‘Incandadas”, “Στοά των ειδώλων”, “Σουρέτι Μελεκί”, όπως και να αποκαλούσαν οι Εβραίοι, Χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης το μνημείο αυτό, έχει εξάψει κατά καιρούς τη φαντασία όσο κανένα άλλο της πόλης.
γράφει ο Ρωμύλος Μαντζούρας – Ιστορικός / Ξεναγός
Ίσως γιατί πλέον ούτε το ακριβές σημείο που βρισκόταν είναι γνωστό, πόσο δε μάλλον το γεγονός ότι το ίδιο το μνημείο βρίσκεται στο Λούβρο εδώ και περισσότερο από εκατό πενήντα χρόνια. Υποψήφιος ένοικος Βρετανικών, Γερμανικών και Γαλλικών μουσείων, δεινοπάθησε στα άτσαλα χέρια του πλειοδότη, Γάλλου παλαιογράφου Εμανουέλ Μιλέρ στον οποίο το παραχώρησαν οι Οθωμανικές αρχές, για λογαριασμό του Ναπολέοντα ΙΙΙ. Παρότι ο Μιλέρ αυτοχαρακτηριζόταν ως η ”ενσάρκωση της ακρίβειας”, δεν κράτησε καμία τοπογραφική σημείωση, ούτε καν προχώρησε σε αρίθμηση των μερών του μνημείου. Αποσυναρμολόγησε όλη τη κιονοστοιχία, παράτησε τους μισούς κίονες και κομμάτια του επιστυλίου στα λασπωμένα δρομάκια που οδηγούσαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και όταν τα γλυπτά έφτασαν στο Λούβρο στα 1864, δεν τα συνόδευε κανενός είδους σχέδιο προς συναρμολόγηση. Το αποτέλεσμα ήταν να εκτεθούν στο μουσείο μόνο τα ανάγλυφα.
Η ανέγερση των Μαγεμένων τοποθετείται χρονολογικά, στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια και μάλλον αποτελούσαν μέρος κάποιου εντυπωσιακού περιβόλου κτίσματος, σαν τα πολλά που υπήρχαν στο κέντρο της πόλης. Κατά πάσα πιθανότητα ο μεγάλος σεισμός των μέσων του έβδομου μ.Χ αιώνα και οι μετέπειτα αιώνες της αδιάλειπτης αστικής κατοίκησης, το άφησαν στη μορφή που μας είναι γνωστό. Ως μια δίτονη κιονοστοιχία αποτελούμενη από πέντε κορινθιακές κολόνες, ένα ογκώδες επιστήλιο και πάνω από αυτό τέσσερις πεσσοί διακοσμημένοι με ανάγλυφες ολόσωμες μορφές σε φυσικό περίπου μέγεθος, που παριστάνουν μορφές της Ελληνικής Μυθολογίας. Το θεό Διόνυσο, την Αριάδνη, μια Μαινάδα, τη Λήδα, τον Γανυμήδη, έναν Διόσκουρο, την Αύρα και μια Νικη. Σύμφωνα με έναν γοητευτικό, μεσαιωνικό μάλλον, θρύλο της πόλης, οι Μαγεμένες πήραν το όνομα τους από μα ερωτική περιπέτεια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος στο παλάτι του φιλοξένησε τον βασιλιά της Θράκης με τη συνοδεία του. Ο Αλέξανδρος ερωτεύτηκε την όμορφη βασίλισσα της Θράκης και μέσω αυτής της στοάς την επισκεπτόταν στα διαμερίσματα της τα βράδια. Ο απατημένος σύζυγος δεν άργησε να μάθει γα τα καμώματα του οικοδεσπότη και της συμβίας του και ανέθεσε σε έναν σπουδαίο Μάγο από τον Πόντο να τιμωρήσει το παράνομο ζευγάρι. Ο Πόντιος Μάγος έσπειρε μάγια στο μυστικό πέρασμα, τόσο τρομερά που όποιος περνούσε από τη στοά αυτή θα γινόταν πέτρα. Για καλή τύχη όμως του Αλέξανδρου, ο δικός του Μάγος ο φοβερός… Αριστοτέλης, κατάλαβε τη παγίδα και ενημέρωσε τον αφέντη του να μην επισκεφτεί την βασίλισσα της Θράκης εκείνη τη νύχτα. Η βασίλισσα όμως τον περίμενε και έστειλε μια υπηρέτρια της να δει γιατί αργεί Αλέξανδρος. Καθώς άργησε κι αυτή να επιστρέψει, έτρεξε να δει τι συμβαίνει η ίδια, η ανυπόμονη βασίλισσα. Λίγο μετά ο Βασιλιάς της Θράκης και ο Πόντιος μάγος του, πέρασαν και αυτοί για να δουν τα αποτελέσματα των μαγικών. Αλίμονο, όλοι πέτρωσαν και έμειναν εκεί για πάντα σύμβολα μιας ιστορίας συζυγικής απιστίας.
Οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, καθώς και το ωραίο αυτό παραμύθι, ίσως και να μην μας ήταν γνωστά αν ένας Άγγλος και ένας Έλληνας δεν καυγάδιζαν κάπου στην Αθήνα το 1754
Αυτό συνέβη όταν οι James Stuart και Nicholas Reveett, ζωγράφος και αρχιτέκτονας αντίστοιχα, βρισκόταν σε ένα ταξίδι από την Ιταλία οπού σπούδαζαν καλές Τέχνες, προς την Οθωμανική Ελλάδα, ζωγραφίζοντας και αποτυπώνοντας τα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας στην Αθήνα. Στις μακρινές και τόσο ανοίκειες προς την Ευρώπη περιοχές, οι δύο περιηγητές ήταν υπό την προστασία των Βρετανικών προξενικών αρχών, όταν υπήρχαν. Στην κωμόπολη των Αθηνών πρόξενος του Ηνωμένου βασιλείου ήταν κάποιος ντόπιος Έλληνας έμπορος, ο οποίος συνόδευε και διευκόλυνε τους δύο ξένους. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Stuart ο πρόξενος ήταν ιδιαίτερα ενοχλητικός, θρασύς, άπληστος και πλεονέκτης. Δεν άργησαν να έρθουν σε ρήξη μαζί του και καθώς σε αντίθεση με τον Revett που ήταν Ευγενής με αβρούς τρόπους, ο Stuartt ήταν μεγαλωμένος σε μα φτωχή Σκοτσέζικη οικογένεια και βρισκόταν στη βιοπάλη από παιδί, καυγάδιζε μαζί του και μάλλον κάποια στιγμή χειροδίκησε εναντίον του.
Ο δαρμένος πρόξενος δεν αργεί να καταγγείλει το περιστατικό στον προϊστάμενο του τον sir James Porter, πρέσβη του Ηνωμένου Βασιλείου στην Υψηλή πύλη. Αυτός θορυβημένος με τη συμπεριφορά του Stuart, τον καλεί στην Κωνσταντινούπολη για να δώσει εξηγήσεις.
Έτσι ο οξύθυμος ζωγράφος, ξεκινά δια ξηράς συνοδεία του Τούρκου Βοεβόδα το μακρύ ταξίδι προς την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Καθοδόν ο Stuartt, ταλαιπωρείται ποικιλοτρόπως από τους κακότροπους συνοδούς του. Διανυκτερεύοντας δε σε ένα χάνι λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, διαπιστώνει ότι σχεδιάζουν να τον ληστεύουν και να τον σκοτώσουν. Δραπετεύει και μετά από περιπετειώδη καταδίωξη καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη. Εδώ θα πρέπει να θυμίσουμε σε όσους ταξιδεύουν στο εξωτερικό και θεωρούν μεγάλα βάσανα, τους αγενείς σερβιτόρους και το αργό internet, πως κάποτε οι ταξιδιώτες είχαν να αντιμετωπίσουν κάπως σοβαρότερα θέματα.
Στη Θεσσαλονίκη που ο Stuartt περιγράφει ως μεγάλη πόλη με πληθυσμό περίπου εκατό χιλιάδων κατοίκων, ο εκεί Άγγλος πρόξενος Peter Paradise, τον φιλοξενεί με καλοσύνη και ευγένεια. Ο μόνιμα εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη επιτυχημένος έμπορος Peter Paradise, παντρεμένος με ντόπια Ελληνίδα και ευεργέτης της μονής Βλατάδων, διαβεβαιώνει τον Stuart πως θα λύσει αυτός το ζήτημα αλληλογραφώντας με τον Πρέσβη.
Εν τω μεταξύ έχει καταφτάσει στη πόλη και ο Revett και καθώς περιμένουν την ετυμηγορία από την Κωνσταντινούπολη και έχοντας προφανώς πολύ ελεύθερο χρόνο, αποφασίζουν να επισκεφτούν και να απεικονίσουν το μόνο αξιόλογο, όπως θεωρούν, Αρχαίο κτίσμα τις πόλης. Έτσι οι Stuartt και Revett, συνοδευόμενοι από τον πρόξενο Peter Paradise, τον δεκάχρονο γιο του John και τον δραγουμάνο (διερμηνέα) του προξένου, τον εξίσου επιτυχημένο Θεσσαλονικιό έμπορο Εμμανουήλ Αργυρόπουλο, επισκέπτονται την Εβραϊκή συνοικία Rogos. Στην αυλή κατοικίας της περιοχής, δεσπόζουν, παρότι με τις κολόνες τους μισοχωμένες στη γη οι Μαγεμένες. Οι δύο αρχαιόφιλοι, αποτυπώνουν το μνημείο με επιστημονική ακρίβεια και διασώζουν τον θρύλο του ονόματος του μνημείου όπως τους τον αφηγηθήκαν οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο 18ος αιώνας είναι περίοδος ιδιαίτερης οικονομικής και πληθυσμιακής ανάπτυξης του Ελληνορθόδοξου πληθυσμού της πόλης, ο όποιος θα δεχθεί μοιραίο πλήγμα με τις αναίτιες και εκτεταμένες σφαγές του Χριστιανικού πληθυσμού της πόλης, που ακολούθησαν την κήρυξη της επανάστασης του 1821.
Οι δύο Άγγλοι περιηγητές θα καθίσουν λιγότερο από όσο ήθελαν στη Θεσσαλονίκη, καθώς μια ακόμα επιδημία πανώλης χτυπά τη πόλη. Αναχωρούν δια θαλάσσης και μέσω Σμύρνης επιστρέφουν στην Αγγλία. Εκεί στα 1762 εκδίδουν το μνημειώδες τετράτομο έργο “The Antiquities of Athens and Other Monuments of Greece”, το οποίο έστρεψε όσο τίποτε άλλο το ενδιαφέρον των αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών προς την Κλασική αρχαιότητα και τα επιτεύγματα της, καθώς και ενίσχυσε καθοριστικά το ρεύμα του Νεοκλασικισμού.
Ανάμεσα σε εκατοντάδες σχέδια και αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις, υπάρχει και ένα εντυπωσιακό σχέδιο που απεικονίζει την επίσκεψη των περιηγητών στο μνημείο των Μαγεμένων. Στο σχέδιο δεσπόζει η εντυπωσιακή κιονοστοιχία, ανάμεσα από διώροφα σπίτια και αυλόγυρους. Μέσα στην αυλή του σπιτιού βλέπουμε στο κέντρο να περπατά με τη σιγουριά που του δίνει το αξίωμα του, ο Άγγλος πρόξενος Peter Paradise. Στα αριστερά του με ελαφριά υπόκλιση ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, πιθανόν μέλος της οικογένειας Μορδόχ, του προσφέρει καφέ από το δίσκο που κρατά νεαρός υπηρέτης. Πάνω στον ανοιχτό ξύλινο εξώστη του ορόφου, παρακολουθούν τρεις γυναικείες μορφές, μάλλον οι κόρες και η σύζυγος του ιδιοκτήτη. Η οποία χειρονομώντας του κάνει παρατήρηση, όπως μόνο μια σύζυγος ξέρει, γιατί κάνει λάθος προσφέροντας καφέ στους καλεσμένους, χωρίς αυτοί να έχουν καθίσει. Στη σκάλα αριστερά μια γηραιότερη γυναίκα με τη χαρακτηριστική εβραϊκή πλεξούδα, γνέθει και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα. Δεξιά στη σύνθεση δίπλα στον ξύλινο φράχτη στέκουν οι δύο Άγγλοι περιηγητές, ο μικρός γιός του προξένου John, που παίζει με ένα απ τα δύο μικρά σκυλιά που βλέπουμε στην αυλή και τον κρατά από το χέρι ο δραγουμάνος Εμμανουήλ Αργυρόπουλος. Όλοι οι εικονιζόμενοι είναι ενδεδυμένοι με τον τρόπο των Οθωμανών υπηκόων. Οι μόνες διαφορές είναι πως ο Ιουδαίος οικοδεσπότης φορά τουρμπάνι στο κεφάλι και τρέφει μακριά γενειάδα, ενώ οι Χριστιανοί επισκέπτες του φορούν μάλλινους ψηλούς σκούφους και τρέφουν μουστάκι. Ο μόνος παριστάμενος ντυμένος Ευρωπαϊκά είναι ο δεκάχρονος John Paradise, ο οποίος φορά τρίκοχο καπέλο, σακάκι, γιλέκο, κοντοβράκι και ψηλές κάλτσες. Ο μικρός αυτός Θεσσαλονικιός, στα νεανικά του χρόνια θα σπουδάσει στη Πάδοβα και προς το τέλος του 18ου αιώνα θα εγκατασταθεί μόνιμα στο Λονδίνο. Μιλά άψογα Νέα Ελληνικά και Τούρκικα, Αγγλικά, Ιταλικά και Γαλλικά, καθώς και Αρχαία Ελληνικά και Λατινικά και παραμένει Ορθόδοξος μέχρι τον θάνατο του. Όντας εύπορος και ο ίδιος, παντρεύεται τη κόρη ενός πλούσιου γαιοκτήμονα από την αποικία της Βιρτζίνια, διατελεί μέλλος της Βασιλικής εταιρίας Επιστημών και αλληλογραφεί τακτικά με τον Τόμας Τζέφερσον, πάτερα του Αμερικάνικου Έθνους και τρίτο του Πρόεδρο. Μέσω της αλληλογραφίας τους, ο Θεσσαλονικιός gentleman μαθαίνει στον Τζέφερσον Νέα Ελληνικά. Το ότι ο πατέρας του Αμερικανικού έθνους έμαθε Ελληνικά μέσω αλληλογραφίας και όχι προφορικά από τον Paradise, πιθανόν τον απάλλαξε από το να τα μιλά με παχύ “ λ” ….
Μία επεισοδιακή στιγμή λοιπόν που διαδραματίστηκε στην Αθήνα στα μέσα του 18ου αιώνα, ήταν η αφορμή που μας χάρισε, την παλαιότερη απεικόνιση των Μαγεμένων και κατ επέκταση την παλαιότερη απεικόνιση της Θεσσαλονίκης εκ του φυσικού.
Τμήμα του άρθρου δημοσιεύτηκε στην έντυπη LiFO
Βιβλιογραφία :
Mark Mazower Θεσσαλονίκη πόλη των φαντασμάτων .Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006
Άρης Παπάζογλου. Η Θεσσαλονίκη στους θρύλους και τις παραδόσεις. Περιοδικό Θεσσαλονικέων πόλις. Τεύχος Σεπτέμβριου 2010.
Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών. Η Θεσσαλονίκη των περιηγητών 1430-1930. Εκδόσεις Μίλητος .Αθήνα 2008
The Antiquities of Athens. Volume the Third. London MDCCXCIV.
Dictionary of National Biography 1885-1900 Volume 43
Paradise John by William Prideaux Courtney
Archibald Bolling Shepperson,John Paradise and Lucy Ludwell of London and Williamsburg . Richmond : The Dietz Press 1942
https://founders.archives.gov/documents/Jefferson/01-09-02-0473