Πρόκειται, ίσως, για την πιο χαρακτηριστική φωνή της Ελλάδας.
Ο λόγος για την Σοφία Βέμπο, η οποία έγινε σύμβολο του έθνους, ταύτισε το όνομά της με το αλβανικό έπος και χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης».
Η ίδια είχε πει, εξιστορώντας την αυτοβιογραφία της, στην εφημερίδα «Εθνικός Κήρυξ» με τίτλο “Η ζωή μου” «Τη φωνή μου και τα τραγούδια μου τα γνωρίζουν πολλοί. Τη ζωή μου όμως ελάχιστοι».
Και πράγματι, ελάχιστα είναι τα στοιχεία που έχουν γίνει ευρέως γνωστά για την ζωή της.
Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης με το όνομα ΄Εφη Μπέμπο.
Το 1912 η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 1914 με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, όπου και επέστρεψε στη Τσαριτσάνη και από εκεί εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βόλο όπου οι γονείς της εργάστηκαν ως καπνεργάτες.
«Οσο μεγάλωνα τόσο γινόταν συνείδησις μέσα μου ο προορισμός της ζωής μου. Και προορισμός μου επίστευα πως ήταν να παντρευτώ και να δημιουργήσω δική μου οικογένεια. Εάν μου έλεγαν τότε ότι το 1947 θα ήμουν ανύπανδρη και θα είχα ως επάγγελμα να λέω τραγούδια στο θέατρο, ομολογώ πως θα εθύμωνα πολύ και ίσως έβαζα τα κλάματα. Στο σπίτι μου επίστευαν και με εδίδασκαν ότι έπρεπε να γίνω μια καλή νοικοκυρά, μια τρυφερή σύζυγος και μια στοργική μητέρα», γράφει στην αυτοβιογραφία της, η οποία δημοσιεύτηκε από την Πέμπτη 15 Μαΐου ως το Σάββατο 25 Ιουλίου 1947, όταν βρισκόταν σε περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παρ’ όλα αυτά όμως στον Βόλο το είχε σκάσει από το σχολείο μαζί με μια φίλη της και παρακολούθησαν κρυφά τρία δραματικά έργα που έπαιζε ο θίασος Πρόζας της Αλίκης και του Μουσούρη. «Βγήκαμε από το θέατρο με καλυμμένα τα πρόσωπα. Αν το μάθαιναν οι δικοί μου θα έτρωγα το ξύλο της χρονιάς μου», έχει πει.
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία τυχαία το 1930, τραγουδώντας σ’ ένα ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι της. Οι πρώτοι της μισθοί ήταν 6.000 δρχ. το μήνα για τον πρώτο χρόνο και 10.000 δρχ. για τον δεύτερο. «Οι αριθμοί με ζάλισαν», έχει αναφέρει.
Η κοντράλτο φωνή της με δύναμη, έκταση κι αίσθημα ξεκινούσε το μεγάλο ταξίδι… Τρία χρόνια αργότερα κατέβηκε στην Αθήνα, όπου προσελήφθη από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο «Κεντρικόν», προκειμένου να συμμετάσχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933», όπως αναφέρει το tilestwra.com.
Την ίδια περίοδο υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Columbia, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής και λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της η καταξίωση δεν άργησε να έρθει.
Με την κήρυξη του πολέμου το 1940 ανέλαβε την εμψύχωση των ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο με πατριωτικά και σατυρικά τραγούδια, ενώ πρωταγωνίστησε σε επιθεωρήσεις που προσάρμοζαν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα.
Με τα τραγούδια της κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε γίνει η «τραγουδίστρια της νίκης», βγαίνοντας από το θέατρο «Μοντιάλ» όπου εμφανιζόταν και πηγαίνοντας στο «Αλάμπρα» όπου έπαιζε η αδελφή της, «ξαφνικά ένιωσα ένα τρομερό σε δύναμη κρύο χτύπημα στο πρόσωπο. Ηταν σαν σιδερένια γροθιά. Σωριάστηκα αμέσως. Επρόλαβα να φωνάξω: «Με σκότωσες, παλιάνθρωπε». Τίποτα άλλο, λιποθύμησα».
Το πρωί της άλλης ημέρας το τηλέφωνο του σπιτιού της χτύπησε και αμέσως μια βαριά φωνή τής είπε: «Σ’ τα σπάσαμε τα μούτρα για να μην μπορής να βγαίνης στο θέατρο και να λες αυτά που λες. Μην στεναχωριέστε, τους απάντησα, θα τα πω από το ραδιόφωνο. Ηταν φανεροί πλέον οι δολοφόνοι μου: ή φασίσται Ιταλοί ή άνθρωποι της Γκεστάπο».
Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχιζε να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα. Παρέμεινε εκεί σχεδόν τρεισήμισι χρόνια (1942-1946).
Τραγουδούσε για να ψυχαγωγήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις, συγκροτούσε θιάσους, ανέβαζε επιθεωρήσεις, έδινε ρεσιτάλ.
Με την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής τής διέθεσε πολεμικό αεροσκάφος για να γυρίσει στην Ελλάδα. Η ζωή της δεν κινδύνευε πια. Έγινε σύμβολο του έθνους, ταύτισε το όνομά της με το αλβανικό έπος και χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης».
Τον Μάρτιο του 1947 η Σοφία Βέμπο έφυγε για την Αμερική. «Μια και η Βέμπο είναι στην Αμερική, μια και οι αμερικανικές εφημερίδες τής κάνουν πραγματικά κολακευτικές κριτικές, μια και μπορεί ασφαλώς να γίνει γνωστή στους Αμερικανούς, γιατί επιμένει να απευθύνεται μόνο στον ελληνικό λαό;», είχε αναρωτηθεί η δημοσιογράφος και εκδότρια της «Καθημερινής» Ελένη Βλάχου.
Η ίδια έμεινε 2 χρόνια στην Αμερική έχοντας πάντα στο νου της να γυρίσει στον τόπο της.
Την περίοδο 1967-1974 συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Τη βραδιά του «Πολυτεχνείου» άνοιξε το σπίτι της κι έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της.
Η “Τραγουδίστρια της Νίκης”, η γυναίκα σύμβολο, έφυγε τελικά από τη ζωή στις 11 Μαρτίου του 1978, με την κηδεία της μετατρέπεται σε πάνδημο συλλαλητήριο.
Η Σοφία Βέμπο στα τραγούδια του ‘40
Το 1974 κυκλοφόρησε από την Columbia μια συλλογή με τίτλο «Η Σοφία Βέμπο στα τραγούδια του ’40». Ήταν η πρώτη φορά που συγκεντρώθηκε σε ένα δίσκο ένα μέρος αυτού του υλικού. Στο οπισθόφυλλο η Σοφία Βέμπο σημείωνε τα εξής:
Αγαπημένοι φίλοι των τραγουδιών μου
Τα δώδεκα τραγούδια του πολεμικού μου δίσκου, δεν είναι δώδεκα κοινά, καθημερινά τραγούδια. Είναι δώδεκα κραυγές λευτεριάς, δώδεκα σπίθες περηφάνιας!…
Δεν τραγουδάω εγώ σ’ αυτό το δίσκο. Τραγουδάει η ψυχή της Πατρίδας, η ψυχή της ράτσας, η ψυχή του αδούλωτου λαού μας…
Είναι τραγούδια που η δόξα, τους έχει βάλει μουσική σε στίχους που τους έχει γράψει, η λεβεντιά η Ελληνική.
Κανένας μου δίσκος δεν μ’ έκανε τόσο περήφανη όσο ετούτος!…
Μ’ αυτό μου το δίσκο, θαρρώ πως αφήνω στις καινούργιες γενιές μια κληρονομιά Ελληνικού θάρρους, Ελληνικής λεβεντιάς και Ελληνικής… αποκοτιάς.
Ευχαριστώ και την «Κολούμπια» και τον Τραϊφόρο γι’ αυτή την τόσο γόνιμη και τόσο Ελληνική έμπνευσή τους.
Με αγάπη
Σοφία Βέμπο
Υ.Γ.: Έξω από αστεία, πιστεύω πως είναι ότι πρέπει και τα λέει όλα, αυτό το ιστορικό κείμενο με το οποίο θα ασχοληθούν οι ιστοριοδίφες του μέλλοντος.
Γεια χαρά