Ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας: Ερωτευμένοι με τον καθρέφτη μας

Στη ναρκισσιστική διαταραχή της προσωπικότητας το άτομο ταυτίζεται με την ιδεατή εικόνα του, για να αποφύγει τον πόνο

Ναρκισσιστική διαταραχή της προσωπικότητας – Διάγνωση

Από την ηλικία των 6 μηνών έως και το πρώτο έτος της ζωής του βρέφους σημειώνονται οι πρώτες διεργασίες που αφορούν τον ναρκισσισμό. Σ’ αυτό το ηλικιακό σημείο το βρέφος μαθαίνει να αποχωρίζεται τη μητέρα και να θέτει τα όρια του εαυτού του ως ξεχωριστής οντότητας. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, δηλαδή, περνάει σε μια διαδικασία εξατομίκευσης. Ο ναρκισσισμός αναπτύσσεται στις περιπτώσεις όπου η διαδικασία αυτή αποτυγχάνει. Όταν οι γονείς ή οι κύριοι φροντιστές του παιδιού δεν του εκδηλώνουν την απαιτούμενη σημασία και υποστήριξη στα πρωταρχικά επιτεύγματα και κατορθώματά του, τότε εκείνο υφίσταται ναρκισσιστικό πλήγμα. Στη φυσιολογική ανάπτυξη και εξέλιξη αναμένεται ο γονέας να χαρεί και να αναδείξει την πρόοδο και την εξέλιξη του παιδιού του, ώστε να ενταχθεί αυτό μετέπειτα με ομαλό τρόπο στο οικογενειακό και κοινωνικό σύνολο. Υπάρχουν όμως και οι περιπτώσεις που ο γονέας παρουσιάζεται επικριτικός και υποτιμητικός, με αποτέλεσμα να μην ενισχύει το παιδί στο να προχωρήσει και να εξελιχθεί σαν χαρακτήρας.

Έτσι, δεν το βοηθά να επιδιορθώσει τις όποιες αδυναμίες του, αλλά αντιθέτως τις εκθέτει με τρόπο ντροπιαστικό για το ίδιο το παιδί. Μοιάζει να απειλείται ο ίδιος, πιθανώς λόγω δικών του ανασφαλειών. Ένας γονέας χρειάζεται να είναι συμπαραστάτης εξίσου στις επιτυχίες και στις αποτυχίες, δίπλα στο παιδί, δίνοντάς του να καταλάβει την ευαλωτότητα της ανθρώπινης φύσης. Ενισχύοντας τις επιτυχίες αλλά και αγκαλιάζοντας τις αδυναμίες, το βοηθά να συνειδητοποιήσει πως ένα λάθος δεν συνιστά μια αποτυχημένη ζωή αλλά μια αποτυχημένη στιγμή. Το παιδί σ’ αυτή την ηλικία έως και τα 2 έτη είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στην κριτική, επομένως ένας σαδιστικός γονέας βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να ταπεινώσει και να χειριστεί το παιδί, νομίζοντας πως μ’ αυτό τον τρόπο ασκεί σωστό έλεγχο. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι το άτομο που μεγαλώνει και αναπτύσσεται να έρθει αντιμέτωπο με τις αδυναμίες και τα λάθη του με απότομο, σκληρό και βίαιο τρόπο. Σε άλλη περίπτωση, το παιδί κρατείται «προστατευμένο» από τον γονέα, με αποτέλεσμα να μην έρχεται αντιμέτωπο με τις αδυναμίες του.

Η περίπτωση της «μικρής πριγκίπισσας» του μπαμπά και του «βασιλιά» της μαμάς αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Οι γονείς ενισχύουν συνεχώς μόνο τα θετικά στοιχεία του παιδιού και τονίζουν τα επιτεύγματά του με τρόπο που δίνει αίσθηση μοναδικότητας και διαφορετικότητας από το υπόλοιπο περιβάλλον. Το παιδί, λοιπόν, προσπαθεί συνεχώς να ανταποκριθεί σε κάτι που δεν είναι και εγκλωβίζεται σε μια εικόνα που θέλουν οι γονείς για εκείνο. Αναμένεται το παιδί να ανταποκριθεί σε υπερβολικές και κάποιες φορές παράλογες προσδοκίες των γονέων. Αυτό οδηγεί το παιδί στο να θάψει τις αδυναμίες του και να παρουσιάζει έναν «τέλειο» εαυτό, έναν ψευδή εαυτό, όπου δεν χωράει ούτε το λάθος ούτε η αποδοχή του. Ο ρόλος των γονέων, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ή και με τους δύο παράλληλα, είναι καθοριστικός. Όταν μεταβιβάζουν μη ρεαλιστικές και δύσκολα εφαρμόσιμες προσδοκίες στο παιδί και όταν εκείνο δεν ανταποκρίνεται, το απορρίπτουν, τότε δημιουργείται πλήγμα στον ναρκισσισμό και στη συνέχεια εκδηλώνεται η διαταραχή.

Κοινωνικό μοντέλο

Σύμφωνα με τους Morf & Rhodewalt (2001), η ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας είναι δομημένη σε δύο υποθέσεις: 1) το άτομο με ναρκισσιστική διαταραχή έχει εύθραυστη αυτοεκτίμηση, και 2) το άτομο αυτό χρειάζεται τις διαπροσωπικές σχέσεις αλληλεπίδρασης για να ενισχύσει την αυτοεκτίμησή του και όχι για να συνάψει στενές σχέσεις ουσίας. Ουσιαστικά, εγκλωβίζεται από τον στόχο του να διατηρήσει τη μεγαλειώδη αίσθηση που έχει για τον εαυτό του. Η ευαλωτότητα που παρουσιάζει η αυτοεκτίμηση του νάρκισσου στην ανατροφοδότηση από το περιβάλλον προκύπτει από την προσπάθειά του να διατηρήσει τη διογκωμένη εικόνα που έχει για τον εαυτό του. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία το άτομο αλληλεπιδρά με τους άλλους με πρωταρχικό στόχο να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του. Έτσι τείνει να καυχιέται σε μεγάλο βαθμό (στην αρχή φαίνεται να λειτουργεί καλά, όμως μετά οι άλλοι αρχίζουν να δυσανασχετούν) και όταν κάποιος άλλος καταφέρει κάτι σημαντικό το υποτιμά, δηλαδή είναι πιο σημαντικό να έχει τον θαυμασμό ή την επιτυχία σε κάποια ανταγωνιστική δραστηριότητα παρά να είναι κοντά με τους άλλους.

Διαφοροδιάγνωση

Είναι αρκετά σημαντικό να εξεταστεί σε ποιο βαθμό τα στοιχεία της ναρκισσιστικής διαταραχής είναι όντως στοιχεία χαρακτήρα και όχι συμπτώματα κοινωνιοπάθειας, υπομανίας, μανίας ή διπολικής διαταραχής. Σε περίπτωση που όντως υπάρχει κάποια άλλη διαταραχή προσωπικότητας, τα φαινομενικά ναρκισσιστικά στοιχεία του χαρακτήρα είναι περιοδικά, εφήμερα και άμεσα εξαρτημένα από τις διακυμάνσεις στη διάθεση του ασθενούς – σε αντίθεση με τη διαταραχή αυτή καθαυτή, όπου αγγίζουν μόνιμα στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας του ατόμου.

Αντιμετώπιση

Ένας νάρκισσος θα μπορούσε να βοηθηθεί σημαντικά μέσω της οριοθέτησης. Χρειάζεται να είναι οριοθετημένος έτσι ώστε να μην παραβλέπει τις ανάγκες των ανθρώπων γύρω του ικανοποιώντας μόνο τις δικές του. Πολύ βοηθητικό είναι το καθρέφτισμα της συμπεριφοράς του. Ουσιαστικά δηλαδή να φέρεται κάποιος στον νάρκισσο όπως ακριβώς συμπεριφέρεται κι εκείνος. Για παράδειγμα, αν εμφανίζει μειωτικές ή προσβλητικές συμπεριφορές ή ασκεί μια άδικη κριτική, θα χρειαζόταν να του κάνει κάποιος ακριβώς το ίδιο. Συνήθως όταν ο νάρκισσος αντιμετωπίζει το καθρέφτισμα της συμπεριφοράς του υποχωρεί. Η απειλή της εγκατάλειψης από τους κοντινούς του συναισθηματικά ανθρώπους είναι ο μεγαλύτερος φόβος του.

Αυτός ο φόβος της εγκατάλειψης, όταν δηλαδή συνειδητοποιήσει ότι ενδεχομένως θα χάσει τους «κοντινούς» σ’ εκείνον ανθρώπους, μπορεί να τον κάνει να αλλάξει και να βελτιώσει τη συμπεριφορά του. Το άτομο με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας εντοπίζει τα προβλήματα στις σχέσεις του με τους άλλους, όμως δεν θα παραδεχτεί την ευθύνη του γι’ αυτά. Το πιο σημαντικό βήμα στην αντιμετώπιση του ναρκισσισμού γίνεται όταν το άτομο δει και παραδεχθεί την ευθύνη του μέσα στη σχέση του με τους άλλους. Ζει σε έναν δικό του κόσμο, οπότε το περιβάλλον του θα πρέπει να του δείχνει την πραγματικότητα, να τον αποδεχθούν και να τον εκτιμούν γι’ αυτό που πραγματικά είναι και όχι γι’ αυτό που νομίζει ότι είναι. Στη ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας το άτομο δυσκολεύεται να ζητήσει βοήθεια και ο λόγος είναι ότι δεν αντιλαμβάνεται πως τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του κάνουν τους γύρω του να δυσφορούν πολύ με τον χαρακτήρα που παρουσιάζει (όπως προαναφέρθηκε). Στην περίπτωση έλευσης στην ψυχοθεραπεία, όμως, θα αποκτήσει αίσθηση του μηχανισμού της μεγαλομανούς συμπεριφοράς του, με απώτερο σκοπό να αποκτήσει μια πιο ρεαλιστική εικόνα του εαυτού του αλλά και των ατόμων γύρω του.

Έτσι, όταν αποδεχθεί αυτό που πραγματικά είναι και όχι αυτό που δείχνει να είναι, θα λειτουργήσει με αυθεντικότητα, ειλικρίνεια, καταφέρνοντας να βιώσει με πιο υγιείς τρόπους το κομμάτι του ναρκισσισμού του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ενισχύσει και το υγιές κομμάτι του Εγώ του. Θα μπορέσει λοιπόν να σχετίζεται καλύτερα με τους άλλους, έτσι ώστε οι σχέσεις του να είναι πιο στενές και ουσιαστικές. Θα του δώσει τη δυνατότητα να κατανοήσει τις αιτίες των συναισθημάτων του και τι είναι αυτό που τον οδηγεί να ανταγωνίζεται και να μην εμπιστεύεται τους άλλους. Έτσι θα επέλθει η αλλαγή στη συμπεριφορά του και κατ’ επέκταση στη ζωή του.

[Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Open Life, που κυκλοφόρησε με το Έθνος της Κυριακής, 24 Νοεμβρίου]