Με τη νοσταλγία των παιδικών τους χρόνων να τους γυρίζει πίσω σε εκείνα τα καλοκαίρια στο χωριό, όταν μάζευαν με τον πατέρα τους τσάι του βουνού στον ορεινό όγκο του Γράμμου, τα αδέρφια Βασίλης και Ευθύμης Ευθυμίου, οικονομολόγοι και οι δύο στο επάγγελμα, κλείνουν σήμερα σε ένα κουτί όλο το μεράκι και την αγάπη τους για το αυτοφυές δώρο της Καστοριανής γης.
Τσάι του βουνού ή αλλιώς κατά την επιστημονική του ονομασία, Σιδερίτης και πιο συγκεκριμένα Σιδερίτης Raeseri, η ποικιλία που συναντάται στο χωριό Κοτύλη της Καστοριάς και σε υψόμετρο 1450 μέτρων και που με απόλυτη προσήλωση στα βουκολικά διδάγματα του χθες, τα αδέρφια Ευθυμίου, σήμερα, μαζεύουν και λανσάρουν στα ράφια των ελληνικών και ευρωπαϊκών delicatessen. «Επιμείναμε στην αγνή καλλιέργεια και στην εμπορία της εν λόγω ποικιλίας που φύεται στο χωριό μας και δεν προτιμήσαμε κάποια άλλη, ίσως πιο εμπορική, γιατί θέλουμε να δώσουμε στον καταναλωτή ατόφια τη γεύση από τη γη και τον τόπο μας» μου εξηγεί ο Βασίλης.
«Άλλωστε» συμπληρώνει ο Ευθύμης «μη ξεχνάμε πως η φύση τα πάντα εν σοφία εποίησε. Από τη στιγμή που η ποικιλία αυτή έχει αποδεδειγμένα παρουσιάσει τόσο καλά οργανοληπτικά στοιχεία και το έδαφος μπορεί να βγάλει κάτι τόσο ποιοτικό, δεν έχουμε κανένα λόγο να επέμβουμε. Σε ακτίνα, άλλωστε, 30 χιλιομέτρων περιμετρικά των κτημάτων μας δεν υπάρχει καμία άλλη καλλιέργεια, άρα διασφαλίζουμε ότι το προϊόν μας παραμένει αγνό από ραντίσματα, ενώ κρατάμε και τη γη μας περιφραγμένη και κατά συνέπεια, προστατευμένη από κάθε τύπου εξωγενή επέμβαση, όπως π.χ. από άγρια ζώα».
Το τσάι των αδερφών Ευθυμίου, που φέρει την ευκόλως συνειρμική επωνυμία «1450» έχει καταφέρει από το 2014 όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην αγορά μέχρι σήμερα, να συνοδεύσει την πορεία του με έξι, συνολικά, διεθνή βραβεία (στα Taste Awards του Λονδίνου), να ανοίξει μονοπάτια για τις αγορές του εξωτερικού και, σε τοπικό πια επίπεδο, να βρει προσφάτως ικανούς μιμητές που εκμεταλλευόμενοι τον φυσικό πλούτο της περιοχής, διέθεσαν με τη σειρά τους, τη συγκεκριμένη ποικιλία τσαγιού στο χονδρεμπόριο.
Ο κύκλος ζωής της εν λόγω ποικιλίας, είναι 7ετής ή 8ετής στα πεδινά και 4ετής στα ορεινά. Η φύτευση ανανεώνεται ετησίως, καθώς για να μπορέσει να αποδώσει χρειάζεται να μεσολαβήσουν περίπου δύο χρόνια. Συνεργός στο να ευδοκιμήσει ο σπόρος και να δώσει τα άνθη του, είναι και το μικροκλίμα της περιοχής με τα υψηλά ποσοστά υγρασίας, τις αισθητές εναλλαγές σε επίπεδο θερμοκρασιών (αυτή η εναλλαγή μεταξύ ζέστης και κρύου δρα ως φυσικό κλιματιστικό) αλλά και την έντονη χιονοκάλυψη. «Στα 1500 μέτρα υψόμετρο όλα καλύπτονται από χιόνι και αυτό είναι κάτι που χρειαζόμαστε για τις καλλιέργειες, ώστε να «ξεκουραστεί» το φυτό για περίπου 4-5 μήνες, να πέσει όπως λέμε εδώ σε χειμερία νάρκη, ενώ ταυτοχρόνως κάτω από το χώμα ο μηχανισμός ανάπτυξής του να δουλεύει σε εντατικούς ρυθμούς» μου εξηγεί ο Ευθύμης.
Η φύση σε ρόλο ρυθμιστή στην καλλιεργητική διαδικασία
«Αν εξαιρέσουμε τη στιγμή της φύτευσης» μου εξηγεί ο Βασίλης, «που χρειάζεται το φυτό μας πότισμα, όλα τα υπόλοιπα τα κάνει η φύση μόνη της και από εκεί και πέρα αναλαμβάνουμε δράση εμείς κάνοντάς τα όλα με το χέρι: Τα κλαδέματα, τη συγκομιδή, τη διαλογή και τέλος την αποξήρανση η οποία γίνεται με τις παλιές παραδοσιακές μεθόδους και τη χρήση κρεβατιών πάνω στα οποία απλώνεται η σοδειά μας».
Η συγκομιδή γίνεται μία φορά το χρόνο . Οι καλλιεργητές στα πεδινά ξεκινούν αρχές Ιουνίου με τέλη Μαΐου. «Εμείς» μου λέει ο Ευθύμης «ξεκινάμε από τα μέσα Ιουλίου και μετά. Πρώτα από τα χαμηλά, στα 1300 μέτρα υψόμετρο και κλιμακωτά φτάνουμε στα 1500 μέτρα, όπου η συγκομιδή γίνεται στο τέλος. Γενικά, όσο πιο ψηλά τόσο πιο πολύ αργεί η ωρίμανση άρα και η συγκομιδή».
Κυκλική οικονομία και οικολογική αφύπνιση σε μία συσκευασία
Στις συσκευασίες του «1450», που είναι φτιαγμένες με φιλικά προς το περιβάλλον υλικά (επιστρατεύτηκε και η γραφή braille για τους έχοντες προβλήματα όρασης), δεν θα βρει κάποιος το κλασικό αποξηραμένο ματσάκι με όλα τα μέρη του φυτού. «Διαλέγουμε και σπάμε ένα ένα τα μπουμπούκια με τα χέρια μας» μου εξηγεί ο Βασίλης «ώστε να απομονώσουμε στην συσκευασία μας μόνο το προϊόν που μπορεί να χρησιμοποιηθεί». Όσο για τη φύρα; «Δεν πάει τίποτα χαμένο» μου εξηγούν, καθώς, «στα πρότυπα πια της κυκλικής οικονομίας, γίνεται ανακύκλωση και ότι προορίζεται για πέταμα, επαναχρησιμοποιείται για την κατασκευή πολυτελών αποθηκευτικών κουτιών τα οποία περιέχουν, στη φιλοσοφία του retail packaging, άνθη από τσάι του βουνού και σουβέρ». Ευχάριστη έκπληξη και το γεγονός ότι τα αδέρφια Ευθυμίου προωθούν την καθολική κατάργηση της χρήσης πλαστικού σε οποιοδήποτε σημείο της παραγωγικής τους διαδικασίας, όπως στο σακουλάκι που αποθηκεύουν το προϊόν τους και το οποίο είναι φτιαγμένο από καλαμπόκι.