Πίσω από τις συμπεριφορές, πίσω από την αγωνία, πίσω από τα συμπτώματα, βρίσκεται η επιθυμία μας για μία ζωή με πληρότητα και νόημα.
Διαθέτοντας τόσες επιλογές σήμερα, με την ενσωμάτωση της τεχνολογίας στη ζωή μας και με τόση ευκολία στην πρόσβαση στη γνώση και στις νέες γνωριμίες, θα έλεγε κανείς ότι μπορούμε να επιλέξουμε με μεγάλη άνεση το νόημα που θέλουμε να δώσουμε στη ζωή μας. Και όμως τα συστατικά όλων αυτών των επιλογών, η ταχύτητα, η τεχνολογία και ο καταναλωτισμός, υλικός και ερωτικός,δυσκολεύουν με έναν παράδοξο τρόπο την αναζήτηση νοήματος στη ζωή μας.
Η σύγχρονη κουλτούρα, μας υπαγορεύει την ποσοτικοποίηση της πραγματικότητας: μία κατάσταση ή μία εμπειρία δεν είναι αληθινά αν δεν μπορούμε να τα αναγάγουμε σε αριθμούς. Έτσι, ο σύγχρονος άνθρωπος αφού κάνει αυτή την αναγωγή, πρέπει στη συνέχεια να πείσει τον εαυτό του ότι αυτό είναι και πραγματικό, κάτι που έχει άμεση σχέση με την αίσθηση της απομόνωσης και της μοναξιάς που ενδημεί στο δυτικό κόσμο γιατί η μόνη εμπειρία που επιτρέπουμε στον εαυτό μας να πιστεύει ως αληθινή είναι ακριβώς εκείνη που δεν είναι.
Οπότε, σε αυτή την κουλτούρα αφθονίας αλλά και κενού, επιθυμητά ποιοτικού αλλά και υπαγορευτικά ποσοτικού, πώς μπορούμε να βρούμε νόημα στη ζωή μας;
Τι βρίσκεται πίσω από την αγωνία;
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι «κοιτάζουν» με υπαρξιακή αγωνία πίσω από συμπτώματα και συμπεριφορές για να ανακαλύψουν το κρυμμένο νόημα της ζωής τους. Το νόημα όμως δε βρίσκεται εκεί, αλλά δημιουργείται, δεν ανακαλύπτεται, καλλιεργείται, δεν υπάρχει, αλλά Είναι.
Η υπαρξιακή αγωνία είναι πάντα εκεί, αναπόσπαστο μέρος της ζωής και καμουφλάρεται υποσυνείδητα με επιφανειακά τεχνάσματα, βραχυπρόθεσμες αναβολές και καταναλωτικές σχέσεις. Όσο και να θέλουν να αποφύγουν τα προβλήματα της ύπαρξης, οι άνθρωποι επιστρέφουν σε αυτά μέσω του «καλέσματος της συνείδησης» όπως έλεγε ο Heidegger και θέλουν, τελικά, να διεισδύσουν στα εσώτερα επίπεδα, να ανακαλύψουν τι θέλουν, τι νιώθουν και πώς θα νοηματοδοτήσουν τη ζωή τους.
Το νόημα της ζωής είναι να δώσεις στη ζωή σου νόημα
Ενώ το νόημα της ζωής είναι κυρίως υποκειμενικό, σύμφωνα με μία νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Review of General Psychology, οι άνθρωποι φτάνουν σε μία σχετική συμφωνία ότι η ζωή τους αποκτά νόημα όταν εκπληρώνονται τρεις παράγοντες. Θα τους προσεγγίσω σύμφωνα με το πρίσμα της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας:
1. Όταν προσλαμβάνουν ότι η ζωή που ζουν είναι σημαντική και τους κάνει αίσθηση.
Η αίσθηση που έχουμε για τη ζωή, αρχίζει να διαφοροποιείται όταν της δίνουμε σημασία. Αν αφεθούμε στη ζωή, αφηνόμαστε στην τυχαιότητα και στο αν-αίσθητο, στο αν-ώφελο, οπότε εμείς οι ίδιοι οι άνθρωποι χρειάζεται να μετακινηθούμε από το «άτομο» στο «πρόσωπο». Το άτομο είναι άλλος ένας κρίκος στην αλυσίδα της ζωής που δε γνωρίζει το σκοπό της ύπαρξής του καθώς δεν έχει το ίδιο αίσθηση για τη ζωή του.
Υποδέχεται άκριτα, εκτελεί άσκοπα, αποφεύγει την ευθύνη, χρεώνεται και γίνεται υπό-τον-άλλον (υποχρεώνεται) και λαμβάνει αυτόματη ικανοποίηση από ό,τι του προσφέρει η ζωή.
Το «πρόσωπο» δημιουργεί την αίσθηση του νοήματος της ζωής του. Βουτάει μέσα στη ζωή, ενεργεί, σχετίζεται, γνωρίζει τον εαυτό του, αγγίζει τους φόβους του, αναλαμβάνει την ευθύνη, ζει μία υπαρξιακά βιωμένη ζωή, ισορροπεί με το υπ-αρχειν και μεταβάλλεται στο Είναι. Το νόημα, έρχεται μετά με ένα φυσικό τρόπο που τον περιβάλλει πλήρως. Το «πρόσωπο» μαθαίνει ότι η ζωή δεν είναι ένα πρόβλημα που λύνεται, αλλά είναι ένα μυστήριο που βιώνεται.
2. Όταν έχουν γνωρίσει τους στόχους και τις επιθυμίες τους και θέλουν να τα υλοποιήσουν.
Στην υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, η πρώτη ερώτηση που κάνω στους ανθρώπους που με εμπιστεύονται είναι «τι θέλουν», μία φαινομενικά απλή ερώτηση, όμως με τόσο δύσκολη απάντηση… Ελάχιστοι γνωρίζουν τι θέλουν από την πρώτη θεραπευτική στιγμή για αυτό και απαντούν στην ερώτηση αναφέροντας τι δεν θέλουν.
Όταν τους επαναφέρω το αρχικό ερώτημα, διστάζουν και νιώθουν ενοχή: «Μα είναι δυνατόν να μην γνωρίζω τι θέλω…;». Τα «άτομα» που εξελίσσονται σε «πρόσωπα», αποδέχονται ότι είχαν βολευθεί και έρχονται στη θεραπεία για να ξεβολευθούν, έρχονται να ζοριστούν, έρχονται να ανακαλύψουν τι θέλουν, έρχονται να βγάλουν από την επιθυμία το πέπλο της ενοχής και να κρατήσουν στο χέρι τους ατόφια και αυθεντική την προσωπική τους επιθυμία. Όπως όταν σκαλίζουμε με το γυμνό μας χέρι τις πέτρες στην παραλία και βρίσκουμε από κάτω μία όμορφη, κομψή πέτρα, λίγο όμως θολή, με κόκκους άμμου πάνω της και φύκια… Με μία λαχτάρα όμως ξέρουμε ότι αυτή η πέτρα μας έχει «μιλήσει». Την ξεπλένουμε στη θάλασσα και την παίρνουμε μαζί, μας έχει κερδίσει και έχει μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας, όπως ακριβώς η επιθυμία μας.
Η επόμενη ερώτηση είναι τι τους εμποδίζει να πετύχουν, αναδύοντας βαθύτερες φοβίες που έχουν αγκιστρωθεί από παλιά στη συνείδησή τους, οι οποίες μιλούν με τη φωνή ενήλικα σε μία παιδική ψυχή που δεν έχει καταφέρει ακόμη να την ισοσταθμίσει με την ενήλικη στάση. Οι περισσότεροι είμαστε ενήλικες με ακατέργαστες ψυχές στις οποίες έχουν χαραχθεί παιδικά βιώματα και ανησυχίες. Το εφόδιο για την υπέρβαση των φοβιών είναι το «γίγνεσθαι», η δυναμική με την οποία το βελανίδι γίνεται δρυς ή ο καθένας μας γίνεται αυτό που πραγματικά είναι δυνάμει. Μπορούμε να κατανοήσουμε τον εαυτό μας μόνο όταν γνωρίζουμε προς τα που κινούμαστε, τι πάμε να γίνουμε.
Επομένως, το κρίσιμο ερώτημα είναι προς τα που κατευθύνομαι, τι θα έχω γίνει στο άμεσο μέλλον. Χωρίς να είναι κάτι δεδομένο για πάντα, τίποτα δε γίνεται αυτόματα, όπως η δρυς από το βελανίδι. Το νόημα στη ζωή, η συνάντηση με τον μελλοντικό εαυτό χρειάζεται μία βαθιά συναίσθηση για την ύπαρξή μας.
3. Όταν βρίσκονται σε σχέσεις με σημαντικούς άλλους ανθρώπους οι οποίες διακρίνονται για την ισορροπία και τη συμπληρωματικότητά τους
Όπως γράφει και ο Έριχ Φρομ στο βιβλίο του «Η τέχνη της αγάπης», ο άνθρωπος είναι προικισμένος με το λογικό, είναι ζώο που έχει συνείδηση του εαυτού της. Αυτή η επίγνωση του περιορισμένου χρόνου ζωής και επιπλέον η επίγνωση ότι χωρίς τη θέλησή του γεννήθηκε και χωρίς τη θέλησή του θα πεθάνει, κάνουν την ατομική ξεκομμένη ύπαρξη του μία αβάσταχτη φυλακή. Και ίσως να τρελαινόταν αν δεν κατάφερνε αν δεν κατάφερνε να ελευθερωθεί από τη φυλακή αυτή, να ξεφύγει από τη μόνωση και να ενωθεί κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τους άλλους ανθρώπους, με τον έξω κόσμο.
Μέσα σε αυτή την εμπειρία της μοναξιάς που προκαλεί αγωνία, είναι έκδηλη η ανάγκη για σύνδεση με το άλλο πρόσωπο. Και όταν φτάνει η συνάντηση, αν η επιθυμία οδηγείται από τη μοναξιά, έχει τη δύναμη να κλονίσει συθέμελα, να δημιουργήσει υπερβολικό άγχος ή υπερβολική χαρά και να ταρακουνήσει σε βάθος.Οι ισορροπίες εύθραυστες, η ανασφάλεια μεγάλη, η εμπιστοσύνη μηδαμινή, η ανάγκη ελέγχου παραμονεύει.
Θέλω να είμαι σεβαστός/ή για το άλλο πρόσωπο, χωρίς όμως να υπονομεύω τη δική μου θέση και στάση. Η προσαρμοσμένη ύπαρξή μου, όπως την ορίζω μέχρι τώρα ατομικά, έχει θέση στο χωροχρόνο των προσώπων που μου είναι σημαντικά. Δε μένω όμως στο δεδομένο της ατομικότητας και της προσαρμογής. Εξελίσσομαι και σχετίζομαι στο καινούριο που απορρέει από τη συνάντηση. Η προσαρμογή εμφανίζεται ανάμεσα σε δύο αντικείμενα ή σε ένα πρόσωπο και σε ένα αντικείμενο. Στο νόημα που θέλω να προσδώσω εγώ στη ζωή μου, ο όρος «σχέση» είναι ο πιο σωστός.
Από τη σχέση απορρέει μία νέα διάσταση, είναι μία δεύτερη γέννηση, ένας καινούριος εαυτός αναδύεται που απεκδύεται τη μοναξιά και την ανασφάλεια και έρχεται πιο κοντά στον άλλον, με συμπεριφορές και τρόπους που το κάθε πρόσωπο περιέχει το άλλο, χωρίς να χάνει τη δική του θέση. Η ουσία της σχέσης είναι ότι στη συνάντηση αλλάζουν και τα δύο πρόσωπα. Η σχέση περιλαμβάνει πάντοτε αμοιβαία συν-αίσθηση που οδηγεί στην αμοιβαία επίδραση μέσα από τη συνάντηση, γράφει ο RolloMay. Μαθαίνω να δέχομαι τη θέση του άλλου και να βλέπω τον κόσμο και μέσα από τα δικά του μάτια. Η ομορφιά έχει τέσσερα μάτια, αλλά πολλά διαφορετικά βλέμματα. Η αλήθεια είναι κοινή, όμως μπορεί να έρθει από πολλά διαφορετικά μονοπάτια. Μαθαίνω να περιέχω τον άλλον και να ανυψώνομαι μαζί του, κάνοντας τη ζωή μου να έχει αξία, μέσα από το συναίσθημα της αγάπης και της εμπιστοσύνης.
Όπως είχε πει και ο Ζαν-Πολ Σαρτ για το νόημα της ζωής, η ανθρώπινη ζωή δεν ξεκινά με κάποιο προδιαγεγραμμένο νόημα. Θα ήταν καλύτερα, επομένως, να κοιτάζουμε μπροστά, το μέλλον αντί να κοιτάζουμε πίσω, το παρελθόν. Άλλωστε, το παρελθόν το έχουμε ζήσει και δεν αλλάζει, μόνο όταν δημιουργήσουμε το μέλλον που θέλουμε, μπορούμε να ξαναγράψουμε την ιστορία του παρελθόντος μας.
Χάρης Πίσχος Ψυχολόγος ΜSc – Υπαρξιακός Συστημικός Ψυχοθεραπευτής