Νέα διάσταση στον έλεγχο των τραπεζικών καταθέσεων δίνει απόφαση Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία παρεμβαίνει στις περιπτώσεις κοινών τραπεζικών λογαριασμών, με δύο ή περισσότερους συνδικαιούχους.
Το μήνυμα της απόφαση του Πρωτοδικείου είναι σαφές και συνοψίζεται στο ότι, εάν διαπιστωθεί ότι στον κοινό τραπεζικό κατατεθεί ένα ποσό το οποίο δεν δικαιολογείται από τα εισοδήματα και τη δραστηριότητα των συνδικαιούχων, καλούνται όλοι για εξηγήσεις στην εφορία.
Το συγκεκριμένο ποσό θεωρείται «προσαύξηση περιουσίας» και αφορμή για τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου. Αν ο καταθέτης-φορολογούμενος δεν αποδείξει τη νομιμότητα των χρημάτων που βρέθηκαν στον λογαριασμό του, τότε φορολογείται επ’ αυτού, με συντελεστές έως 44% – 45%, ενώ καταλογίζεται και πρόστιμο για φοροδιαφυγή, αλλά και προσαυξήσεις από το έτος στο οποίο ανάγονται.
Στην περίπτωση που, σε έναν κοινό τραπεζικό λογαριασμό, εντοπιστεί μη δικαιολογημένο ποσό, τότε καλούνται στην εφορία και ελέγχονται όλοι οι συν δικαιούχοι, είτε πρόκειται για συγγενείς είτε για συνέταιρους.
Ειδικότερα, η υπ. αρ. 13510/2019 απόφαση του 3ου τμήματος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, που δημοσιεύεται στον ιστότοπο http://www.adjustice.gr, αναφέρει ότι «το χρηματικό ποσό που εισέρχεται στον κοινό λογαριασμό και το οποίο δεν καλύπτεται από εισοδήματα που έχουν δηλώσει στη φορολογική αρχή οι συνδικαιούχοι του λογαριασμού ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη πηγή ή αιτία, μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ εκτίμηση του συνόλου των στοιχείων και των συνθηκών της υπόθεσης ότι συνιστά εισόδημα του συγκεκριμένου συνδικαιούχου του λογαριασμού».
Όπως εξηγεί, στο ποσό αυτό μπορεί να περιλαμβάνεται η τυχόν μεταφορά του ποσού αυτού στον επίμαχο λογαριασμό από ατομικό τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου συνδικαιούχου του ή η κατάθεσή του από αυτόν, καθώς και χρεώσεις του επίμαχου κοινού τραπεζικού λογαριασμού, όπως η μεταφορά χρηματικού ποσού από το λογαριασμό αυτό σε ατομικό τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου συνδικαιούχου ή σε τραπεζικό λογαριασμό προσωπικής ή κεφαλαιουχικής εταιρείας, στην οποία αυτός είναι εταίρος ή μέτοχος ή σε λογαριασμό τρίτου προσώπου με το οποίο αυτός έχει επαγγελματική/οικονομική συνεργασία ή οικονομική συναλλαγή, ή η αφαίρεση από τον κοινό λογαριασμό χρημάτων για την κάλυψη αγορών που έγιναν μέσω της χρεωστικής ή πιστωτικής κάρτας του συγκεκριμένου συνδικαιούχου ή άλλης δαπάνης για την κτήση εκ μέρους του εμπράγματων ή ενοχικών δικαιωμάτων.
Τι ισχύει για τους συγγενείς
Σε ότι αφορά στους συγγενείς, η απόφαση του ΔΠΑ διευκρινίζει τα ακόλουθα που έχουν σημασία:
«Εξάλλου, η τυχόν οικονομική αλληλοβοήθεια μεταξύ συγγενικών προσώπων ή/και η συνδιαχείριση της περιουσίας τους, μέσω της διατήρησης κοινών τραπεζικών λογαριασμών δεν απαλλάσσει τα πρόσωπα αυτά από το βάρος να παράσχουν στη φορολογική Διοίκηση (στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου ή στο στάδιο της προηγούμενης ακρόασης και, στη συνέχεια, της προβλεπόμενης στον ΚΦΔ ενδικοφανούς διαδικασίας) εύλογες και αρκούντως τεκμηριωμένες, ενόψει των συνθηκών, εξηγήσεις για τις σχετικές οικονομικές πράξεις και σχέσεις τους και την (ατομική) περιουσιακή κατάσταση ενός εκάστου εξ αυτών που προκύπτει από τις κινήσεις των ως άνω τραπεζικών λογαριασμών, που αφορούν σημαντικά χρηματικά ποσά, προκειμένου να διερευνηθεί από τη Διοίκηση (και, περαιτέρω, σε περίπτωση ένδικης διαφοράς, από το διοικητικό δικαστήριο) η τυχόν γένεση φορολογικών υποχρεώσεων (βάσει της νομοθεσίας περί φορολογίας εισοδήματος ή/και άλλων φορολογιών) σε βάρος τινός εκ των εν λόγω προσώπων και να προσδιορισθεί ο χρόνος γένεσης και το ύψος της αντίστοιχης φορολογικής υποχρέωσης (βλ. και ΣτΕ 1897/2018)».