένος το 1908, ο Fernández άρχισε να δουλεύει από πολύ μικρός πουλώντας εφημερίδες, γυαλίζοντας παπούτσια και τραγουδώντας στο δρόμο.
«Guajira» σε ελεύθερη μετάφραση θα πει «αγρότισσα» ενώ ταυτόχρονα είναι και το όνομα ενός δημοφιλούς είδους κουβανέζικης μουσικής του οποίου ο ρυθμός εναλλάσεται μεταξύ 6/8 και 3/4 και οι στίχοι αφηγούνται συχνά θέματα της υπαίθρου.
H επανεκτέλεση του Orbón έγινε και η πιο δημοφιλής εκδοχή του «Guantanamera» τόσο στην Κούβα όσο και στο εξωτερικό. Έκτοτε έχουν γίνει εκατοντάδες covers σε διαφορετικά μουσικά στυλ και γλώσσες. Οι εκτελέσεις του Αμερικανού μουσικού Pete Seeger (1963) και των The Sandpipers (1966) χάρισαν στο κομμάτι διεθνή φήμη
«Guantanamera» σημαίνει «από το Γκουαντανάμο». Καθότι το τραγούδι ανήκει μερικώς στο είδος της guajira, οι στίχοι του ρεφρέν μεταφράζονται είτε ως «μία αγρότισσα από το Γκουαντανάμο», είτε ως «ένα κομμάτι της μουσικής guajira από το Γκουαντανάμο».
Λέγεται ότι συνέθεσε το «Guantanamera» για χάρη μιας γυναίκας από το Γκουαντανάμο, πόλη και επαρχία της νοτιοανατολικής Κούβας (σ.σ. δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον Κόλπο του Γκουαντανάμο που φιλοξενεί τη διαβόητη ναυτική βάση των ΗΠΑ).
Το «Guantanamera» αποτελείται από αυτοσχεδιαστικά κομμάτια ενώ το ρεφρέν λέει: «Guantanamera, guajira guantanamera»
Το κομμάτι έγινε επιτυχία αμέσως μόλις ο Fernández το ερμήνευσε στο ραδιόφωνο το 1935.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Julián Orbón, ένας Ισπανο-κουβανός συνθέτης, πειραματίστηκε με το κομμάτι κρατώντας μεν το ρεφρέν, αλλά δημιουργώντας μία νέα, πιο μικρή μελωδία και ενσωματώνοντας στο τραγούδι στίχους από το «Versos Sencillos», ένα βιβλίο με ποιήματα του José Martí, ήρωα του πολέμου της ανεξαρτησίας κατά των Ισπανών.
H επανεκτέλεση του Orbón έγινε και η πιο δημοφιλής εκδοχή του «Guantanamera» τόσο στην Κούβα όσο και στο εξωτερικό. Έκτοτε έχουν γίνει εκατοντάδες covers σε διαφορετικά μουσικά στυλ και γλώσσες. Οι εκτελέσεις του Αμερικανού μουσικού Pete Seeger (1963) και των The Sandpipers (1966) χάρισαν στο κομμάτι διεθνή φήμη.
Το 1966, τη χρονιά που η Αγγλία κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο, το «Guantanamera» των Sandpipers μπήκε στο top-10 σε Αμερική, Βρετανία και Καναδά.
Πιθανότατα, αυτή η εκτέλεση ήταν και η αιτία που το τραγούδι βρήκε το δρόμο του μέσα στα ποδοσφαιρικά γήπεδα και έγινε, χάρη στις διάφορες εκδοχές των φιλάθλων, ένα από τα πιο δημοφιλή ποδοσφαιρικά κομμάτια όλων των εποχών.
Μάλιστα, με την πάροδο των ετών προσαρμόστηκε ανάλογα και σε πολλές γλώσσες. Στη Βρετανία τραγουδιέται ως «There’s only one…» και «You only sing when you ‘re winning (σ.σ. «Υπάρχει μόνο ένας…» και «Τραγουδάς μόνο όταν κερδίζεις»). Στην Ιταλία, οι φίλαθλοι συνηθίζουν να πικάρουν τους αντίπαλους οπαδούς τραγουδώντας «Solo rubare, sapete solo rubare» (σ.σ. «ξέρετε πως να κλέβετε, ξέρετε μόνο πως να κλέβετε»).
Κάθε φορά που ένας παίκτης της αντίπαλης ομάδας χάνει ένα θεωρητικά «εύκολο» γκολ οι Φιλανδοί ποδοσφαιρόφιλοι φωνάζουν «Onneton veto, olipa onneton veto» (σ.σ. «άθλιο σουτ, αυτό ήταν ένα άθλιο σουτ»). Ενώ, οι Ισπανοί οπαδοί ακούγονται συχνά να τραγουδούν το εξής σύνθημα με τον αποδέκτη της δυσαρέσκειάς τους να είναι προφανής: «Qué malo eres, árbitro que malo eres» (σ.σ. είσαι τόσο κακός, διαιτητή είσαι τόσο κακός»).
Με λίγα λόγια, να πως ένας σκοπός από την Κούβα εξελίχθηκε με τα χρόνια σ’ ένα από τα πιο ευπροσάρμοστα και δημοφιλή ποδοσφαιρικά τραγούδια όλων των εποχών.
lifo