Μέχρι το τέλος του 2022 μπορούν να λάβουν την άδεια ή το υπόλοιπο άδειας του 2020 οι εργαζόμενοι που τέθηκαν σε αναστολή για κάποιο χρονικό διάστημα πέρσι σύμφωνα τις διατάξεις του νέου εργασιακού σχεδίου νόμου που ψηφίζεται σήμερα στη Βουλή.
Έτσι αν κάποιος εργαζόμενος έχει υπόλοιπο άδειας του 2020 ο εργοδότης μπορεί να του δώσει τις ημέρες αυτές μεχρι31 Δεκεμβρίου 2022 εφόσον ο εργαζόμενος είχε μπει πέρσι για κάποιο διάστημα σε αναστολή. Για την φετινή άδεια των εργαζομένων μετά την σημερινή ψήφιση του σχεδίου νόμου ο εργοδότης υποχρεούται να δώσει μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους και όχι μέχρι το τέλος του έτους που ισχύει σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι η εξάντληση των ημερών άδειας του 2021 πρέπει να γίνει μέχρι 31 Μαρτίου 2022.
Ετήσια άδεια 2020
Αναλυτικότερα με βάση την νέα διάταξη παρατείνεται η δυνατότητα μεταφοράς και μετά την 30η Ιουνίου 2021 του υπολοίπου της ετήσιας άδειας αναψυχής του 2020.
Συγκεκριμένα, προβλέπεται η δυνατότητα μεταφοράς του υπολοίπου αδείας για όσους τελούσαν σε αναστολή σύμβασης εργασίας έως την 31η Δεκεμβρίου 2022. Η ρύθμιση προβλέπει πως η άδεια του 2020 μπορεί να ληφθεί και τμηματικά εντός του 2021 και του 2022, ώστε να ασκηθεί το δικαίωμα σύμφωνα με τον προγραμματισμό που ταιριάζει σε κάθε περίπτωση.
Ειδικότερα η ρύθμιση αναφέρει:
Επιχειρήσεις – εργοδότες που απασχολούν εργαζόμενους των οποίων η σύμβαση εργασίας έχει τεθεί σε αναστολή από τον Μάρτιο του 2020 και συνεχίζει να τελεί σε αναστολή αδιαλείπτως ή κατά διαστήματα μέχρι την 30η Ιουνίου 2021, δύνανται, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων περί ετήσιας κανονικής άδειας, να μεταφέρουν το σύνολο ή το υπόλοιπο των δικαιούμενων ημερών της ετήσιας κανονικής άδειας του έτους 2020, κατά τμήματα και έως τις 31.12.2022.
Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις για τη χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας και του επιδόματος αδείας
Καλοκαιρινή άδεια 2021
Αλλαγές στη χορήγηση της ετήσιας άδειας των εργαζομένων προβλέπει το εργασιακό νομοσχέδιο. Ειδικότερα σύμφωνα με σχετική διάταξη του νομοσχεδίου προβλέπεται η χορήγηση της ετήσιας άδειας μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους και όχι μέχρι το τέλος του έτους που χορηγείται η άδεια.
Ειδικότερα προβλέπεται η χρονική περίοδος χορήγησης της άδειας κανονίζεται μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, με τον εργοδότη να υποχρεούται να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια το πολύ εντός διμήνου από την αίτηση του εργαζομένου.
Και σημειώνει η διάταξη “το ήμισυ τουλάχιστον των κατ΄ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων άδειας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτηση αποσκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ’ αποδοχών δικαιώματος αυτού. Η δικαιούμενη, κατ’ έτος, άδεια πρέπει να εξαντλείται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους, υπό τον όρο του άρθρου 7 του πδ 89/1999.
Επίσης εργαζόμενος πλήρους ή μερικής απασχόλησης δύναται, κατόπιν ατομικής έγγραφης συμφωνίας με τον εργοδότη, να λάβει άδεια άνευ αποδοχών για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, η οποία δύναται να παραταθεί με νεότερη συμφωνία των μερών. Κατά τη διάρκεια της άδειας, η σύμβαση εργασίας τίθεται σε αναστολή και δεν οφείλονται ασφαλιστικές εισφορές. Η έγγραφη συμφωνία αναρτάται στο Π/Σ ΕΡΓΑΝΗ και αντίγραφό της γνωστοποιείται στον e-Ε.Φ.Κ.Α. Μετά τη λήξη της άδειας άνευ αποδοχών αναβιώνουν όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών εκ της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας”.