Ελληνική dream team “νικάει” τη λευχαιμία με οφθαλμικές σταγόνες

Ο Κύπριος επικεφαλής της οµάδας επιστηµόνων, µεταξύ των οποίων βρίσκονται και πέντε Ελληνες, µιλά για την καταπολέµηση των λευχαιµικών κυττάρων µε… κολλύριο

Μια εντυπωσιακή ανακάλυψη που ευελπιστεί ότι θα αλλάξει τα δεδοµένα στην αντιµετώπιση της άκρως επιθετικής οξείας µυελογενούς λευχαιµίας (AML) πραγµατοποίησε διεθνής οµάδα ερευνητών υπό τον Κύπριο αιµατολόγο του Wellcome Sanger Institute και του Wellcome-MRC Cambridge Stem Cell Institute, δρα Γιώργο Βασιλείου.

Οι ερευνητές, πέντε εκ των οποίων είναι Ελληνες (γι’ αυτό και η οµάδα ονοµάστηκε «ελληνική dream team του Κέιµπριτζ»), διαπίστωσαν από πειράµατα που έκαναν σε εργαστήριο ότι µια πειραµατική ουσία που προορίζεται για κολλύρια και την αντιµετώπιση της νεοαγγείωσης του αµφιβληστροειδούς (πάθηση που αναπτύσσουν άνθρωποι µε διαβήτη) παρεµβαίνει σε γονιδιακό επίπεδο καταστρέφοντας αποκλειστικά τα λευχαιµικά κύτταρα.

Οπως ανέφερε σε συνέντευξή του στο «Εθνος» ο επικεφαλής της έρευνας κ. Βασιλείου, η οµάδα του, η οποία ασχολείται πολλά χρόνια µε την αντιµετώπιση της λευχαιµίας, είχε εντοπίσει συγκεκριµένα γονίδια τα οποία σχετίζονται µε την εµφάνιση της λευχαιµίας και γονίδια που χρειάζεται για να επιβιώσει. Ενα από αυτά, όπως ανέφερε ο κ. Βασιλείου, είναι το SRPK1, το οποίο ελέγχει τη συναρµογή του RNA στην παραγωγή νέων πρωτεϊνών και γι’ αυτό θεωρήθηκε ένας καλός στόχος. Οπως χαρακτηριστικά υπογράµµισε στη συνέντευξή µας, όταν εντόπισαν το γονίδιο η σκέψη που τους ώθησε να το ψάξουν περαιτέρω ήταν: «Πολύ ενδιαφέρον το γονίδιο αυτό, αλλά γιατί να το χρειάζεται η λευχαιµία». Οι ερευνητές έψαξαν φαρµακευτικές ουσίες που επιδρούν σε κάποια από αυτά τα γονίδια και κατέληξαν ότι η πειραµατική SPHINX31 δρα συγκεκριµένα ως αναστολέας του SRPK1, κάτι που σηµαίνει ότι παρεµβαίνει στον ρυθµό ανάπτυξης των καρκινικών κυττάρων.

«Μέσα στα επόµενα πέντε χρόνια θα έχουν ξεκινήσει οι κλινικές δοκιµές σε ανθρώπους

Μετά τη στιγµή του «εύρηκα!», η οµάδα προχώρησε στο πειραµατικό στάδιο. Οπως µας εξήγησε ο δρ Βασιλείου, οι ερευνητές έλαβαν ανθρώπινα λευχαιµικά κύτταρα και τα εισήγαγαν σε ποντίκια, όπου ξεκίνησαν να αναπτύσσονται κανονικά. Στη συνέχεια χορήγησαν στα µισά από αυτά την ουσία SPHINX31 και στα άλλα µισά όχι. Σύµφωνα µε τον ίδιο, η ουσία «πραγµατικά σκότωνε» τα καρκινικά κύτταρα και «η ασθένεια καθυστερούσε πολύ να αναπτυχθεί». Μετά τη χορήγηση της ουσίας παρατηρήθηκε επίσης ότι τα ποντίκια που έλαβαν το φάρµακο δεν εµφάνισαν καµία παρενέργεια, ενώ δεν εντόπισαν βλάβες σε κύτταρα τα οποία ήταν µη καρκινικά.

Νέα χρηµατοδότηση

Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό, αφού η απουσία παρενεργειών αποτελεί σηµαντικό κριτήριο για το εάν θα συνεχιστούν τα πειράµατα µε τη συγκεκριµένη ουσία. Οπως σηµείωσε ο δρ Βασιλείου, ο οποίος µάλιστα πήρε και νέα χρηµατοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση για να συνεχίσει το ερευνητικό του πρόγραµµα (παρά το γεγονός ότι µέσα στο επόµενο διάστηµα ξεκινάει η διαδικασία για την έξοδο της Βρετανίας από την Ενωση), η οµάδα του ευελπιστεί ότι «µέσα στα επόµενα πέντε χρόνια θα έχουν ξεκινήσει οι κλινικές δοκιµές σε ανθρώπους και σε άλλη µία πενταετία, εάν αυτές στεφθούν µε επιτυχία, θα µπορούσαµε να έχουµε στη διάθεσή µας µια νέα θεραπεία κατά της οξείας µυελογενικής λευχαιµίας».

Σε ερώτηση για το εάν αυτή η θεραπεία θα είναι αποκλειστική ή θα πρέπει να δίδεται σε συνδυασµό µε άλλες υπάρχουσες θεραπείες (όπως επί παραδείγµατι µε χηµειοθεραπείες), ο κ. Βασιλείου υποστήριξε πως «στην αρχή θα πρέπει να δίνεται σε συνδυασµό µε κάποια από τις υφιστάµενες θεραπείες, αλλά επειδή δεν φαίνεται να έχει παρενέργειες θα µπορούσαµε αργότερα να τη δίνουµε και χωρίς». Σύµφωνα µε τον δρα Βασιλείου: «Τα φάρµακα που έχουµε σήµερα στη διάθεσή µας εναντίον της λευχαιµίας είναι τα ίδια εδώ και τριάντα χρόνια, όµως δεν είναι αρκετά για τη θεραπεία της ασθένειας».

«Τα φάρµακα που έχουµε σήµερα στη διάθεσή µας εναντίον της λευχαιµίας είναι τα ίδια εδώ και τριάντα χρόνια, όµως δεν είναι αρκετά για την καταπολέµησή της» λέει ο Κύπριος αιµατολόγος

Είναι προφανές ότι η ιατρική κοινότητα πρέπει να βρει άµεσα νέες θεραπείες, όµως για να µπορέσει να προχωρήσει η έρευνα χρειάζεται περιβάλλον σταθερότητας και συνεργασίας. Ο κ. Βασιλείου άφησε τη γενέτειρά του, τη Λεµεσό, για να σπουδάσει στην Αγγλία τη δεκαετία του 1990 και από τότε ζει και εργάζεται εκεί. Σε σχετική ερώτηση για το κατά πόσον η απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την ΕΕ θα επηρεάσει τη δουλειά του, ο ερευνητής απάντησε πως «είµαι τυχερός που πήρα το κονδύλι από την ΕΕ, καθώς λίγοι Ελληνες και Κύπριοι πήραν αυτά τα χρήµατα και είµαι γι’ αυτό πολύ υπερήφανος. ∆εν ξέρω αν του χρόνου θα τα έπαιρνα».

Σύµφωνα µε τον ίδιο: «Στην έρευνα θέλεις τους πιο ταλαντούχους και µέχρι τώρα αυτό συνέβαινε εδώ, µέχρι τώρα ήταν ανοιχτά. Στην οµάδα µου, που αποτελείται από δέκα ερευνητές, αυτήν τη στιγµή µόνο τρεις είναι Αγγλοι υπήκοοι, ενώ έχω πολλούς Ελληνες, είχα Πολωνούς, Ισπανούς και Κινέζους. Ολοι τους έρχονταν γιατί είχαν τις ικανότητες». Περί Brexit Ο κ. Βασιλείου, ο οποίος συνεργάζεται µε πέντε Ελληνες ερευνητές, συµπεριλαµβανοµένου του από κοινού επικεφαλής από το Wellcome Sanger Institute και από το Πανεπιστήµιο του Cambridge Κωνσταντίνου Τζελέπη, έχει µια ενδιαφέρουσα οπτική όσον αφορά στο κοµµάτι του πιθανολογούµενου brain drain, που πολλοί εκτιµούν ότι θα ακολουθήσει την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση: «∆εν θα έλεγα ότι θα υπάρξει brain drain, αλλά ίσως να µην έχει brain gain». Η υπόθεση του Brexit, σύµφωνα µε τον ίδιο, «είχε µια αφετηρία εθνικιστική, την οποία όµως την έντυσαν οικονοµική».

Παρά το γεγονός ότι λείπει πολλά χρόνια από την Κύπρο, ο κ. Βασιλείου διατηρεί επαφές, ενώ επισκέπτεται συχνά µαζί µε τον στενό του συνεργάτη Κωνσταντίνο Τζελέπη και την Ελλάδα, όπου έχει συγγενείς εξ αγχιστείας. Ο δρ Βασιλείου έχει κάνει διακοπές στην Πάτµο, ενώ έχει έρθει και σε συνέδρια, διατηρώντας επαφή και µε την Ελληνική Αιµατολογική Εταιρεία.

Ποιος είναι ο Γιώργος Βασιλείου

Ο δρ Γιώργος Βασιλείου αποφοίτησε από το Ιατρικό Κολέγιο του Βασιλικού Νοσοκοµείου του Λονδίνου το 1994, αφού πήρε πτυχίο στη Φαρµακολογία και τις Βασικές Ιατρικές Επιστήµες το 1991. Ελαβε την κύρια ιατρική του εκπαίδευση σε Λονδίνο και Κέιµπριτζ και το 1997 έγινε µέλος του Βασιλικού Κολεγίου Ιατρών. Πήρε εξειδίκευση στην Αιµατολογία και έλαβε το διδακτορικό του από το Κέιµπριτζ το 2005. Αφού ολοκλήρωσε την ειδικότητά του, έγινε µέλος του Βασιλικού Κολεγίου Παθολόγων και από το 2006 µέχρι το 2011 έκανε µεταδιδακτορικό στο Εργαστήριο Αλαν Μπράντλεϊ του Ellcome Trust Sanger Institute. Το 2011 έγινε µέλος του Τµήµατος και επικεφαλής Εργαστηρίου του Sanger Institute. Το 2015 άρχισε να συνεργάζεται µε το Ινστιτούτο Βλαστοκυττάρων του Κέιµπριτζ.