Ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι, μία παραίτηση και μία βαλίτσα. Και κλάμα, πολύ κλάμα. Η ανακοίνωση της μετακόμισης μου στο εξωτερικό έφερε μία μικρή αναστάτωση σε οικογένεια και φίλους. Η μητέρα μου, βέβαια, μέσα στο κλάμα της, αναγνώρισε την αλήθεια λέγοντάς μου: – Από μικρή το έλεγες ότι θα φύγεις, αλλά δεν το πίστευα.
Φέτος είναι 13 χρόνια από τότε που μπήκε και επίσημα η γνωστή ταμπέλα: Ελληνίδα μάνα του Εξωτερικού.
Η ταμπέλα σκονίστηκε, αλλά ξεσκονίστηκε πολύ από την εποχή που ξεκίνησε η ελληνική κρίση. Ξαφνικά, άρχισα να ακούω σχόλια του τύπου: – Εσύ δε δικαιούσαι να μιλάς, εσύ ζεις στο εξωτερικό, εσύ άφησες την πατρίδα σου, εσύ περνάς καλά.
Ήμουν, κάπως, προετοιμασμένη για αυτά τα σχόλια, αν και πέρασα διάφορα στάδια αντιμετώπισής τους.
Το πρώτο στάδιο ήταν θυμός.
Μα πώς μπορεί κάποιος να μου πει ότι δε δικαιούμαι να μιλάω; Τίποτα δε μου χαρίστηκε στην Ελλάδα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου διάβαζα για να πετύχω στο Πανεπιστήμιο. Αγωνιζόμουν μόνη μου να βρω δουλειά και να αποφασίζουμε καθημερινά σαν οικογένεια μετά από συνεχείς απορρίψεις του βιογραφικού μου ότι όχι, ποτέ, εμείς δε θα χρησιμοποιήσουμε πολιτικό μέσο. Και ναι, και δουλειά βρέθηκε και μάλιστα πολύ πριν τελειώσω το Πανεπιστήμιο, αφού από 19 χρονών αποφάσισα να σπουδάζω και να δουλεύω παράλληλα, για να είμαι οικονομικά ανεξάρτητη.
Το δεύτερο στάδιο ήταν η απολογία.
Μα ξέρετε, όταν έφυγα, στην Ελλάδα υπήρχε ευδαιμονία. Δεν έφυγα λόγω κρίσης (λες και αν έφευγα λόγω κρίσης έπρεπε να νοιώθω ένοχη όλη μου τη ζωή).
Το τρίτο στάδιο είναι η αποδοχή.
Ναι, έχω φύγει από την Ελλάδα. Αντί, όμως, να με κρίνεις αρνητικά, ρώτα με αν έχω δει στο εξωτερικό κάτι καλό που θα μπορούσε να γίνει και στην Ελλάδα. Ρώτα με αν έμαθα ζώντας και με άλλες εθνικότητες τι θετικό υπάρχει στον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα και αν κάτι από αυτό θα βελτίωνε τη ζωή των ανθρώπων στην Ελλάδα.
Ρώτα με πόσο πονάω κάθε φορά που αφήνω πίσω τον ήλιο, τη θάλασσα, τους δικούς μου ανθρώπους, όλα εκείνα που μου λείπουν στο εξωτερικό. Ρώτα με πώς οι γονείς μου, παππούς και γιαγιά πλέον, αντέχουν να μη βλέπουν τα εγγονάκια τους να μεγαλώνουν, παρά μόνο συνήθως μέσω μίας οθόνης υπολογιστή (να ‘σαι καλά skype).
Όχι δεν είναι θυμός. Είναι διάθεση να πιούμε ένα καφέ και να μιλήσουμε.
Να μιλήσουμε για ό,τι μας απασχολεί. Να μιλήσουμε για πράγματα που μπορούν να γίνουν καλύτερα και να βοηθήσει ο ένας τον άλλο όσο καλύτερα γίνεται.
Να μιλήσουμε για το ότι η Ελλάδα είναι, ίσως, η μόνη χώρα που δε γίνεται σεβαστός ο αντικαπνιστικός νόμος.
Ναι, κλισέ, αλλά δείχνει κάτι για τη γενικότερη στάση απέναντι στη ζωή και στο συνάνθρωπο. Όχι, μην το πάρεις στραβά και όχι μη μου λες ότι η μόνη ευχαρίστηση που έχει απομείνει στον Έλληνα είναι το κάπνισμα.
Να μιλήσουμε για την έλλειψη σεβασμού σε πεζούς, για την απέραντη γραφειοκρατία, για τους ψεύτικους διορισμούς, για την αναξιοκρατία, για την κακοποίηση των ζώων. Για τόσα πολλά. Όχι με διάθεση κριτικής αλλά με αγάπη για την Ελλάδα.
Και να σου πω κι εγώ και να εκπλαγείς ευχάριστα ότι ούτε στο εξωτερικό είναι τέλεια. Υπάρχει και διαφθορά, υπάρχει και λαμογιά. Υπάρχουν αρνητικά.
Υπάρχουν, όμως κι αυτά που δεν είναι δύσκολο να γίνουν και στην Ελλάδα.
Όταν πηγαίνω στο δήμο να ζητήσω ένα χαρτί, μιλάω με έναν υπάλληλο μόνο. Εκείνος θα φτιάξει το χαρτί, εκείνος θα το υπογράψει. Ούτε πρωτόκολλο ούτε προϊστάμενος ούτε τίποτα. Απλά, γρήγορα, ανέξοδα. Δε θα περιμένω στις ουρές ώρες ατελείωτες. Οι ώρες εργασίας του δήμου 2 φορές την εβδομάδα είναι μέχρι αργά το απόγευμα για να μπορούν και οι εργαζόμενοι να πηγαίνουν για τη διεκπεραίωση μίας υπόθεσης όταν τελειώσουν την εργασία τους.
Όταν περνάω τη διάβαση πεζών, τα αυτοκίνητα κοκαλώνουν.
Σαν μητέρα ξέρω ακριβώς πού να απευθυνθώ αν έχω κάποιο πρόβλημα σε σχέση με το μεγάλωμα των παιδιών.
Σαν μητέρα ξέρω ότι όταν πάω σε ένα εστιατόριο να φάω με τα παιδιά μου, κανείς δε θα καπνίζει.
Σαν πολίτης ξέρω ότι οι φόροι που πληρώνονται θα γίνουν κάτι, θα πάνε κάπου για το καλό των πολιτών. Τα δημόσια σχολεία είναι σαν ιδιωτικά, τα νοσοκομεία το ίδιο. Οι δρόμοι είναι καθαροί, τα σκουπίδια ανακυκλώνονται, υπάρχουν πεζοδρόμια, υπάρχουν πάρκα.
Θυμάμαι τους πρώτους μήνες διαμονής στο Λουξεμβούργο, ήθελα να πάω στην ανακύκλωση μία παλιά τηλεόραση που είχα, αλλά δεν είχα μεταφορικό μέσο. Τηλεφώνησα στο δήμο και μου είπαν ότι μπορούν να έρθουν να την πάρουν και να την πάνε στην ανακύκλωση. Θα μου στοίχιζε 10 ευρώ όμως. Εντάξει, κανένα πρόβλημα. Κλείσαμε ραντεβού. Ο εργαζόμενος του δήμου ήρθε ακριβώς την ώρα που είχαμε συμφωνήσει.
Βγάζω από την τσέπη μου 10 ευρώ να του δώσω. Τον βλέπω να εκπλήσσεται και να μου λέει κουνώντας χαρακτηριστικά τα χέρια:
«Όχι, όχι, μη μου δίνετε τα χρήματα, θα σας έρθει τιμολόγιο από το δήμο και θα πληρώσετε μέσω τράπεζας.»
Τι είχε συμβεί; Εγώ συνηθισμένη σε άλλες πρακτικές έβγαλα να πληρώσω. Εκείνος συνηθισμένος, επίσης, σε άλλες πρακτικές νόμιζε ότι τον «δωροδοκούσα». Ή τέλος πάντων με κοίταζε σαν να μου έλεγε:
«Δεν ξέρετε ότι εδώ ό,τι έχει σχέση με συνδιαλλαγή με το δημόσιο πληρώνεται μέσω τράπεζας;»
Δεν ξέρω τι ισχύει στην Ελλάδα, για αυτό θα ήθελα να μου πεις. Αλλά κάθε φορά που αρχίζεις με την πρόταση εσύ δε ξέρεις ζεις αλλού, χάνω κι εγώ τη διάθεση να συζητήσω.
Δεν ξέρω, επίσης, αν θα με δεις διαφορετικά όταν σου πω, ότι εδώ, μετά τις 8, δύσκολα θα βρεις κουζίνα ανοιχτή σε εστιατόριο να φας, ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου βρέχει ή οι μέρες είναι απλά γκρι! Ναι γκρι. Δεν υπάρχει ποικιλία (δεν υπάρχει ρεμπέτικο, λαϊκό, έντεχνο, τσιπουράδικο, μεζεδοπωλείο, ταβερνάκι δίπλα στο κύμα της θάλασσας).
Αν σε βοηθήσουν αυτά να με δεις σαν άνθρωπο κι όχι σαν Ελληνίδα μάνα του εξωτερικού, είμαστε σε καλό δρόμο.
Έλφη Κουφωγιώργου