Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος γράφει ένα κείμενο για την ημιμάθεια και την υποκρισία
ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ό,τι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι` αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη. Κουλτουριάρηδες βρίσκονται σ` όλες τις εποχές. Στην αρχαία Ελλάδα τούς κοροϊδεύει πολύ άσχημα ο Αριστοφάνης επειδή χρησιμοποιούσαν πάντα καινούριες και παράξενες λέξεις για να ξιπάσουν τον κόσμο. Και οι σοφιστές ήταν ένα είδος κουλτουριάρηδων της εποχής τους, γιατί έδωσαν πολλή σημασία στη γνώση και όχι στη σωστή κρίση.
ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ, ΟΤΑΝ ΛΕΓΑΜΕ «ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ» ή «οι άνθρωποι των γραμμάτων», νιώθαμε κάτι σαν δυσφορία και ενόχληση, γιατί καταλαβαίναμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει πολύ από τη ζωή εν ονόματι δήθεν της τέχνης. Αυτοί νομίζανε ότι, επειδή ήτανε άνθρωποι των γραμμάτων, έπρεπε να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι.
ΣΕ ΤΕΛΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ, ΟΙ ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΔΕΣ είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ κατά βάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν τη χρησιμοποιεί σωστά.
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕ γλώσσα των κουλτουριάρηδων είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξεις και από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας». Μ` ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δεν βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «δομή» που αναφέρεται στον χώρο, ενώ η λέξη «διαδικασία» αναφέρεται στον χρόνο. Τι θα λέγατε όμως αν ξαφνικά διαβάζατε «δομικές διαδικασίες» ή «διαδικαστικές δομές»;
ΡΩΤΗΘΗΚΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΝΑ ΤΙΣ ΕΞΗΓΗΣΟΥΝ, μα δεν μπόρεσε κανείς. Γιατί όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μπαρούφες. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνουν οι δύο αυτές φράσεις, όταν στην καθεμία το επίθετο αναιρεί το ουσιαστικό; Αλλά τι θα λέγατε αν αυτή η φράση γινόταν ολόκληρη πρόταση; Διαβάστε λοιπόν: «Όταν οι δομικές διαδικασίες λειτουργούν ανασταλτικά μέσα στον χώρο του μεταμοντέρνου…». Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σ` αυτή τη φράση; Πρώτα πρώτα πόσοι ξέρουν τον όρο «μεταμοντέρνο»; Κι έπειτα, τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον χώρο του «μεταμοντέρνου», εάν λειτουργήσουν ή δεν λειτουργήσουν οι «δομικές διαδικασίες»;
ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΑ ΚΑΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙ και γι` αυτόν που τα διαβάζει. Είναι αλαμπουρνέζικα. Και σκεφτείτε ότι σαν κι αυτή τη φράση υπάρχουν χιλιάδες, που επαληθεύουν τα τρία χαρακτηριστικά των κουλτουριάρηδων: Πρώτον ότι δεν γνωρίζουν καλά τις λέξεις και τις έννοιές τους (κάποιος έγραφε τη λέξη «ενδιαίτημα» και εννούσε «ένδυμα»!), δεύτερον θέλουν να ξιπάσουν τους άλλους με διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις και τρίτον, δεν έχουν χωνέψει καλά αυτό που λένε. Χώρια που δεν τα καταφέρνουν ούτε και με το συντακτικό και μπερδεύονται.
ΒΕΒΑΙΑ ΤΟ ΜΠΕΡΔΕΜΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΩΤΑ στο μυαλό. Πάντως μ` αυτά και μ` αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.
ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΑΝΑΡΩΤΗΘΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ, ότι αφού αποδεχόμαστε την ερμητική γραφή ορισμένων ποιητών, γιατί να μην αποδεχτούμε και τον δυσνόητο τρόπο γραφής των κουλτουριάρηδων; Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει. Γιατί, τι να την κάνουμε την οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού δεν μας λένε τίποτε, πώς είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν;
ΒΕΒΑΙΑ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ ΟΤΙ γράφει για να εκφράσει τον εαυτό του, αν και πάλι θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας ποιητής που εκφράζεται ερήμην του αναγνώστη, τι σόι ποιητής είναι; Και αν ο σουρεαλισμός στην πρώτη φράση το παραξήλωσε, τι να πούμε για τους σημερινούς σουρεαλιστές της αρπακόλλας, που γράφουν ό,τι τους κατέβει; Πάντως ο στοχαστής, επειδή δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακαταλόγιστος σαν τους μοντέρνους ποιητές.
ΚΑΠΟΙΟΙ ΙΣΧΥΡΙΖΟΝΤΑΙ ΠΩΣ ΕΤΣΙ ΕΜΠΛΟΥΤΙΖΕΤΑΙ η γλώσσα μας, ενώ η απλότητα και η σαφήνεια διατηρούν τη γλώσσα στάσιμη. Αν όμως ο εμπλουτισμός της γλώσσας γίνεται αιτία για να θριαμβεύσει η ακατανοησία, μήπως θα έπρεπε να προτιμήσουμε κάποιες φυλές της Αφρικής που συνεννοούνται μόνο με τριακόσιες λέξεις;
Η ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΑΥΤΟΥ οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους. Δεν θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ` όσο μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ` όσο γράφουν, και να περνούν κάθε πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης.
ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΑΥΤΟ, ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΣ, να μη νομίζει πως αυτός τα ξέρει όλα και κανείς άλλος. Να μη λέει διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη» και τα συναφή. Μέσα σ` αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού, χωρούνε αριστεροί και δεξιοί, εφημερίδες και τηλεόραση, και ορθόδοξοι και νεο-ορθόδοξοι.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη (20 Μαρτίου 1931). Είναι Έλληνας ποιητής, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, εκδότης και βιβλιοκριτικός. Το πραγματικό όνομά του είναι Κωνσταντίνος Δημητριάδης. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Το 2011 αρνήθηκε να παραλάβει το Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2011. «Δεν θέλω ούτε τα βραβεία ούτε τα λεφτά τους». Η απάντησή του έκανε μεγαλύτερο θόρυβο από το ίδιο το βραβείο σε μια κοινωνία που δεν ακούει πια τους ποιητές της.
Thessaloniki A&C