Τ’ απωθημένα μας και πώς μας στερούν την ευτυχία…
Όλοι οι άνθρωποι κάνουν όνειρα για τη ζωή τους, οραματίζονται το πώς ή πού θα ήθελαν να ζήσουν στο μέλλον, το ποιοι θα ήθελαν να γίνουν, καθώς και με ποιους θα ήθελαν να είναι. Αυτό, μέσες- άκρες, είναι κάτι κοινό σε όλους, εκείνο, όμως που δεν είναι κοινό σχετίζεται με το πώς κάποιος θα κατορθώσει να επιτύχει όλα όσα οραματίζεται.
Η απλή στοχοθεσία δίχως κάποιος να σκεφθεί τον τρόπο με τον οποίο θα επιτύχει αυτούς τους στόχους του δεν είναι τίποτα άλλο από μια ρομαντική ονειροπόληση, κατάσταση η οποία απέχει παρασάγγας από τον οραματισμό για το μέλλον.
Από την άλλη, ακόμη και να σκεφθεί κάποιος διάφορους τρόπους ώστε να επιτύχει τους στόχους του, αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι οι συγκεκριμένοι στόχοι είναι πάντα εφικτοί ή εφαρμόσιμοι. Λόγου χάρη, φανταστείτε έναν νέο που δεν πέτυχε στις πανελλαδικές εξετάσεις εισαγωγής στην ιατρική σχολή και σκέφτεται ότι θα σπουδάσει στην Αγγλία μελλοντικά, και αποφασίζει να το μεταθέσει λίγα χρόνια αργότερα.
Όμως, προς το παρόν δεν γνωρίζει ότι στα αγγλικά πανεπιστήμια δέχονται μονάχα αποφοίτους Λυκείου που έχουν τελειώσει με άριστα, ενώ αυτός δεν ήταν άριστος. Επίσης, δεν γνωρίζει ότι οι γονείς του δε θα μπορέσουν να τον βοηθήσουν οικονομικά, κ.ο.κ. Αυτός ζει κάθε μέρα που περνά το άπιαστο όνειρό του και ο χρόνος μετρά εις βάρος του, χωρίς ο ίδιος να το ξέρει.
Στην ουσία, ο νέος αυτός είναι ένας ονειροπόλος και όχι ένας οραματιστής. Η διαφορά μεταξύ των δύο έγκειται στο ότι οι τρόποι επίτευξης των στόχων του οραματιστή είναι εφικτοί, ενώ του ονειροπόλου ανέφικτοι και ουτοπικοί.
Πόσοι άραγε έχουν εμμονή με τα άπιαστα όνειρα που εν τέλει για πάντα έμειναν όνειρα απραγματοποίητα; Στοιχειώνουν τη ζωή μας, ως απωθημένα, που τελικά σαν το σαράκι μας κατατρύχουν και θέτουν διαρκώς τα ίδια βασανιστικά ερωτήματα, που ποτέ δεν θα απαντηθούν. Ερωτήματα, όπως: «γιατί δεν πήρα τότε την απόφαση, αφού μπορούσα;», «αν είχα πάρει την απόφαση τότε, πώς θα ήταν σήμερα η ζωή μου;», κ.ο.κ.
Η θλίψη δεν αργεί να κρούσει την πόρτα και κύματα απελπισίας, ματαίωσης και απογοήτευσης ταλανίζουν τη φουρτουνιασμένη σκέψη του ατόμου που θυμώνει με τον ίδιο του τον εαυτό και σκέφτεται ενοχικά, προσκολλημένο στο παρελθόν, για όσα δεν έκανε.
Δεν ζει για το τώρα, ούτε για το μέλλον, αλλά ζει στο παρελθόν κι έτσι η ζωή του δεν προχωράει μπροστά αλλά μένει πίσω. Το παρελθόν παγιδεύει το άτομο σε μια χρυσή φυλακή, εκεί ακριβώς που είναι φυλακισμένα τα όνειρα, που έκανε τότε και δεν εκπληρώθηκαν ποτέ…
Αντί να θέσει νέους στόχους συγκρίνει τον «μίζερο» εαυτό του, με έναν ιδεατό και ιδανικό εαυτό, με τον δήθεν τέλειο άνθρωπο που θα ήταν, αν είχε πάρει στο παρελθόν τις σωστές αποφάσεις. Το χειρότερο συμβαίνει όταν αυτά τα άτομα ξεκινούν να συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους άλλους. Δεν μπορούν να υποφέρουν να βλέπουν τους γύρω τους να είναι σε καλύτερη κατάσταση από τους ίδιους.
Δεν μπορούν να αντέξουν τα όνειρα που είχαν για τον εαυτό τους να παίρνουν σάρκα και οστά στη ζωή των άλλων. Ακόμη κι αν δεν τους λείπει τίποτα, δεν είναι ευχαριστημένοι, αλλά δημιουργούν μόνοι τους τη δυστυχία τους και τρέφουν μέσα τους, στην καρδιά τους, τους αδηφάγους δαίμονες της απληστίας, της ζήλιας και του φθόνου.
Ίσως, τελικά, η αγαπημένη φράση του Paulo Coelho ότι «όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ σου» να μπορούσε σε μια δεύτερη ανάγνωση να διαβαστεί ως εξής: «δεν κατάφερες να πραγματοποιήσεις το όνειρό σου, ίσως, επειδή δεν ήταν κάτι που ήθελες πάρα πολύ».
Αν το έχουμε αυτό στο νου, ίσως, να μπορέσουμε να ξεφύγουμε από τη φυλακή του παρελθόντος και να εκτιμήσουμε όσα καταφέραμε μέχρι σήμερα, αντί να είμαστε προσκολλημένοι σε άπιαστα όνειρα, σε απωθημένα και στη ζωή που δε ζήσαμε…
Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc