Είναι μετά τις 12 τα μεσάνυχτα και ήδη ξεκίνησε η 24η Μαρτίου. Μία πολύ σημαντική ημέρα για την Καστοριά και όλους μας, διότι την 24η Μαρτίου το 1944 οι Γερμανοί συγκέντρωσαν και εξαφάνισαν ίσως τον πιο δραστήριους εμπορικούς συμπολίτες μας και φίλους αιώνων.
του Αντώνη Παπαδαμιανού
Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μία από τις πολλές συνεντεύξεις πού έχω κάνει τα τελευταία χρόνια με αυτόπτες μάρτυρες της εποχής εκείνης που χάραξαν βαθιά την ιστορία της πόλης μας.
Πριν τρία χρόνια λοιπόν συναντήθηκα στην Νέα Υόρκη με τον κ. Γιώργο Καιτερη ο οποίος δακρυσμένος μου είπε: Αντώνη θέλω να σου εξομολογηθώ μια ιστορία που πρέπει να συγχωρεθώ και να φύγω “αλαφρύς ” από αυτή την ζωή. (Πριν λίγες ημέρες είχε παρακολουθήσει το ντοκιμαντέρ ΤΡΕΖΟΡΟΣ για την χαμένη Εβραϊκή κοινότητα της Καστοριάς).
Γεννήθηκα μου λέει το 1933 και το 1945 ήρθαμε στην Αμερική. Ο παππούς μου και ο πατέρας μου και ο θείος μου είχανε μαγαζί κοντά στο ξενοδοχείο Παλλάδιο στην Καστοριά και πούλαγαν υφάσματα, κουμπιά και άλλα πράγματα ραπτικής.
Οικονομικά βρισκόμασταν αρκετά καλά και η θεία μου ήταν δασκάλα στο Εβραϊκό Σχολείο. Πίσω από το σπίτι μας ζούσε μία φτωχή Εβραϊκή οικογένεια, πολύ φτωχή, ο πατέρας ήταν αχθοφόρος, και είχε δύο κόρες. Παρακάλεσε τον πατέρα μου αν θα μπορούσε να πάρει την μία κοπέλα μαζί μας στην οικογένεια να βοηθά στο νοικοκυριό και να μένει μαζί μας. Ήρθε λοιπόν το κορίτσι, πριν τον πόλεμο και ζούσε μαζί μας. Οι αδερφές μου, είχα τρεις αδερφές, μαλώνετε ποια θα κοιμηθεί με αυτήν. Στο δωμάτιο τους υπήρχαν δύο κρεβάτια και κοιμόντουσαν ανά δύο
Σοχουίτα την λέγανε, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ το επίθετό της. Πάρα πολύ καλή κοπέλα και ήταν οικογένεια μας. Ερχόντουσαν και οι γονείς της στο σπίτι μας τακτικά. Είμασταν κουμψίδες (γείτονες), και αγαπημένοι και εμείς τα παιδιά σχεδόν στην ίδια ηλικία.
Όταν ήρθε η κατοχή την κρατήσαμε μαζί μας και την κρύβαμε. Ο θείος μου ο γιατρός ο Χαρισιάδης μας έλεγε πως θα βρούμε τον μπελά μας, αλλά εμείς τίποτα.
Στις 24 Μαρτίου, που ήταν και η γιορτή της Σημαίας οι αδελφές μου ήταν στο σχολείο, αλλά έγώ μικρότερος ήμουν σπίτι. Κάποια στιγμή χτυπάει ή πόρτα και εγώ πήγα να ανοίξω και πάγωσα. Στην πόρτα ήταν ένας διερμηνέας των Γερμανών, ο Λίτσκας, με δύο οπλοφορεμένους Γερμανούς. Με ρωτάει αμέσως, που είναι το Εβραιάκι; του απήντησα πως δεν ξέρω τι με ρωτάει και μου απαντά πως είναι μόνο για μια πιστοποίηση ταυτότητας. Εγώ τότε την φώναξα να έρθει στην πόρτα, και αυτοί την πήραν μαζί τους. ( σε αυτο το σημείο δακρυσε ο κ. Καιτερης), μού είπαν δεν θα την κάνουν τίποτα, αλλά δεν την ξαναείδαμε ποτέ.
Μάζεψαν όλους τους Εβραίους σε δύο τρία σημεία στην πόλη και μετά στου Χασάν Κατή. Κάθε βράδυ τούς πήγαινα φαγητό γιατί οι μεγαλύτεροι φοβόντουσαν τις αγγαρείες των Γερμανών. Μάλιστα επειδή έψαχνα να βρω την Σοχουίτα, ένας Γερμανός με κλώτσησε τόσο δυνατά πόναγα για μια εβδομάδα. Τέρατα οι Γερμανοί, τέρατα! ! ! !
Περιμέναμε να γυρίσει πίσω. Σαν αδελφή την είχαμε. Δεν. . . . . γύρισε ποτέ. . Γέρασα και έχω τύψεις. Με γελάσανε και εγώ την φώναξα να έρθει στην πόρτα. Ακόμα την κλαίω.
Με τις Εβραϊκές οικογένειες είχαμε καλές σχέσεις. Μετά το ’44 άδειασε η Καστοριά. Την εποχή εκείνη οι Εβραίοι περίμεναν το Πάσχα τους και είχαν ετοιμάσει τα σινιά τους τούς ταβάδες τους και ετοιμάζονταν για τις γιορτές τους, αλλα όταν τους πήρανε πολλοί δικοί μας πήγαιναν και άρπαξαν ότι έβρισκαν.
Εδώ θα με συγχωρήσετε αλλά δεν θα συνεχίσω περαιτέρω.
(ο προδότης Λίτσκας συνελήφθη στην περιοχή της Έδέσσης και εκτελέστηκε δια τουφεκισμού για εσχάτη προδοσία ).
Ευχαριστώ τον φίλο μου Γιώργο Καϊτέρη και όλους τους άλλους που με τις συνεντεύξεις τους διασώζουν την τοπική μας ιστορία.