Ζήτημα ευγένειας, έλλειψης συντονισμού, ανεπαρκών κοινωνικών δεξιοτήτων; Ποιος είναι ο λόγος που σπανίως δύο άνθρωποι κατορθώνουν να βάλουν μαζί ένα τέλος στις συζητήσεις τους; Ερευνητές αποκαλύπτουν ότι μόλις το 2% των συζητήσεων τελειώνει όταν πραγματικά το θέλουμε. Δείτε τους λόγους
Πόσες φορές έχουμε βρεθεί σε τυπικές συζητήσεις που θα ευχόμασταν να είχαν τελειώσει πριν την ώρα τους; Τι συμβαίνει όμως με τις συζητήσεις που τελειώνουν νωρίτερα απ’ ότι θα θέλαμε αφήνοντάς μας μια αίσθηση πικρίας; Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα του Χάρβαρντ, το φαίνομενο αυτό είναι ιδιαίτερα συνήθες, καθώς μόλις το 2% των συζητήσεων τελειώνει όταν πραγματικά το θέλουμε, είτε μιλάμε με έναν άγνωστο είτε με τον σύντροφό μας.
Στην έρευνα πήραν μέρος 992 συμμετέχοντες που κλήθηκαν απλά να λάβουν μέρος σε αμφίδρομες συζητήσεις. Η μελέτη διαπίστωσε ότι λιγότερο από το 2% των συνομιλιών έληξε όταν και οι δύο συνομιλητές το επιθυμούσαν. Το ποσοστό αυτό δεν άλλαζε, παρέμενε σταθερό ανεξαρτήτως αν οι συνομιλητές ήταν παντελώς άγνωστοι μεταξύ τους ή ζευγάρι!
Οι μελετητές θεωρούν ότι αυτή η ασυμφωνία είναι το αποτέλεσμα ενός κλασικού «προβλήματος συντονισμού», που προκύπτει επειδή οι άνθρωποι τείνουν να κρύβουν τις αληθινές τους επιθυμίες, ακόμη και όταν θέλουν να τελειώσει μια συνομιλία, σε μια προσπάθεια να μην φανούν αγενείς.
Ποιος είπε όμως ότι η κοινωνικοποίηση αυτή είναι το ίδιο εύκολο για όλους; Η εμπειρία των ερευνητών στην ανάλυση των συζητήσεων προσθέτει ακόμα τον κοινωνικό χαρακτήρα που έχουν οι συζητήσεις. Το να μπορούμε να τελειώσουμε μια συζήτηση είναι μια κοινωνική δεξιότητα που δεν έχουν αναπτύξει όλοι στον ίδιο βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι πολλές συζητήσεις έληξαν για λόγους ευγένειας, καταλήγοντας σε ένα συμβιβασμό που ίσως να μην ταίριαζε σε καμία από τις δύο πλευρές, που όμως απέφυγε την παρεξήγηση.
Μιλήστε άνετα
Οι συζητήσεις μπορεί να μοιάζουν απλές, όμως στην πραγματικότητα χρειάζονται επιδέξιο χειρισμό, καθώς καλούμαστε να αποκρυπτογραφήσουμε νεύματα και υποδείξεις. Όλα γίνονται αυτόματα χωρίς πολλές φορές να σκεφτόμαστε. Ωστόσο, η μελέτη του Χάρβαρντ δείχνει ότι το 98% των συνομιλιών μας τελειώνει άτσαλα σε ένα μη ικανοποιητικό συμπέρασμα είτε πολύ νωρίς είτε πολύ αργά. Εν μέρει, αυτό το κενό επικοινωνίας οφείλεται στους συνομιλητές που κρύβουν τις επιθυμίες τους ο ένας από τον άλλο: το «πρόβλημα συντονισμού». Αλλά είναι επίσης αποτέλεσμα των κανόνων που διέπουν τον τρόπο που μιλάμε ο ένας με τον άλλο, και τον τρόπο που αυτοί οι κανόνες μας αναγκάζουν να μειώσουμε ή να επεκτείνουμε τις συνομιλίες μας. Ακόμα και οι πιο χαλαρές συνομιλίες ακολουθούν κάποιους άτυπους κανόνες σύμφωνα με την συστηματική ανάλυση της συνομιλίας. Ακόμα κι αν δεν γνωρίζουμε συνειδητά αυτούς τους κανόνες, τους ακολουθούμε αυτόματα.
Ο διάλογος είναι σαν το χορό
Για να καταλάβουμε ακόμα καλύτερα τους κανόνες που οδηγούν μια συνομιλία να τελειώσει πολύ νωρίς ή πολύ αργά, θα βοηθούσε να σκεφτούμε την συζήτηση ως έναν χορό για δύο. Όπως οι χορευτές στο ταγκό ανταποκρίνονται στα σημάδια εκείνα του παρτενέρ τους που καθοδηγούν τις κινήσεις τους, το ίδιο και στις συνομιλίες υπάρχουν μικροδιορθώσεις και ελιγμοί.
Όσο κάποιος μιλάει, δέχεται ερεθίσματα από το συνομιλητή του και προσαρμόζει την συμπεριφορά του. Οι εκφράσεις του προσώπου, οι αλλαγές στο βλέμμα, η γλώσσα του σώματος, ακόμα και ένα βήξιμο μπορεί να αλλάξουν την ομιλία του συνομιλητή μας. Στην πραγματικότητα, είναι κάτι που το μαθαίνουμε ήδη από μικρή ηλικία. Οι κανόνες επίσης περιλαμβάνουν και κάποιες κοινωνικές κινήσεις που καθοδηγούν τη συνομιλία προς μια κατεύθυνση. Για παράδειγμα, η ερώτηση «έχεις ήδη φάει;» είναι μια κοινωνική κίνηση και θεωρείται ως εισαγωγική φράση για να ζητήσουμε από κάποιον να βγούμε για φαγητό.
Τελειώνοντας μια συζήτηση
Πώς τελειώνουμε μια συζήτηση; Για να μην φανούμε αγενείς, χρησιμοποιούμε κάποια κοινωνική κίνηση, υποδεικνύοντας στο συνομιλητή μας ότι όντως έχουμε τελειώσει τη συζήτηση. Λέγοντας απλά «τέλος πάντων» σε έναν συγκεκριμένο τόνο, μπορεί να βοήθησει μια συζήτηση να φτάσει προς το τέλος. Αυτές οι κινήσεις κλεισίματος της συζήτησης απαιτούν πρώτα μια δήλωση πριν από το κλείσιμο, η οποία ανακοινώνει την πρόθεση να τερματιστεί η συνομιλία. Σε αυτό πρέπει να συμφωνήσουν και οι δύο συνομιλητές για να ξεκινήσει το επόμενο στάδιο, το οποίο με τη σειρά του θα μπορούσε να οδηγήσει στους τελικούς χαιρετισμούς.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι κινήσεις κλεισίματος συνήθως δε φτάνουν ποτέ τη συζήτηση στο ιδανικό σημείο κλεισίματος. Ένας συνομιλητής μπορεί να ξεκινά αυτές τις κινήσεις πολύ νωρίς ερμηνεύοντας απλά λάθος ένα μήνυμα που έχει λάβει από τον συνομιλητή του, όπως για παράδειγμα να χρησιμοποιήσει την έκφραση «τέλος πάντων» χωρίς όμως να θέλει να τελειώσει τη συζήτηση. Από την άλλη, ακόμα κι αν όλα γίνουν νοηματικά σωστά και από τις δύο μεριές, το κλείσιμο μιας συζήτησης μπορεί να επεκταθεί πέρα από αυτό που ένας ή περισσότεροι συμμετέχοντες θεωρούν την ιδανική τους διάρκεια.
ygeiamou