Ο Κλινικός Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, Γιώργος Μίλεσης, μας εξηγεί την πολύπλοκη σχέση μεταξύ των μερίδων που καταναλώνουμε και του βάρους μας.
Είναι βαθιά ριζωμένη η αντίληψη πως όσο πιο μεγαλόσωμος είναι κάποιος τόσο περισσότερη ποσότητα φαγητού πρέπει να καταναλώνει. «Δυο μέτρα παλικάρι, με τα… ψέματα θα χορτάσω;», ακούμε συχνά γύρω μας.
Μπορεί μεν να έχει μια βάση, αλλά σε πολλές περιπτώσεις, δεν είναι αυτή η πραγματικότητα. Κι αυτό επειδή οι ενεργειακές μας ανάγκες εξαρτώνται μεν από την έκταση της μυϊκής μάζας, αλλά και από τη μεταβολική υγεία, το φύλο, την ορμονική ισορροπία και την ηλικιακή ομάδα.
Όταν η μερίδα αξίζει τα λεφτά της
Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο International Journal of Obesity το 2015, το 92% των ανθρώπων τρώνε όλα όσα βρίσκονται στο πιάτο μπροστά τους (1). Κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό, δεδομένης της (συνεχόμενης) αύξησης του μεγέθους των μερίδων στα εστιατόρια και τα ταχυφαγεία. Κι ενώ νιώθουμε ότι τα χρήματά μας «έπιασαν τόπο» όταν μας σερβίρουν μεγάλη μερίδα, στην πραγματικότητα τρώμε (απίστευτα) περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται το σώμα μας -με ό,τι κακό συνεπάγεται απ’ αυτό– ενώ διαστρεβλώνεται η εικόνα/εντύπωση που έχουμε για τη μέση «τυπική» μερίδα. Εκπαιδεύουμε, με άλλα λόγια, τον εγκέφαλο να πιστέψει ότι δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο φαγητό!
Η εντύπωση καθοδηγεί τη συμπεριφορά
Αποδεικνύεται αφετέρου, ότι η αντίληψη για το σχήμα και το μέγεθος του σώματός μας, καθορίζει λίγο πολύ και τη διατροφική μας συμπεριφορά. Πολλαπλές έρευνες υποδεικνύουν ότι οι υπέρβαροι έχουν αυξημένη πιθανότητα να υπερκαταναλώνουν φαγητό και κατά συνέπεια να αυξάνουν περαιτέρω το σωματικό τους βάρος.
Από την άλλη πλευρά, ο φόβος του πάχους, τους κινητοποιεί να καταναλώνουν περισσότερα φρούτα και λαχανικά, όντας πιο ευαισθητοποιημένοι όσον αφορά τις επιπτώσεις (2). Για το λόγο αυτό έχουν αυξημένο αριθμό προσπαθειών για απώλεια βάρους, με χρήση υγιών (ή/και μη) πρακτικών. Εντωμεταξύ όμως, έχουν συνήθως μειωμένη φυσική δραστηριότητα, διαταραγμένα διατροφικά μοτίβα και, συνεπώς, αυξημένη πιθανότητα μελλοντικής αύξησης του σωματικού βάρους!
Στον αντίποδα, άτομα χαμηλού (ή/ και φυσιολογικού) βάρους μπορεί είτε να αναπτύξουν εμμονή με την απώλεια βάρους είτε να καταναλώνουν αλόγιστα φαγητό –συχνά πολύ κακής ποιότητας– και γλυκό.
Ο παραμορφωτικός καθρέπτης και η ανάγκη για (ακραίο) έλεγχο
Πιθανότατα όλα ξεκινούν από την διαστρεβλωμένη αντίληψη για τις σωματικές διαστάσεις και το βάρος: όταν δηλαδή δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ πραγματικού βάρους και υποκειμενικής αντίληψης (σ.σ. πεποίθησης) για αυτό το βάρος (3). Κι αυτή ακριβώς η αντίληψη φαίνεται πως είναι ισχυρός προγνωστικός παράγοντας δυσφορίας για το βάρος, ανεξάρτητα από την πραγματική του διάσταση (4). Κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε υιοθέτηση ανθυγιεινών πρακτικών για τον έλεγχό του -συμπεριλαμβανομένης νηστείας, εξέμεσης ή/και χρήσης καθαρτικών και χαπιών αδυνατίσματος – ειδικά από εφήβους (5, 6).
«Αυτό δεν περιμένουν όλοι από εμένα;»
Παρόμοια, η σύνδεση του κατ’ αντίληψη υπερβολικού βάρους με τις ανωτέρω πρακτικές μπορεί, τουλάχιστον εν μέρει, να αποδοθεί στο στιγματισμό και το αντίστοιχο ψυχολογικό φορτίο των υπέρβαρων/παχύσαρκων ατόμων (7), ώστε τελικά να αναζητήσουν όλο και πιο ακραίες μεθόδους (ανεξαρτήτου κόστους) για απώλεια βάρους. Άλλωστε, κι ο στιγματισμός από μόνος του, αποδεικνύεται πως ενθαρρύνει την αδηφαγία και την υπερκατανάλωση ανθυγιεινών σνακ, που υπονομεύουν κάθε προσπάθεια απώλειας βάρους (7).
Ως εκ τούτου, δεν μεταφράζονται οι (καλές) προθέσεις σε αποτελεσματική διατροφική συμπεριφορά, εξαντλούμαστε ψυχολογικά και γίνεται πραγματικά δύσκολο να αναλάβουμε δράση και να συντηρήσουμε μια πιο υγιεινή πρακτική.
Το «τυφλό σημείο» και το «ποτέ δεν είναι αρκετό»
Αποδεικνύεται μάλιστα ότι τρώμε περισσότερο, όταν έχουμε μπροστά μας μεγαλύτερη μερίδα (8,9). Οι Young και Nestle (10) μάλιστα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων (σ.σ. φύλο, ηλικία, σωματικό βάρος, επίπεδο μόρφωσης) διαφοροποιούν τον τρόπο που εκτιμούν το μέγεθος της μερίδας. Δεν αξιολογούμε δηλαδή όλοι με τον ίδιο τρόπο τη μερίδα μπροστά μας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το σφάλμα εκτίμησης μεγαλώνει όσο αυξάνει η μερίδα!
Επιπρόσθετα, τροφικά ερεθίσματα –όπως η μεγάλη μερίδα, η εύκολη πρόσβαση και η αισθητηριακή θελκτικότητα της τροφής– πλέον παρακάμπτουν τα φυσιολογικά μηνύματα κορεσμού που μας στέλνει το σώμα μας.
Αν σε αυτό προσθέσουμε και την επίδραση του περιβάλλοντος στο εστιατόριο, την παρέα, την (υπερ)κατανάλωση αλκοόλ και τη ροπή προς πλούσια σε ενέργεια και λίπος φαγητά, προφανώς εκπαιδεύουμε σταδιακά το σώμα μας να μην του είναι τίποτα (και ποτέ) αρκετό!
Παρατηρώντας λοιπόν απλά τις διαφορές, μεταξύ του πόσο σερβίρουμε και πόσο (απ’ αυτό) έχουμε πραγματικά ανάγκη, είναι λες και «τυφλωνόμαστε» μπροστά στη θέα του φαγητού.
Γι’ αυτό, ανεξάρτητα από το βάρος και τις διαστάσεις του, μόνο όταν κάποιος δει τι του αντιστοιχεί πραγματικά –και σε αυτό απαιτείται επαγγελματική καθοδήγηση– καταλαβαίνει πόσο πολύ (ή λίγο) έτρωγε πριν!
Γιώργος Μίλεσης MSc Κλινικός Διαιτολόγος