Έρχεται η στιγμή που ο γονιός κάνει τον ντετέκτιβ και εντοπίζει τις ενδείξεις στη συμπεριφορά του παιδιού οι οποίες αποκαλύπτουν ότι χρειάζεται τη βοήθεια ενός ειδικού ψυχικής υγείας
Όλοι οι γονείς επιθυμούν το καλό του παιδιού τους. Όταν το παιδί ανεβάσει πυρετό, λόγου χάρη, το πηγαίνουν στον γιατρό. Όταν όμως έχει άγχος ή δείχνει στεναχωρημένο, οι περισσότεροι γονείς δεν είναι σίγουροι για το τι πρέπει να κάνουν. Όπως και οι ενήλικες, τα παιδιά περνάνε δύσκολες φάσεις στη ζωή τους και χρειάζονται υποστήριξη, κάποιον να τους δείξει τον δρόμο ή απλώς να τα ακούσει χωρίς να τα κρίνει και να τα βοηθήσει με συγκεκριμένες θεραπευτικές τεχνικές να διαχειριστούν τα δύσκολα συναισθήματά τους.
Συχνά οι γονείς περιμένουν «να περάσει» αυτό που έχει το παιδί ή προσπαθούν να το στηρίξουν λέγοντάς του «δεν έχεις τίποτα», χωρίς να συνειδητοποιούν ότι το παιδί έχει «κάτι» και έτσι χάνουν πολύτιμο χρόνο. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι γονείς δυσκολεύονται να ερμηνεύσουν τα σημάδια, με αποτέλεσμα να νιώθουν και οι ίδιοι μπερδεμένοι και στρεσαρισμένοι.
Τα παιδιά έχουν έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις απέναντι σε μεγάλες αλλαγές στη ζωή τους, όπως η διαχείριση σοβαρής, ξαφνικής ή χρόνιας ασθένειας, ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας του γονιού, το διαζύγιο, μια μεγάλη αλλαγή (νέο μωρό, αλλαγή πόλης/χώρας, αλλαγή σχολικής βαθμίδας ή σχολείου), θάνατος στην οικογένεια ή στον στενό κύκλο, αν το παιδί είναι στόχος σχολικού εκφοβισμού. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει κάποια ορατή εξήγηση για την εμφάνιση κάποιου προβλήματος, ένα παιδί μπορεί να έχει ποικίλους λόγους για να ζορίζεται συναισθηματικά. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι τα παιδιά επιθυμούν να είναι αρεστά στους γονείς τους, είναι σπάνιο να ξεκινήσουν τη συζήτηση λέγοντας «έχω άγχος» ή «είμαι πολύ στεναχωρημένος/η».
Οι ανησυχητικές ενδείξεις
Αλλαγές στις καθημερινές συνήθειες: Όταν το παιδί εμφανίζει διαταραχές στον ύπνο (δυσκολεύεται να κοιμηθεί, βλέπει εφιάλτες, κοιμάται περισσότερο), ίσως κάτι το απασχολεί. Αντίστοιχα, οι αλλαγές στην όρεξη και την κατανάλωση τροφής είναι επίσης σημάδι ότι το παιδί ζορίζεται (είτε σταματάει να τρώει είτε εμφανίζει υπερφαγία).
Απόσυρση και απομόνωση: Το παιδί απομονώνεται περισσότερο από το συνηθισμένο, δεν βλέπει φίλους και δεν ασχολείται με δραστηριότητες που παλαιότερα του έδιναν ευχαρίστηση. Η απόσυρση και η απομόνωση είναι ενδείξεις άγχους και κατάθλιψης. Βέβαια οι έφηβοι έως ένα σημείο απομονώνονται από την οικογένειά τους, αλλά είναι συνδεδεμένοι ηλεκτρονικά και συναισθηματικά με την παρέα τους. Οταν απομονωθούν και από την παρέα, αυτό είναι ανησυχητικό σημάδι.
Υπερβολικοί φόβοι και ανησυχίες: Ενώ είναι φυσιολογικό να φοβάται ένα παιδί (πχ. το σκοτάδι σε μικρότερη ηλικία) ή να ανησυχεί (πχ. για τα μαθήματα), ο υπερβολικός φόβος ή η ανησυχία που δεν του επιτρέπει να ζήσει την καθημερινότητά του είναι ένδειξη ότι το παιδί υποφέρει. Μεγαλώνοντας ένα παιδί μπορεί να ανησυχεί για θέματα όπως τα τροχαία δυστυχήματα και οι φυσικές καταστροφές. Καθησυχάζοντας το παιδί περνάνε οι φόβοι του. Το πρόβλημα είναι όταν το παιδί παραλύει από τους φόβους του και δεν μπορεί να ευχαριστηθεί τίποτα. Είναι πρόβλημα όταν το παιδί σκέφτεται το παραμικρό που μπορεί να πάει στραβά, βλέπει μόνο τα αρνητικά σε κάθε κατάσταση και έτσι δεν θέλει να πάει στο σχολείο, στα αθλητικά, σε πάρτυ. Ενα άλλο σημάδι ότι το παιδί υποφέρει είναι όταν κολλάει επάνω στον γονιό και δεν θέλει να τον αποχωριστεί. Ενώ αυτή η συμπεριφορά έως έναν βαθμό είναι φυσιολογική στην προσχολική ηλικία, όταν είναι έντονη και μόνιμη, σε κάθε ηλικία, δείχνει ότι το παιδί υποφέρει.
Αυτοκαταστροφική συμπεριφορά: Το παιδί που ξεριζώνει τα μαλλιά του, τρώει τα νύχια του ως τη ρίζα, ματώνει το δέρμα του ή με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο χαράζει διάφορα σημεία του σώματός του είναι ένα παιδί που υποφέρει. Ο αυτοτραυματισμός είναι μια συμπεριφορά διαχείρισης του ψυχικού πόνου, του θυμού και της απογοήτευσης. Ενώ προσφέρει κάποια πρόσκαιρη ανακούφιση, το παιδί επιστρέφει στα αρχικά συναισθήματα στα οποία προστίθενται η ντροπή και οι ενοχές του αυτοτραυματισμού.
Κακή συμπεριφορά: Αν το παιδί παρουσιάσει κακή συμπεριφορά σε σημείο που να διαταράσσει τη γαλήνη της οικογένειας ή αν σας καλούν διαρκώς από το σχολείο επειδή τσακώθηκε άσχημα με συμμαθητές ή αντιμίλησε σε καθηγητές, προτού προβείτε σε κάποια αυστηρή τιμωρία εξετάστε τι συμβαίνει. Συχνά η κακή συμπεριφορά είναι η βιτρίνα βαθύτερων ψυχολογικών προβλημάτων.
Αυξημένος εκνευρισμός και απογοήτευση: Αλλαγές στις συναισθηματικές αντιδράσεις του παιδιού (έντονη δυσφορία, στεναχώρια, κλαίει ή αναστενάζει συχνά, είναι διαρκώς θυμωμένο, εκνευρισμένο ή το ενοχλούν μικροπράγματα) είναι σημάδια ότι χρειάζεται βοήθεια. Στα παιδιά και τους εφήβους το άγχος και η κατάθλιψη συχνά εκδηλώνονται ως έντονος εκνευρισμός και ταραχή. Επειδή το παιδί με άγχος βλέπει «εχθρούς» και «κινδύνους» παντού γύρω του, είναι σε μια διαρκή κατάσταση εγρήγορσης για να διατηρήσει την ψυχική του ισορροπία. Το αποτέλεσμα είναι να δυσκολεύεται στην κοινωνική του ζωή και να χάνει όμορφες στιγμές, με αποτέλεσμα να έχει έντονη απογοήτευση.
Εμπιστευτείτε το ένστικτό σας: Αν το ένστικτό σας λέει ότι το παιδί σας έχει «κάτι» που επιμένει και δεν είναι ο συνηθισμένος του εαυτός, ακούστε το ένστικτό σας! Επίσης, μην ακούτε συμβουλές τρίτων που δεν είναι εκπαιδευμένοι στον χώρο της ψυχικής υγείας και μην περιμένετε ότι «μπόρα είναι, θα περάσει». Ακόμη κι αν αισθάνεστε ότι έχετε κολλήσει και δεν ξέρετε πώς να χειριστείτε τη συμπεριφορά του παιδιού σας, μια επίσκεψη σε ειδικό μπορεί να σας βοηθήσει.
Σωματικά συμπτώματα
Πονοκέφαλοι, πονόκοιλοι, τάση για έμετο, ζάλη και γενικευμένη δυσφορία, που δεν σχετίζονται με κάποια ασθένεια, είναι μερικά από τα σωματικά συμπτώματα της κατάθλιψης και του άγχους. Το παιδί δεν παριστάνει ότι έχει αυτά τα συμπτώματα, τα έχει πράγματι. Από τη μία δεν έχει το συναισθηματικό λεξιλόγιο για να εκφράσει πώς αισθάνεται και από την άλλη το άγχος και η κατάθλιψη έχουν βιολογική βάση και επομένως εκδηλώνονται και με σωματικά συμπτώματα.
Αν οι συζητήσεις του στρέφονται συχνά γύρω από τον θάνατο και εκφράζει σκέψεις για το πώς θα ήταν αν το ίδιο «δεν ήταν εδώ», καλό είναι να ζητήσετε τη συμβουλή ενός θεραπευτή.
*Η Δρ. Λίζα Βάρβογλη, Ph.D. είναι ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια