Στις τελευταίες θέσεις το Πανεπιστήμιο Δυτ. Μακεδονίας στη βαθμολογία των ελληνικών ΑΕΙ

Το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Αριστοτέλειο Παν. Θεσσαλονίκης, το Παν. Κρήτης, το Παν. Μακεδονίας, το Παν. Πατρών, το Οικονομικό Παν. Αθηνών και το Παν. Αιγαίου αποτελούν τη χρυσή οκτάδα των ελληνικών πανεπιστημίων.

Αυτό προκύπτει από την κατάταξη των ιδρυμάτων με βάση τη μοριοδότησή τους όχι με αντικειμενικά κριτήρια (π.χ. αριθμός φοιτητών και προσωπικό) αλλά με ποιοτικά κριτήρια.

Η αξιολόγηση και κατάταξη των ΑΕΙ, που παρουσιάζει σήμερα κατ’ αποκλειστικότητα η «Κ», έγινε από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) η οποία, βάσει της αξιολόγησης, εισηγείται στην υπουργό Παιδείας την κατανομή του 20% της ετήσιας χρηματοδότησης προς τα 23 ΑΕΙ. Είναι η πρώτη φορά που η χρηματοδότηση των ελληνικών ΑΕΙ γίνεται όχι μόνο με αντικειμενικά κριτήρια –βάσει αυτών κατανέμεται το 80%– αλλά με ποιοτικά.

Ειδικότερα, τα 23 ΑΕΙ της χώρας σύμφωνα με το άρθρο 16% του νόμου 4653/2020 έπρεπε να αξιολογηθούν σε τρεις από πέντε ενότητες ποιοτικών κριτηρίων.

Συγκεκριμένα, η πρώτη υποχρεωτική ενότητα αφορά τη συνεχή βελτίωση των βασικών ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων του πανεπιστημίου, περιλαμβάνει συνολικά 16 δείκτες, για τους οποίους το εύρος του «άριστα» είναι από 40 έως 150 μόρια. Ενδεικτικά, αξιολογούνται ο μέσος χρόνος λήψης πτυχίου (όσο μικρότερος τόσο καλύτερα, με άριστα το 100) και το ποσοστό των αποφοίτων στην κανονική διάρκεια σπουδών (άριστα το 50). Από την άλλη, εκτιμάται η θέση κάθε ΑΕΙ σε διεθνείς αξιολογήσεις.

Η δεύτερη ενότητα έχει 10 δείκτες και τιτλοφορείται «αριστεία στην έρευνα και επιδόσεις του επιστημονικού προσωπικού». Μεταξύ των δεικτών περιλαμβάνονται η χρηματοδότηση που έχει λάβει το ίδρυμα από ανταγωνιστικά έργα έρευνας και ανάπτυξης ανά μέλος ΔΕΠ (με άριστα τα 60 μόρια), το μέσο πλήθος διδακτορικών διατριβών που ολοκληρώθηκαν ανά μέλος ΔΕΠ (άριστα το 70) και το πλήθος των έργων του ιδρύματος που χρηματοδοτούνται από το European Research Council-ERC (20 μόρια το καθένα).

Στην τρίτη ενότητα με 11 δείκτες και τίτλο «διασύνδεση με την κοινωνία, την αγορά εργασίας και αξιοποίηση της παραγόμενης γνώσης», περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι δείκτες για το ποσοστό ενεργών φοιτητών σε προγράμματα πρακτικής άσκησης, ο αριθμός των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και ο συνολικός αριθμός των τεχνοβλαστών ή startups.

Στην τέταρτη ενότητα, που αφορά τη διεθνοποίηση, περιλαμβάνονται μεταξύ των 13 δεικτών το ποσοστό των αλλοδαπών φοιτητών στο σύνολο των ενεργών φοιτητών, το πλήθος των ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών, ο συνολικός αριθμός των εγκεκριμένων προγραμμάτων σπουδών τύπου «joint/dual degrees».

Στην πέμπτη ενότητα, για την ποιότητα του πανεπιστημιακού περιβάλλοντος, μεταξύ των 11 δεικτών είναι η αναλογία γυναικών – ανδρών στα μέλη ΔΕΠ, το ποσοστό αιθουσών προσβάσιμων από ΑμεΑ και το πλήθος επιστημονικών συνεδρίων που οργανώνονται από τους φοιτητές.

Στη συνολική μοριοδότηση, πρώτο ήταν το ΕΚΠΑ με 2.930 μόρια και ακολούθησαν το ΕΜΠ με 2.550 και το ΑΠΘ με 2.537. Ωστόσο, στην ενότητα Α, που ήταν υποχρεωτική για όλους, υπάρχουν αλλαγές στην κατάταξη καθώς στην πρώτη θέση είναι το Χαροκόπειο με 1.185 μόρια και ακολουθούν το ΕΚΠΑ (1.124 μόρια), το ΕΜΠ (1.112 μόρια), το Παν. Κρήτης (με 1.047 μόρια) και το ΑΠΘ (1.001).

Οι πρυτάνεις στην «Κ»

«Η προσπάθεια των ελληνικών ΑΕΙ για να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους είναι συνεχής. Το έργο των ελληνικών πανεπιστημίων αποδεικνύει πως είναι η ατμομηχανή της καινοτομίας και της ανάπτυξης στην Ελλάδα» ανέφερε στην «Κ» ο κ. Θάνος Δημόπουλος, πρύτανης του Παν. Αθηνών.

«Η επιβράβευση της επίδοσης με ενίσχυση της χρηματοδότησης δημιουργεί κίνητρο και ανεβάζει τον πήχη. Αυτό έχει το αντίκρισμά του αφενός στη μεγάλη επιτυχία του ΕΜΠ στην ανταγωνιστική άντληση ευρωπαϊκών ερευνητικών πόρων και αφετέρου στη σημαντική συνεισφορά του στην τεχνολογική πρόοδο και καινοτομία στη χώρα. Η ενίσχυση της κρατικής χρηματοδότησης μέσω του δείκτη επίδοσης έχει βέβαια την ενδεικτική της διάσταση αλλά η κάλυψη ανελαστικών λειτουργικών αναγκών παραμένει σε σημαντική υστέρηση» τόνισε στην «Κ» ο πρύτανης του ΕΜΠ κ. Ανδρέας Μπουντουβής.

«Το Πανεπιστήμιο Κρήτης είναι ένα νέο σχετικά ΑΕΙ, οργανώθηκε σύμφωνα με τα διεθνή ακαδημαϊκά πρότυπα και δέχθηκε τους πρώτους φοιτητές του το 1977. Πολύ γρήγορα ανέδειξε τον πρωταγωνιστικό του ρόλο και είναι αυτό που διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό το σημερινό ερευνητικό οικοσύστημα της Κρήτης. Είναι ένα Πανεπιστήμιο που διακρίνεται διεθνώς για τις ερευνητικές του επιδόσεις και αποτελεί πόλο έλξης διεθνών ερευνητών. Είναι ένα σύγχρονο και άρτια οργανωμένο Ίδρυμα με εξαιρετικές εκπαιδευτικές και ερευνητικές υποδομές και σύγχρονο τρόπο λειτουργίας. Είναι ένα φοιτητοκεντρικό Πανεπιστήμιο με ισχυρούς δεσμούς με την κοινωνία. Στόχος μας τα επόμενα χρόνια είναι, στηριζόμενοι στη διεθνή ερευνητική επίδοση του Ιδρύματος, να το αναδείξουμε και σαν ένα χώρο εκπαίδευσης φοιτητών από όλο τον κόσμο σε μεταπτυχιακό αλλά και προπτυχιακό επίπεδο αλλά και σαν ένα διεθνές κέντρο παραγωγής τεχνογνωσίας και καινοτομίας» τόνισε στην «Κ» ο πρύτανης του Παν. Κρήτης κ. Γεώργιος Κοντάκης.

«Το Πάντειον Πανεπιστήμιο, με τη θέση που καταλαμβάνει, αποδεικνύει ότι οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες είναι ένα πεδίο όπου υπάρχει επιστημονικό προσωπικό υψηλής ποιότητας με διεθνείς διακρίσεις και εξωστρέφεια. Το δημόσιο πανεπιστήμιο στην Ελλάδα εξακολουθεί να παρέχει παιδεία με όλη τη σημασία της λέξης, ανταποκρινόμενο στις παγκόσμιες προκλήσεις. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι επιδόσεις αυτές έχουν επιτευχθεί μέσα σε ένα περιβάλλον παρατεταμένης κρίσης οικονομικής και υγειονομικής, κατά την οποία τα ελληνικά πανεπιστήμια είδαν να μειώνονται δραματικά οι οικονομικοί τους πόροι και το ανθρώπινο δυναμικό τους. Με εξαιρετικά δυσμενείς αναλογίες διδασκόντων/φοιτητών και διοικητικών υπαλλήλων/φοιτητών (στο Πάντειον, η χειρότερη πανελλαδικά), καταφέραμε όχι μόνο να μείνουμε όρθιοι αλλά και να διακριθούμε με το ερευνητικό και εκπαιδευτικό μας έργο. Είναι σημαντικό η ελληνική κοινωνία να είναι ενήμερη για τις επιδόσεις αυτές, γιατί από τη λειτουργία των δημόσιων πανεπιστημίων εξαρτάται το μέλλον της χώρας» πρόσθεσε από την πλευρά της η πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Χριστίνα Κουλούρη.

Καθημερινή