Με το μαύρο ημίπαλτο που έφερε γύρω από το γιακά γούνινη επένδυση κίνησε πάλι από την παλιά συνοικία της πολιτείας του τον κατήφορο για την λίμνη. Δεκέμβρης και το κρύο είχε ” ζώσει” για τα καλά τον τόπο ” ενισχύοντας” την παγωνιά στις καρδιές των ανθρώπων. Πήρε τη ρούγα , το παλιό καλντερίμι για να βγει στην παραλία. Κάθε μεσημέρι εδώ και εννέα μήνες το ίδιο δρομολόγιο. Στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής έκανε πάντα την απαραίτητη στάση.
Θα άναβε και σήμερα ένα κερί ευχόμενος να “τερματίσει” γρήγορα ετούτη η μεγάλη πληγή…
Έφτασε στο παγκάκι του, κάτω από το μεγάλο νεοκλασικό, που ατενίζει τη γαλήνη του νερού και κάθισε. Έβγαλε το κεχριμπαρένιο κομπολόι, σύντροφος πιστός, του τελευταίου καιρού. Το καφενεδάκι που σύχναζε , στα ψηλά πατώματα της πόλης ήταν κλειστό και οι σύντροφοι, οι φίλοι του “χαμένοι”. Η εποχή της πανδημίας βλέπεις…
Μπροστά του περνούσαν διαβάτες πατώντας τα τελευταία πλατανόφυλλα, υπολείμματα ενός “χρυσού” φθινοπώρου. Και πιο πέρα η γαλήνη και η μοναξιά της λίμνης. Κοίταξε τους περαστικούς, ένα νεαρό ζευγάρι… Φορούσαν πολύχρωμες μάσκες, το απαραίτητο αξεσουάρ της εξόδου. Τα μάτια μόνο απέμειναν να φαίνονται. Και τα μάτια των περαστικών είχαν πλέον μια αλλόκοτη έξαψη. Φόβος ήταν, αγωνία ή κατήφεια δεν μπορούσε να καταλάβει.
Κοίταξε μακριά… Το βλέμμα του έπεσε στο νερό. Δεν μπορούσε πλέον να αντικρύζει κατάματα τους ανθρώπους. Σαν ταινία μπροστά του ξετυλίγονται, τώρα, στιγμιότυπα της ζωής του. Ο τελευταίος χρόνος τα “γύρισε” όλα. Η σύντροφός του εδώ και εξήντα χρόνια έφυγε μια μέρα στην αρχή του κακού, τον καιρό που άνθιζαν στον κήπο του παλιού αρχοντικού του τα γιασεμιά για το κοντινό νοσοκομείο. Δεν την ξαναντίκρυσε ζωντανή να της πει, έστω, το στερνό αντίο…
Τα παιδιά του μακριά. Η κόρη του καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο διέπρεπε στο εξωτερικό. Ο γιος του με την οικογένειά του έφυγε για μια καλύτερη ζωή στην κοντινή μεγαλούπολη. Εξάλλου, η μικρή, ” νερένια” πολιτεία του, έτσι την αποκαλούσε, είχε πλέον χάσει την αίγλη των παλιών καιρών και δεν τροφοδοτούσε τα όνειρα των νέων… Και τα περιοριστικά μέτρα θα τους κρατούσαν μακριά…
Σήμερα, παραμονή Χριστουγέννων, καθόταν ολομόναχος στο παγκάκι της λήθης. Τα πρώτα Χριστούγεννα, τώρα στα ογδοπέντε του που θα κυλούσαν χωρίς μια αγαπημένη συντροφιά δίπλα του… Αυτό δεν το ματάζησε και ούτε ήθελε να το ματαζήσει κανείς…
Δύο χέρια ακούμπησαν την πλάτη του ξάφνου…Είχε περάσει καιρός να τον ακουμπήσει κάποιος. Ο φόβος της αρρώστιας έσβηνε τα ανθρώπινα συναισθήματα… Ήταν χέρια μικρού παιδιού… Γύρισε. Δεν το πίστευε. Ήταν η μικρή εγγόνα του: η Χρυσαφένια. Δίπλα της στέκονταν χαμογελαστός ο μεγαλύτερος εγγονός του Μιχαήλ συντροφιά με τον γιο του και τη νύφη του. Η Χρυσαφένια κρατούσε στα χέρια της μια ζωγραφιά. Ένα πολύχρωμο χριστουγεννιάτικο δέντρο στόλιζε το χαρτί της.
Και μεγάλα, αδέξια ακόμη γράμματα παιδιού που μόλις πρωτομπήκε στο σχολειό συνόδευαν τη ζωγραφιά της: Καλά Χριστούγεννα παππού. Σε αγαπάμε πολύ.
Δάκρυσε…
Λευκές νιφάδες άρχισαν να τους συντροφεύουν και κίνησαν τον ανήφορο για το παλιό αρχοντικό αγκαλιασμένοι….ανταμώνοντας φωνές, κινήσεις και συναισθήματα που τους στερούσε η εποχή…